ΤΟ ΜΕΛΙ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ


Βιβή Ποταμούση
Παρπαριά, Χίος
  Το Μελί ήταν ένα κεφαλοχώρι,  με αμιγώς ελληνικό πληθυσμό , χτισμένο στη δυτική πλευρά της χερσονησίδας του Καράβουρνου, της Μέλαινας Άκρας , που αποτελεί το βόρειο τμήμα της χερσονήσου της Ερυθραίας. Ο «ανεμόεις», ο ανεμοδαρμένος  και θεοποιημένος Μίμας του Ομήρου, είναι ο πέτρινος όγκος που χωρίζει τη θάλασσα στα δύο: στον κόλπο της Σμύρνης και τα Στενά της Χίου. Τα πολλά ονόματα του Καράβουρνου απηχούν την ιστορική του διαδρομή: ήταν η Μέλαινα Άκρα των  Ιώνων, το Κάβο Στυλάρι  των πορτομάνων , το Στυλάριον των Βυζαντινών, που μετονόμασαν το βραχώδη όγκο του Μίμαντα και τον σημαντικότερο οικισμό της περιοχής, το Καράμπουρνου των Οθωμανών και των Τουρκομάνων, που κατέλαβαν την περιοχή τον 14ο αιώνα. Αυτή η πλευρά, η δυτική, είναι και η πιο τραχιά και  αυτήν διάλεξαν οι Μελιώτες για να κτίσουν τον οικισμό τους, στους πρόποδες του Μίμαντος , πάνω σε τρεις λόφους.

Από την ιστορία της περιοχής
Την περίοδο που η Ιωνία άλλαζε χέρια με αποφάσεις Βυζαντινών αυτοκρατόρων, την τραγική εποχἠ  που η παραπαίουσα αυτοκρατορία  έψαχνε ερείσματα και βοήθεια στη Δύση , το άγονο και δύσβατο Στυλάριον  εγκαταλείφτηκε στην τύχη του.  Σύνορο μεταξύ των  Οθωμανών από τη μια και των Γενοβέζων από την άλλη μετατράπηκε σε ορμητήριο  πειρατών που έφτιαξαν κρησφύγετα στα απόκρημνα παράλια του.  Οι κάτοικοι για να επιβιώσουν  μετακινήθηκαν ανατολικά, προς τα ασφαλή οθωμανικά τσιφλίκια ή απέναντι στη Χίο και την Αιγνούσα κι από εκεί στη Θεσσαλία, την Ήπειρο και τη Μακεδονία  ζητώντας να αποφύγουν την αναρχία στον τόπο τους.  Την περίοδο αυτή εγκαταλείφτηκαν πολλοί οικισμοί,  και μαζί με αυτούς και ο οικισμός που υπήρχε εκεί που χτίστηκε αργότερα το Μελί, ενώ η αύξηση της  πειρατείας στα Στενά μετέτρεψε  τα παράλια σε ορμητήρια των πειρατών που όργωναν τη Μεσόγειο, το Ιόνιο και το Αιγαίο και  έσπερναν τον τρόμο.  Η άλωση της Πόλης από τους Οθωμανούς αλλάζει για άλλη μια φορά την γεωπολιτική τύχη της χερσονήσου που περνάει στα χέρια τους. Ο Σουλεϊμάν αποφασίζει να καθαρίσει τις θάλασσες από τους πειρατές. Φαίνεται ότι παράλληλα με τις προσπάθειες  περιορισμού της πειρατείας στο Αιγαίο έγιναν προσπάθειες και στα παράλια. Τότε ο πληθυσμός της Κρήνης, του Τσεσμέ, εγκαταλείπει τον οικισμό Τσεσμέκιοϊ, 2-3 χιλιόμετρα από τα παράλια και μεταφέρεται στο λιμάνι . Στο δεύτερο μισό του 16ου αιώνα  πρέπει να ξεκίνησε δράση η τοπική οθωμανική ηγεσία  για την καταστροφή των όποιων πειρατικών κέντρων  υπήρχαν και στο Καράβουρνο. Η κατάκτηση νέων γαιών αυξάνει τον αριθμό των δουλοπάροικων που μετακινούνται προς τα μικρασιατικά παράλια. «Επομένως , ως φυσικό επακόλουθο πρέπει να υποθέσουμε ότι γύρω στο 1600, συγκροτήθηκαν τα πρώτα μούλκια στη χερσόνησο του Μίμαντος με κατοίκους από τα ορεινά, οι οποίοι συγκεντρώθηκαν σε διάφορες τοποθεσίες, όπως οι Ντάμιες, το ύψωμα Τεπέ , η Κακαρίνα και τα Φουρνάκια. Επίσης στη θέση του νεώτερου Μελιού υπήρχε οχυρωμένος οικισμός , με πυκνή οικιστική διαρρύθμιση[1].»  Τον 18ο αιώνα οι αγριότητες των Αλβανών στην Πελοπόννησο, την Στερεά και αλλού, καθώς και η συνθήκη του Κιουτζούκ Καϊναρτζή  δημιουργούν ένα ακόμα μεταναστευτικό ρεύμα προς την Μικρά Ασία και κυρίως δυτικά


[1] Μιχάλης Ιντζές, Ανατολικά της Χίου, Δυτικά της Σμύρνης, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2006, σ.83
