Οι γιορτές του Δωδεκάμερου στην Ερυθραία της Ιωνίας



Στη μνήμη
της Λεθριανής Δήμητρας Μιχάλα – Πετρίδου
που πέρασε άξαφνα στην αιωνιότητα

12 Δεκ. 2011

Το καραβάκι είναι από το εξώφυλλο του βιβλίου «Χριστουγεννόσχολα», της Νίτσας Παραρα-Ευτυχίδου

Το Δωδεκάμερο περιέχει τρεις από τις κορυφαίες γιορτές της Χριστιανοσύνης: τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά και τα Φώτα. Ορόσημα της κοινωνικής ζωής, οι μέρες αυτές είναι γεμάτες δοξασίες, συμβολισμούς, παραδόσεις, έθιμα και συνήθειες αιώνων ή και χιλιετιών ακόμη, που οι απαρχές τους χάνονται μέσα στη βαθειά αρχαιότητα.

    Οι συνεχόμενες γιορτές - σε συνδυασμό με τη βαρυχειμωνιά που συνήθως επικρατεί - επιτρέπουν τη διακοπή εργασιών και χαρακτηρίζονται από έντονη κοινωνική επικοινωνία. Τονώνουν το θρησκευτικό και οικογενειακό αίσθημα, με τις πολλές τελετές που γίνονται στην εκκλησιά ή στο σπίτι. Στις 24 του Δεκέβρη σταματά ο ρυθμός της κανονικής ζωής και ξαναρχίζει στις 7 του Γεναριού. Οι άνθρωποι παραδίνονται σε κάθε είδους εκεχειρία, στη γαλήνη του σπιτιού, στις επισκέψεις, στη θρησκευτική λατρεία. Νιώθουν τη χαρά της συγκέντρωσης της οικογένειας, την αρχοντιά των γιορτών, τη ζεστασιά, την αγάπη και τη θαλπωρή.

    Ο ελληνικός λαός παλιότερα τηρούσε πληθώρα εθίμων και τελετών, που ήταν εντελώς έξω από τις σημερινές ευρωπαϊκές κι αμερικάνικες επιρροές, τις ξένες μιμήσεις και την εμπορική διαφήμιση ή προβολή. Σήμερα όλα αυτά έχουν σαρώσει καθετί το ελληνικό και μας γέμισαν με ξενόφερτες συνήθειες, συχνά ακατανόητες και σαχλές, με μόνο στόχο την κατανάλωση.

    Οι πυκνοί ελληνικοί πληθυσμοί των 60 πόλεων, χωριών και οικισμών της Ερυθραίας (περιφέρειες του Τσεσμέ, των Καράμπουρνων, των Βουρλών και του Σιβρισαριού, με περίπου 80.000 Έλληνες κατοίκους το 1921) γιόρταζαν τσι Μεάλες Σκόλες γενικά όπως και οι άλλοι Έλληνες. Υπήρχαν όμως και πολλά αντέτια (έθιμα) που έδιναν το τοπικό χρώμα στις γιορτές του Δωδεκάμερου και πρόσθεταν μια ιδιαιτερότητα, την ερυθραιώτικη, που ίσως δεν συναντάμε σε άλλα ελληνικά μέρη. Βασικό ρόλο στα Δωδεκάμερα κατέχει το παιδιολάσι (παιδομάνι), που η συμμετοχή του είναι μεγάλη και καθοριστική σε πολλά έθιμα και δοξασίες (κάλαντρα, στρενιάσματα, καρκάντζαροι, ποδαρικά κλπ.).

    Δυστυχώς πολλά από τ’ αντέτια αυτά χάθηκαν και χάνονται με ταχύτατο ρυθμό, αφού οι φυσικοί φορείς τους, δηλαδή όσοι γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην Ερυθραία της Ιωνίας, πέθαναν και πήραν για πάντα μαζί τους τις παλιές μικρασιάτικες συνήθειες. Αλλά και η πρώτη γενιά των προσφύγων, που τηρούσε ευλαβικά τα πατροπαράδοτα χωρίς ξένες προσμίξεις, εκλείπει σταδιακά. Σήμερα οι απόγονοι των προσφύγων ελάχιστα τηρούν από τα ερυθραιώτικα χρουστουεννιάτικα κι αηβασιλειάτικα έθιμα και γνωρίζουν ακόμη λιγότερα από τα προγονικά μας αντέτια. «Άλλοι καιροί, άλλα ήθη» κι ο ελληνικός κόσμος είναι χαμένος πια μέσα στην παγκοσμιοποίηση.