προς το τσιφλίκι της πλούσια και ισχυρής οικογένειας του Καρά Οσμάν. Ο Διάκονος Σμύρνης, ο Δημητσανίτης Γρηγόριος Προκοπίου, μετέπειτα Οικουμενικός Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄ γράφει στον Άνθιμο Καράκαλλο, φυγάδα στη Τεργέστη « Ο Θεός εκεί τους ωργίσθη, αλλά εδώ τους ευσπλαχνίσθη, επειδή οι Αγάδες της Ανατολής, συνερίζονται ποιος να τους πρωτοπάρει εις τον τόπο του…» Στο ίδιο πνεύμα κινείται και επιστολή του Α. Κοραή προς τον Α. Αθανασίου «Η μόνη μου ελπίδα είναι ο Καραοσμάνογλου, όστις ή διά το ίδιον συμφέρον ή διότι έχει φρονήματα δικαιοσύνης και φιλευσπλαχνίας εφάνη φίλος και προστάτης των Γραικών…». Την περίοδο αυτή Χιώτες από την Εύβοια και τα νησιά έρχονται στο Μελί και το ενισχύουν πληθυσμιακά. Το ίδιο θα συμβεί μαζικά άλλη μία φορά, το 1822, όταν Χιώτες περνούν απέναντι για να ξεφύγουν από την μανία των Οθωμανών και τη σφαγή, ενώ στο Μελί θα βρίσκουν καταφύγιο κατατρεγμένοι Χιώτες, μια που το χωριό έχει παράδοση στις κακές σχέσεις με τους Οθωμανούς.
Οι οικιστές, η θέση και τα χαρακτηριστικά του οικισμού, οι ασχολίες των κατοίκων
Όπως είδαμε το 1566 ο αριθμός των δουλοπάροικων αυξήθηκε μετά την πτώση της γειτονικής Χίου. Οι Χιώτες εγκαταστάθηκαν πρώτα στα Αλάτσατα και μετά στην χερσόνησο του Καράπουρνου. Τα ήθη και οι ενδυμασίες των κατοίκων του τόπου και συγκεκριμένα του μεγαλύτερου ελληνικού οικισμού, του Μελιού, έμοιαζαν με αυτές της Χίου[1] αναφέρει ο ερευνητής . Ενώ από άλλη πηγή ενημερωνόμαστε ότι το Μελί ιδρύθηκε από Καρδαμύλιους Χιώτες στις αρχές του 17ουαιώνα.[2] Στο ότι οι Χιώτες ήταν συγκεκριμένα από τα Καρδάμυλα συνηγορεί το γεγονός ότι αφενός Καρδαμύλιοι βοσκοί εποίκησαν τις Οινούσες, τα νησιά μεταξύ  Καρδαμύλων και Καράπουρνου, στο ύψος του Μελιού, και από εκεί εύκολα περνούσαν απέναντι με ενδιάμεσο σταθμό τα ακατοίκητα νησιά Ίππους των Ιώνων, αλλά και το ότι πολλά επίθετα Μελιωτών και Καρδαμυλίων είναι κοινά: Χέλιος, Καλούδης κ.α Το χωριό είναι ένα από τα 5 αμιγώς ελληνόφωνα χωριά σε σύνολο 18 του Καράπουρνου.                                                                                Στα νοτιοδυτικά της χερσονήσου, στη βόρεια πλευρά του κόλπου των Ερυθρών , στους πρόποδες του Μίμαντα, χτίστηκε αμφιθεατρικά πάνω σε τρεις λόφους το Μελί, η νέα πατρίδα. Αριστερά ο Κουτρουλόμυλος, που ονομάστηκε έτσι από τα ερείπια του ανεμόμυλου που στεφάνωνε την κορυφή του, δεξιά ο Στένακας ,με 250 μέτρα υψόμετρο και  θέα στο νότο και στη δύση,  στις ακτές της Χίου, τις Οινούσσες και τα Καρδάμυλα, ενώ στο κέντρο  στεκόταν ο Πλατύ Καγιάς ( πλατιά πέτρα) από όπου έπαιρναν  πέτρες για να φτιάξουν τα σπίτια τους οι Μελιώτες.                                                                                       Κυκλωμένο από το καταπράσινο βουνό, πολύ κοντά στη θάλασσα , το χωριό είχε κλίμα ξηρό και δροσερό με άφθονα νερά που έφταναν μέσω υδραγωγείου  στο χωριό σε τρεις βρύσες , στην κεντρική πλατεία στου Καλούδη, στου Χέλιου και στην άκρη, το Kaplan suyu (η βρύση του αγριμιού). Μέσα στο χωριό διαμορφώνονταν εφτά μικρές και μεγάλες πλατείες: του Χέλιου, με την ομώνυμη βρύση, η κεντρική του Καλούδη, του Πετρακακιού, των Αλωνακιών κοντά στην εκκλησία των Αγίων Αναργύρων, τα Πορτάκια όπου γίνονταν τα μεγάλα πανηγύρια,  του Κουμερκιάρη, του Τούρκου τελώνη δηλαδή, του Μουτζήθρα όπου βρισκόταν το σπίτι  και το μαγαζί του ομώνυμου Μελιώτη  και η πλατεία του Αϊ Γιάννη, ή του Τζινή, στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου που ήταν και ο προστάτης του.


[1] Ο.π.σ.87
[2] Στέφανος Στεφανίδης- Δημήτρης Πλουμίδης, Χίος, Οινούσσες, Ψαρά, Σμύρνη, Τσεσμές, Ερυθραία εκδ, INFOΓΝΩΜΩΝ, Αθήνα 2004,σ.300
Γιάννη, ή του Τζινή, στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου που ήταν και ο προστάτης του.
ποτα
Η Κάτω Βρύση
Το Μελί είχε τρεις μεγάλες εκκλησίες: τον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο, την Αγία Παρασκευή και τους Αγίους Αναργύρους. Εκκλησιαστικά υπαγόταν στην Μητρόπολη Κρήνης και διοικητικά στην επαρχία, τον καζά, του Καράπουρνου που ανήκε στη Σμύρνη. Μέχρι το 1919 είχε δωδεκαμελή Δημογεροντία που εκλέγονταν στην κεντρική πλατεία δια βοής. Λειτουργούσαν τρία σχολεία: ένα εξατάξιο δημοτικό, ένα Παρθεναγωγείο και ένα Ελληνικό. Ο ξεριζωμός σταμάτησε στη μέση την ανέγερση Γυμνασίου. Τα σπίτια του ήταν μεγάλα, ωραία και τα περισσότερα διώροφα, χτισμένα με πέτρα και κεραμίδι. Επιπλέον είχε ένα υδραγωγείο, τρεις νερόμυλους και πολλά λατομεία, ενώ φημιζόταν για την πλούσια παραγωγή του σε μετάξι, για το μέλι του αλλά και, μέχρι τελευταία, για τα γαλακτοκομικά του προϊόντα. Οι Μελιώτες παρήγαν επίσης σταφίδα α΄ διαλογής ενώ το χωριό διέθετε αλυκές στις βραχώδεις ακτές του Τούζλα που κάλυπταν τις ανάγκες σε αλάτι και των κατοίκων της γύρω περιοχή. Σύμφωνα με τον Γεωργιάδη το Μελί, Velli, όπως το αναφέρει, το 1885 είχε 1200 κατοίκους, όλους Έλληνες, ενώ το 1888 στο χωριό έμεναν 150 οικογένειες. Ο Ξενοφάνης αναφέρει ότι το 1904 οι κάτοικοι ήταν 1500, ενώ το 1911 έφτασαν τους 1682. Ο Κοντογιάννης το 1914, στο Μεγάλο Διωγμό, μετρά 1000 κατοίκους, εδώ όμως πρέπει να συνυπολογίσουμε τους περίπου 1900 εκτοπισμένους από το Διωγμό, ενώ το 1921 το Μελί αριθμούσε 1517 κατοίκους, Ο Χατζημπέης ανεβάζει τον αριθμό τους σε 2500 την ίδια περίοδο.