    Στα γλωσσικά ιδιώματα των Ερυθραιωτών ο Δεκέβρης ή Δικέβρης λέγεται επίσης Χρουστουεννάρης, Χρουστουεννάς και Χριστουγεννάς, ενώ οι γιορτές καλούνται γενικώς Καλές Μέρες, Μεάλες Σκολάδες ή Μεάλες Γορτάδες και θεωρούνται μέρες πίσηνες (επίσημες).

    Στα ερυθραιώτικα Δωδεκάμερα συνταιριάζονται έθιμα ειδωλολατρικά (παγανιστικά) και χριστιανικά, που συμβιώνουν αρμονικά μέσα στους αιώνες. Έθιμα πανάρχαια (όπως π.χ. το σπάσιμο του ρουδιού, τα κάλαντρα, τα στερνιάσματα κι οι μπολιστρίνες των παιδιών, τα γλυκά που αφήνουν στις πηγές, τα συμβολικά φυτά) συνδυάζονται με δημοφιλέστατες αιωνόβιες βυζαντινές συνήθειες (όπως π.χ. το σφράγισμα γλυκών και ψωμιών με δικέφαλους αϊτούς, τα χάρτινα ομοιώματα ναών, τα χαιρέτια κι οι βίζιτες, η ωραία εκκλησιαστική παράδοση με τους εξαίσιους ύμνους, οι κλάδοι ελαίας). Οι οικογενειακές συγκεντρώσεις, με τα πολλά φαγητά και τις τελετές εστίας, είναι επίσης παράδοση πολλών αιώνων. Ελάχιστες ή ανύπαρκτες ήταν οι νεότερες επιρροές από την Ευρώπη, αν αναλογιστούμε ότι μόλις το 1917 στα Βουρλά (τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη των μικρασιατικών παραλίων, μετά τη Σμύρνη, με 35.000 κατοίκους), σε ένα και μόνο σπίτι, της μεγαλοαστής Στέλλας Κωνσταντινίδου, στόλισαν χριστουγεννιάτικο δέντρο!

 

    Τα χαζιρέματα (προετοιμασίες) για τις γιορτές ξεκινούν από την επομένη του Άη-Φιλίππου (15 Νοε.), με πνευματικοσωματική προπαρασκευή, τη νηστεία του σαραντάμερου, που δεν είναι τόσο αυστηρή, όσο η πασχαλινή Σαρακοστή, αφού διακόπτεται συχνά από ψαροφαγία στα Εισόδια της Παναγίας (21 Νοε.) και σε γιορτές σπουδαίων αγίων (Αικατερίνης, Ανδρέα, Νικολάου κ.ά). 

    Μέρες πριχού τα Χρουστούεννα, τα σπίτια ηβουλούσαν από τη λάτρα κι από τσι πολλές δουλειές. Ηγενούτανε μεγάλο πατιρντί με την πάστρα: γαλαχτίσματα (ασπρίσματα), μπουγάδες, κολλαρίσματα εργοχείρων, τριψίματα στα μπακιρικά (χάλκινα σκεύη), φροκαλίσματα, συγυρίσματα και διαρμίσματα (τακτοποιήσεις). Οι δουλειές ήτανε στην άψα ντως (στην κορύφωσή τους) και δεν εμπιτίζανε (τελείωναν) ποτές. Τρίβονται τα ξυλένια πατώματα με το κουρασάνι (κοπανισμένο κεραμίδι) και πλένονται με πράσινο σαπούνι. Περνούσαν τα χαρκώματα με αχιλιά (στάχτη) και λεμόνι, να γυαλίσουν. Ασημικά λοής λοής, ντεντζερέδια και χαρανιά (κατσαρόλες), σαχάνια (βαθιοί δίσκοι σερβιρίσματος με καπάκι), νταβάδες και σινιά (ταψιά), μανγκάλια, σαμουντάνια (κηροπήγια), νύχλοι (λύχνοι) και θυμιατά ήπρεπε να γυαλοκοπούνε σαν κατρέφτης.