Ποτ

Διόρωφο σπίτι στο κέντρο του χωριού
Οι συνθήκες γαιοκτησίας.                                                                                                                                                                                                                      Τα ρωμαίικα χωριά της περιοχής δημιουργήθηκαν από ένα αρχικό πυρήνα καλυβιών στα οποία κατοικούσαν οι πρώτοι δουλοπάροικοι του τσιφλικιού κάποιου Αγά. Η αύξηση του πληθυσμού λόγω γεννήσεων και νέων εποίκων αύξανε το μέγεθος του ώσπου τελικά διαμορφωνόταν ένα χωριό. Πάντως  στη χερσόνησο του Καράμπουρνου τα σουλτανικά κτήματα απέκτησαν περισσότερους Ρωμιούς που εγκαταστάθηκαν ακόμα και σε χωριά που είχαν εγκαταλείψει οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί λόγω επιδημιών και σταδιακά καρπώθηκαν την παρατημένη γη ή εκχέρσωσαν δασικές εκτάσεις.                                Η παράδοση του Μελιού κάνει λόγο για κάποιον Αγά που σκοτώθηκε από τους Ρωμιούς, γεγονός που προκάλεσε την εκδίωξη των κατοίκων. Αυτό μοιάζει να συμφωνεί και με την άποψη ερευνητή που αναφέρει ότι όλη η περιοχή του νοτιοδυτικού Καράμπουρνου  μετατράπηκε σε βακούφι για να συντηρείται μία κοπέλα του χαρεμιού. Το καθεστώς ιδιοκτησίας δηλαδή άλλαξε σε ιδιωτικό. Το πιθανότερο είναι να δημιουργήθηκε σουλτανικό βακούφι (evkaf- i selatin), σε περιοχή που έμεινε ακατοίκητη και  αδιάθετη. Αυτό το « κτήμα της σουλτάνας» – ίσως να πρόκειται για την τελευταία από μια σειρά γυναικών του χαρεμιού- γύρω στο 1830-40, η εν λόγω σουλτάνα αποφάσισε να το παραχωρήσει στους Ρωμιούς. Τη γη όμως την αγόρασε ο Θεοδόσιος Μ. Ζυγομαλάς, πλούσιος Χιώτης έμπορος, ο πρώτος Ρωμιός τσιφλικάς.[1] Το βακούφι που αρχικά καταλάμβανε μια έκταση 10-12.000 στρεμμάτων έφτασε τις 200.000 στρέμματα με τις εκχερσώσεις και μεταβιβάστηκε τελικά στους κατοίκους ύστερα από μια περίοδο εκμετάλλευσης του από τον Χιώτη έμπορο. Οι εκδοχές που οδήγησαν στην παραχώρηση της γης στους κατοίκους είναι δύο,  και μαρτυρούν την αναστάτωση που προκάλεσαν οι μεταρρυθμίσεις στο ιδιοκτησιακό καθεστώς από τις οθωμανικές αρχές. Η μία αναφέρει ότι η Σουλτάνα παραχώρησε το βακούφι στο τζαμί της Μέκκας και από εκεί νοικιάστηκε στους κατοίκους για 3.000 γρόσια το χρόνο. Από το τζαμί το αγόρασε ο Ζυγομαλάς για 3.000 λίρες και το πούλησε στους κατοίκους. Η άλλη υποστηρίζει ότι το αγόρασε ο διοικητής της Χίου Αμπντουλάχ- Μπέη, αν και υπήρχε η δωρεά στους Μελιώτες που κατέφυγαν στα δικαστήρια αλλά δεν δικαιώθηκαν και τότε το αγόρασε ο Χιώτης για λογαριασμό τους. Δυστυχώς τα στοιχεία που έχουμε είναι ελλιπή  και μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε για την εξέλιξη της γαιοκτησίας και τη ίδρυση των πρώτων οικισμών.


[1] Γιάννης Τζήκας, Αρχαία Ερυθραία, το Μελί και η Περιοχή, περιοδικό Μικρασιατικά Χρονικά τ.ΙΔ,1970,σ. 56
Γιορτές, έθιμα και παραδόσεις των Μελιωτών
Οι Μελιώτες ήταν βαθιά θρησκευόμενοι και εξαιρετικά ανοιχτόκαρδοι και γλεντζέδες, ενώ εκδήλωναν σε κάθε ευκαιρία την περιφρόνηση και την αντιπάθεια τους στους Τούρκους, γεγονός που εξηγεί και την παντελή έλλειψη τούρκικης παρουσίας στην περιοχή τους. Κάθε χρόνο γιόρταζαν με μεγάλη επισημότητα το πανηγύρι του προστάτη τους, Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, στις 26  Σεπτέμβρη, που ήταν τριήμερο και έρχονταν επισκέπτες από όλα τα χωριά του Καράπουρνου αλλά και από τη Χίο και την Αιγνούσα. Τότε ερχόταν στο χωριό και ο Μητροπολίτης Κρήνης που συζητούσε με τους δημογέροντες τα προβλήματα του χωριού και προήδρευε της συνεδρίασης, καθήκον που είχε ο πρεσβύτερος ιερέας του χωριού τον υπόλοιπο χρόνο. Σε αυτό το πανηγύρι οι Μελιώτισσες έφτιαχναν το «κεσκέσι» ένα πιλάφι με χοντροαλεσμένο σιτάρι και κρέας, προσφορά βέβαια των κτηνοτρόφων και των αγροτών του χωριού, που μαγειρευόταν σε μεγάλα καζάνια και μοιράζονταν στους πανηγυριστές που, με τη σειρά τους, έριχναν τον οβολό τους στο πανέρι για την ενίσχυση του Ιερού Ναού. Αυτές τις μέρες γινόταν και εμποροπανήγυρη και οι Μελιώτισσες αγόραζαν προικιά για τις θυγατέρες τους και ότι άλλο χρειάζονταν για το νοικοκυριό τους, αφού ο οικογενειακός προϋπολογισμός είχε ενισχυθεί από την πώληση της σοδειάς. Στα καφενεία του χωριού στήνονταν γλέντι και τις τρεις μέρες του πανηγυριού. Εξίσου σημαντικός ήταν και ο εορτασμός στις 26 Ιουλίου με λιγότερη επισημότητα αλλά με εξίσου μεγάλο γλέντι, της Αγίας Παρασκευής που σύμφωνα με διηγήσεις, την παραμονή της γιορτής της, στην ολονυχτία, γιάτρευε ψυχικά αρρώστους και δαιμονισμένους που οι συγγενείς τους είχαν φέρει και έμεναν νηστεύοντας 40 ημέρες εντός του ναού.
η Θέα

Η θέα του κάμπου από το χωριό.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα έθιμα των Μελιωτών όλη την διάρκεια του έτους. Τα Χριστούγεννα που τα γιόρταζαν τρεις μέρες, όπως και την μέρα του Αγίου Βασίλη, όπως έλεγαν την Πρωτοχρονιά, αλλά και τα Θεοφάνεια. Έφτιαχναν πολλά γλυκά, φοινίκια, κουραμπιέδες και κρούστες. Ειδικά για τα Χριστούγεννα έφτιαχναν τα «κολίκια», κουλούρια γεμάτα καρύδια, αμύγδαλα και σουσάμι, ενώ την Πρωτοχρονιά έπλαθαν βασιλόπιτα από την ζύμη του ψωμιού, έβαζαν μέσα ένα χρυσό ή ασημένιο νόμισμα, το «τουρνέσι», την χώριζαν σε «μοίρες» με ένα καινούριο χτένι.[1] Στο τραπέζι της Πρωτοχρονιάς έβαζαν σιτάρι, κριθάρι και ρόδι, ενώ ο νοικοκύρης έφτιαχνε σταυρό από δυο κλαδιά ελιάς δεμένα με κόκκινη κλωστή και σταύρωνε την βασιλόπιτα. Ο τυχερός της χρονιάς έβρισκε το τουρνέσι που το φύλαγαν στα εικονίσματα. Αν η χρονιά ήταν καλή το χρησιμοποιούσαν και την επόμενη, αλλιώς το αντικαθιστούσαν με άλλο. Από τα γλυκά του τραπεζιού έτρωγαν και τα ζώα του στάβλου, ενώ οι νοικοκυρές πρόσφεραν γλυκά στις «καλές κυράδες», τα ξωτικά, αφήνοντας τα στις βρύσες του χωριού. Ανήμερα την Πρωτοχρονιά ο νοικοκύρης έφερνε σπίτι «αμίλητα» έναν κουβά με νερό και μια πέτρα που τα έβαζε πίσω από την πόρτα και ένα ρόδι που το έσπαγε πετώντας το στο κέντρο στου σπιτιού για να πάει παντού και να φέρει ευφορία και καλοτυχία στην