   Οξόν (εκτός) αφ’ το σπίτι, ηπαστρεύγανε ντάμια (αποθήκες), κουμάσια (κοτέτσια) και χαρούμια (αυλές). Ούλα ήπρεπε να ’ναι παστρικά και καθετί στο σπίτι νά ‘ρκει στο καράρι του (να γίνει όπως πρέπει). Μα ο χρόνος δεν επαρκεί, γιατί «του σαραντάμερου η μέρα, καλημέρα-καλησπέρα!» (είναι πολύ σύντομη). Βαντές (περιθώριο) για αραλίκι (απραξία) και γι’ αλικούντιση (καθυστέρηση) δεν υπήρχε. Το γυναικοθέμι (γυναικομάνι) είχενε ανεσκουμπώματα με τσι δουλειές και τα τζυμώματα. Νοικοκιουράδες, παρακόρες και δούλες ανεμπουγκώνουνταν (προετοιμάζονταν) κι ήντουστε στσι φούριες τως. Δεν ηγλυτώνανε (προλάβαιναν) ν’ απορηχάνουν (ξεκουραστούν) μήτε να ριποζάρουνε (αναπαυθούν) ούτε στο μινούτο. Άσε πια τσι τιτίζες (σχολαστικές) γυναίκες, που τσ’ ήπιανε ατσέσο (έξαψη) να τα γλυτώσουνε ούλα! Ηβρουλίζουνταν (στριφογύριζαν) μ’ αβαρεσά αφ’ το λιόβγαρμα (αυγή) κι απέ αφ’ την αποκάμωση (κούραση) κοψομεσιάζουνταν, ηντουσντίζανε (ισοπεδώνονταν), ηγενούντανε δυο κάτια (κομμάτια), για να παστρέψουν και να σιλντίσουν (καθαρίσουν) τα πάντα, να διαρμίσουν (ετοιμάσουν) μπίνμπατι (ολότελα) το σπίτι.

    Τα τσαρσιά (αγορές) είχαν κι αυτά φούριες πολλές, για να γιομίσει η αγορά με ούλα τα καλά και να μη λείψει ιτς τίποτας (τίποτε απολύτως) κανενούς, χρονιάρες μέρες.

    Το σπίτι ηστολιζούτανε μ’ ούλα του τα πρεπούμενα, μπακίρια, φαντά, σερβίτσα, κάντρα και πολιτρέδες (φωτογραφίες), πανά (πανό, κεντητούς πίνακες), εργόχερα, κι ηγενούτανε αρματωμένο του θαμασμάτου! Στρώνονται χαλιά και σιτζαντέδες (μικρά πολυτελή χαλιά) στις καλές κάμερες και τσούλια ή κουρελούδες στους χώρους τση λάτρας. Έτσι, μαζί με τη ζέστη του τζακιού, το σπίτι γένεται κουκούμι (αποκτά θαλπωρή).

    Στο Ρεΐσντερε στόλιζαν τα σπίτια με κλωνάρια ελιάς, απ’ όπου κρέμονταν καρύδια, φουντούκια και μύγδαλα, ενώ στην Αγιά Παρασκευή (Κιόστε) του Τσεσμέ διακοσμούσαν σπίτια και μαγαζιά με πρασινάδες (μερσινιές, κουμαριές, ζανταλιές, δάφνες, σκίνα κι ελιές). Σμυρτιές, σκίνα και κουμαριές στόλιζαν επίσης ούλες τσι πουλουδιέρες (ανθοδοχεία) των Ερυθραιωτών. Η πρασινάδα, ιδίως η άγρια, του βουνού, συμβολίζει την υγεία, τη θαλερότητα, την ευεξία και τη δύναμη.

    Τις παραμονές οι πιότερες δουλειές ήτονε μπιτισμένες. Ο Ρωμιόκοσμος της Ερυθραίας ήταν πια έτοιμος για τη μεγάλη γιορτή. Τα μέλη της φαμελιάς λούζονταν, άλλαζαν κι έκαναν μετάνοιες μεταξύ τους, για να συχωρέσει ο ένας τον άλλον και να κοινωνήσουν. Κανείς δεν ήπρεπε να μείνει αματάλαβος. Το πρωί της παραμονής, οι Αλατσατιανοί κι οι Βουρλιώτες έστελναν ως πεσκέσι λίγα γλυκά, κρασί και χριστόψωμα σε δασκάλους, συγγενείς και φίλους. Τα ‘ποδοσίδια (ανταπόδοση) ήταν πάντα πωρικά (φρούτα) και φρούτα (ξηροί καρποί). Τα χωριά με ξενιτεμένους και ναυτικούς, όπως το Κιόστε, ο Τσεσμές, το Γενίλιμάνι κ.ά, είχαν μεγάλα ξεφαντώματα το Δωδεκάμερο, επειδής όλοι οι ταξιδιάρηδοι ερκούντασι στο χωριό. Τότες εματζεύουντο ούλο το δικολόι (συγγενολόι).

 

    Η ξενόφερτη συνήθεια της ανταλλαγής δώρων τα Χριστούγεννα δεν υπήρχε. Στη Δυτική Ερυθραία, μόνον οι γονείς και οι στενοί συγγενείς έδιναν στα παιδιά της οικογένειας τα χρουστουεννιάτικα, ένα μπαξίσι ανάλογο με τις οικονομικές δυνατότητές τους.






 

 

   

 


  

  






  

  



 


Θοδωρής Κοντάρας

Φιλόλογος

Δημοσιεύτηκε το Δεκέβρη – Γενάρη του 2011-12 στην εφημερίδα «Η Ν. Ερυθραία»