οικογένεια του, ενώ το τραπέζι έμενα γεμάτο γλυκά και κεράσματα για τον Άγιο Βασίλειο. Επίσης την Πρωτοχρονιά συνήθιζαν να ανταλλάσουν δώρα οι συγγενείς και οι αρραβωνιασμένοι, γλυκά τις περισσότερες φορές. Οι ευπορότεροι φρόντιζαν να μη λείψει τίποτα από το τραπέζι των οικονομικά αδυνάτων συγχωριανών τους και τους προμήθευαν με άφθονα τρόφιμα και γλυκά. Την παραμονή των Χριστουγέννων και του Αγίου Βασιλείου τα παιδιά γύριζαν στα σπίτι και έψελναν κάλαντα κρατώντας ξύλινο ή τενεκεδένιο καΐκι. Κάλαντα έψελναν και ανήμερα των Θεοφανείων που τα γιόρταζαν με μεγάλη κατάνυξη ρίχνοντας σταυρό στη θάλασσα. Αυτός που έβρισκε το σταυρό ήταν πολύ τυχερός και ευλογημένος όλο το χρόνο. Το να χαθεί ο σταυρός θεωρούνταν μεγάλη κακοτυχία. Η απώλεια του σταυρού τα Θεοφάνεια του 1922 στην Κάτω Παναγιά θεωρήθηκε κακός οιωνός.                    Αξιοπρόσεχτα είναι και τα άλλα έθιμα του χωριού που σκιαγραφούν τον χαρακτήρα των κατοίκων. Η νηστεία της Σαρακοστής τηρούνταν με ευλάβεια και οι Μελιώτες την ξεκινούσαν τρώγοντας αυγό για να τελειώσει  με το αυγό του Μεγάλου Σαββάτου. Τετάρτη και Παρασκευή όλοι έτρωγαν «ανήλαδο». Όλη τη Σαρακοστή οι κοπέλες φορούσαν μαντήλι σε ένδειξη πένθους και κυκλοφορούσαν με το κεφάλι σκυμμένο. Το Σάββατο του Λαζάρου οι νοικοκυρές έφτιαχναν τον «Λάτζαρο» ένα ανθρωπόσχημο γλυκό από ζύμη και με σταφίδες και τα παιδιά γυρνούσαν στο χωριό τραγουδώντας τα κάλαντα του «Λατζάρου». Την Κυριακή των Βαΐων έσπαγαν την νηστεία και έτρωγαν ψάρι ενώ ο ιερέας μοίραζε στους πιστούς βαγιόκλαδα που τα έβαζαν στο εικονοστάσι. Με αυτά θυμιάτιζαν τους αρρώστους ή τα έβραζαν και εισέπνεαν τους ατμούς ή έπιναν το βρασμένο νερό όσοι υπέφεραν από κρυολόγημα για την καλή υγεία.                                                 Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα έθιμα της Μεγάλης εβδομάδας. Η εκκλησίες ήταν στολισμένες πένθιμα με μαύρα τούλια και μωβ κορδέλες. Οι ιερείς ντύνονταν σκούρα άμφια και ήταν τόσο έντονο το πένθος που ακόμα και στο σχολείο απαγορευόταν το μάθημα της ωδικής. Την Μεγάλη Δευτέρα έψελναν ένα τραγούδι, παραλογές σώζονται από όλο το Καράπουρνο, που περιγράφει τα πάθη του Χριστού κάθε μέρα της Μεγάλης εβδομάδας. Την Μεγάλη Τετάρτη τα κορίτσια μαυροφορεμένα στέκονταν δίπλα στον Εσταυρωμένο ενώ πολλές ηλικιωμένες τον ξενυχτούσαν και τον μοιρολογούσαν με το μοναδικό σε στίχο και μελωδία μοιρολόι της Παναγιάς. Στα καφενεία απαγορευόταν η χαρτοπαιξία ενώ κρεμούσαν από μια κλωστή τον «Φάντη» χαρτί της τράπουλας, για να τιμωρήσουν το παράνομο κέρδος, τον Ιούδα, ξορκίζοντας έτσι με το δικό τους τρόπο το κακό και το πάθος της χαρτοπαιξίας. Επειδή η Μεγάλη Παρασκευή ήταν απόλυτη αργία οι Μελιώτισσες από την Μεγάλη Πέμπτη έβαφαν αυγά κόκκινα και κίτρινα, που τα έτρωγαν την Πρωτομαγιά για «να χρυσώσει ο Μάης», ενώ με την κίτρινη μπογιά έβαφαν και τα ρουχαλάκια για να μην αρρωσταίνουν με κοιλιακά και πυρετούς. Επίσης έφτιαχναν τις «κουτσούνες»  ειδώλια από ζύμη με σώμα ανθρώπου  και για κεφάλι κόκκινο αυγό. Η Μεγάλη Παρασκευή ήταν μέρα αυστηρής  νηστείας. Πολλοί δεν έτρωγαν παρά μόνο το


[1]Μαριάννα Κορομηλά-Θοδωρής Κούτρας, Ερυθραία, ένας ευλογημένος μικρόκοσμος στην καρδιά της Ιωνίας,Πανόραμα, Αθήνα 1997σελ 35κ.ε.
βράδυ, μετά τον εσπερινό. Όλο το χωριό ήταν στους δρόμους και κουβαλούσε «πούλουδα», όπως έλεγαν τα λουλούδια, για να στολιστεί ο Επιτάφιος που έβγαινε σε περιφορά σε όλο το χωριό. Τα παλληκάρια συμμετείχαν στο «ινκάντο», πλειοδοτούσαν δηλαδή, για την τιμή να τον μεταφέρουν και τα χρήματα πήγαιναν στην εκκλησία. Στις τρεις το πρωί γινόταν η περιφορά και έβρισκε τους Μελιώτες στην εκκλησία, με τις μυροφόρες παραταγμένες δεξιά και αριστερά με πανέρια για τον οβολό των πιστών του Επιταφίου που τα παλληκάρια κρατούσαν ψηλά μπροστά στην πόρτα της εκκλησίας για να περάσουν οι πιστοί και να κερδίσουν υγεία και θεϊκή ευλογία. Τα πιταφιολούλουδα [1]που έραινε ο ιερέας τα μάζευαν οι πιστοί και με αυτά θύμιαζαν το σπίτι ενώ το κερί που έπαιρναν από τον Επιτάφιο το έκαιγαν σε δύσκολες ώρες λέγοντας «Ιησούς Χριστός Νικά». Το Μεγάλο Σάββατο έβρισκε τους Μελιώτες να σφάζουν αρνιά και να κάνουν τις τελευταίες προετοιμασίες. Η Ανάσταση γιορτάζονταν με τόσο έντονες καμπανοκρουσίες και πυροβολισμούς που ακούγονταν σε αρκετά μακρινά χωριά. Η  φράση   «οι Μελιώτες Ανασταίνουν» να έμεινε χαρακτηριστική. Τσούγκριζαν αυγά που έπαιρναν μαζί τους στην εκκλησία για να είναι «διαβασμένα»  και ασπάζονταν ο ένα τον άλλον. Ένα τέτοιο αυγό έμπαινε στο εικονοστάσι για το ξεμάτιασμα.  Τη Δεύτερη Ανάσταση, της Αγάπης, ακολουθούσε στο Μελί ο «σκοτωμός του Ιγιούδα». Οι νέοι του χωριού έστηναν ένα ομοίωμα του «Ιγιούδα» και εξασκούνταν πάνω στην σκοποβολή, «σκοτώνοντας» συμβολικά τον Ιούδα, ενώ ακολουθούσε γλέντι και χορός.                                                         Μεγάλη γιορτή στο Μελί ήταν και η Ανάληψη, Πίστευαν ότι την παραμονή τα μεσάνυχτα άνοιγε ο ουρανός και ότι ο Χριστός φεύγοντας ευλόγησε τη θάλασσα, θεωρούσαν λοιπόν την θάλασσα στοιχείο υγείας και μετά την λειτουργία έμπαιναν μέχρι τα γόνατα λέγοντας μια επωδό. Την ίδια μέρα έψαχναν να βρουν στην θάλασσα την «μαλλιαρή» μια πέτρα καλυμμένη με φύκια, πιστεύοντας ότι φέρνει υγεία και αφθονία. Επίσης ο «κλήδονας» στο Μελί γιορτάζονταν της Αναλήψεως και όχι στις 24 Ιουνίου, του Αγίου Ιωάννου, με συμμετοχή όλων των ανύπαντρων κοριτσιών για να μάθουν το όνομα του μελλοντικού τους συζύγου.


[1] Ο.π., 167
Ο κάμ
ο κάμπος και το Μαντράκι
Μια όμορφη παράδοση  ήθελε τις πρώτες έξι μέρες  του Αυγούστου, μέχρι τη γιοτή του Χριστού, να αντιστοιχούν ανά μισή στους μήνες του χρόνου και να προμηνύουν τον καιρό της χρονιάς. Τα μερομήνια, γνωστά σε όλη την Ελλάδα, τα μελετούσαν ναυτικοί και βοσκοί που γνώριζαν τα σημάδια.

Οι Μελιώτες στους Εθνικούς αγώνες. Ο Μεγάλος Διωγμός(1914) και ο ξεριζωμός (1922).
Οι Μελιώτες ήταν ατίθασοι και δεν έχαναν ευκαιρία να δείξουν ανυπακοή στους Τούρκους, ειδικά μετά το 1822 όταν το χωριό ενισχύθηκε με νέο κύμα προσφύγων από την κατεστραμμένη Χίο, απέκτησαν παράδοση στις ακραίες σχέσεις με τους Τούρκους. Η αποφυγή της στράτευσης κατά τον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο τους επέτρεψε να εκφράσουν τα από καιρό διαμορφωμένα εθνικά αισθήματά τους και να φύγουν εθελοντές στη Μακεδονία επώνυμοι και ανώνυμοι στρατιώτες. Ήταν πολύ καλοί πατριώτες, γνήσιοι Έλληνες και Χριστιανοί. Μάλιστα την ελληνικότητα του Μελιού και ολόκληρης της χερσονήσου της Ερυθραίας, λέγεται ότι επικαλέστηκε στη συνθήκη των Σεβρών ο Ελευθέριος Βενιζέλος, για να πετύχει την ιστορική υπογραφή της.                                                                                   Το 1914 οι Μελιώτες, όπως και όλοι οι Έλληνες της Μ. Ασίας αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τις εστίες τους. Ήδη 1900 Μελιώτες είχαν εκτοπιστεί. Είναι από τους τυχερούς. Τα νησάκια απέναντι από το Μελί, το Γούνι κι η Πλακιά, οι Ίπποι των αρχαίων Ελλήνων, θα τους παράσχουν καταφύγιο στο πέρασμα τους στην Χίο και τις Οινούσσες, στην Ικαρία, την Αττική, τη Μακεδονία και την Πελοπόννησο.  Επιστρέφουν πιστεύοντας ότι αυτός ήταν ο τελευταίος ξεριζωμός. Τρία χρόνια αργότερα εγκαταλείπουν την πατρίδα τους οριστικά. Το ακατοίκητο Γούνι θα γίνει και πάλι σωτηρία τους. Θα περάσουν απέναντι με ότι μπορούν να μεταφέρουν από τα σπίτια τους και τα θύματα που θα θρηνήσουν είναι λιγοστά. Πολλοί θα βρουν νέα πατρίδα στις Οινούσσες και θα της δώσουν ανάσα ζωής. Άλλοι θα αναζητήσουν πατρίδα στη Χίο και άλλοι ακόμα πιο μακριά. Στην Αττική, όπου στα Μέγαρα θα ιδρύσουν το Νέο Μελί και θα αναστήσουν την χαμένη πατρίδα, στη Θεσσαλονίκη και την Ικαρία αλλά και στην Αμερική και την Αυστραλία.                               Μελετώντας την ιστορία της Ερυθραίας και του Μελιού, του χωριού του παππού μου, παρατήρησα μια αέναη πορεία ελληνικών πληθυσμών από και προς την Ελλάδα και τα χώματα της Ιωνίας, από τα χρόνια του πρώτου αποικισμού των Ελλήνων. Η Ιωνία μοιάζει να αποκτά ταυτότητα μέσα από την διαδρομή και την πορεία της σχέσης με την κυρίως Ελλάδα. Ερημώνει και ανασταίνεται, χάνει την ταυτότητα της και την ξαναβρίσκει φορές στο πέρασμα των αιώνων. Οι άνθρωποι της πολλές φορές πρόσφυγες περνούν από τη Χίο στην Ερυθραία και πίσω και ξανά και πίσω και ξανά. Έχασαν την πίστη τους, ξέχασαν την γλώσσα τους, μα νέοι ξεριζωμένοι από τη μάνα Ελλάδα, ανέσταιναν την ανάμνηση και ξεκινούσαν από την αρχή. Η ιστορία της Ιωνίας ήταν μια ιστορία προσφυγιάς μα πάντα με ελπίδα επιστροφής, ως το 1922 που πια επιστροφή δεν έχει.
Γιατί τα σπάσαμε τα αγάλματά των,
γιατί τους διώξαμε απ” τους ναούς των
διόλου δεν πέθαναν  γι΄ αυτό οι θεοί
Ω  γη της Ιωνίας, σένα αγαπούν ακόμη
σένα που ψυχές των ενθυμούνται ακόμη.
Σαν ξημερώνει επάνω σου πρωί αυγουστιάτικο
την ατμόσφαιρα σου περνά σφρίγος απ την ζωήν των
και κάποτε αιθερία εφηβική μορφήν
αόριστη, με διάβα γρήγορο,
επάνω από τους λόφους σου περνά.
Κ.Π.Καβάφης

Βιβλιογραφἰα
Τζήκας, Γ(1970), Αρχαία Ερυθραία, το Μελί και η περιοχή, Αθήνα, Μικρασιατικά χρονικά, τ. ΙΔ
Στεφανίδης,Στ., Πλουμίδης, Δ.,(2004), Χίος-Οινούσσες-Ψαρά, Σμύρνη-Τσεσμές-Ερυθραία, Αθήνα, εκδ. INFOΓΝΩΜΩΝ
Κορομηλά, Μ., Κονταράς, Εμ.(1997), Ερυθραία, ένας ευλογημένος μικρόκοσμος στην καρδιά της Ιωνίας, Αθήνα,  εκδ. Πολιτιστική Εταιρεία Πανόραμα
Ιντζές, Μ.,(2006) Ανατολικά της Χίου, Δυτικά της Σμύρνης,. Θεσσαλονίκη, Βάνιας,