Τα βίζιτα τ’ Άη-Βασιλειού


    Ανήμερα τ’ Άη-Βασιλειού, το πρωί, οι άντροι κι οι γριές ηπηαίνανε στην εκκλησά. Τότε, οι Βουρλιώτες έκρυβαν στην πουζού τους ένα κλειδί ή ένα καρφί ή ένα μικρό πέταλο, για να ‘ναι σιδερένιοι κι αυτή τη χρονιά. Οι γυναίκες ηπομένανε στο σπίτι, γιατίς ηστένανε τσουκάλι (μαγείρευαν). Τα παιδιά, μόλις ξεμπέρδευαν από τα ποδαρικά, έπαιζαν μανιωδώς διάφορα παιχνίδια με τους άφθονους ξηρούς καρπούς. Με τα καρύδια έπαιζαν το μπαίνει-βγαίνει, παρόμοιο με τους βώλους, ενώ με φουντούκια και τζεβλεπούδες (στραγάλια) έπαιζαν τον κατρακυλιστή. Τα κερδισμένα είχανε τσι μπουζούδες τως ξεχείλα αφ’ τα καρύδια και τ’ άλλα φρούτα.

    Τούτη τη μέρα οι Ερυθραιώτες φορούσαν οπωσδήποτε κάτι καινούργιο – κάρτσες, ρομπίτσες (φουστάνια), ποκάμισα, μαντίλια – για να’ ναι πλούσιος και διαρκώς με νέα αγαθά ο νέος χρόνος. Απόφευγαν τσι καβγάδες, τα ζαράρια (ζημιές), τσι γρίνες, τα κλιάματα, τα σουράτια (μούτρα) και τσι βρισές, τις κακές αναμνήσεις, τη δυσαρέσκεια, τους δανεισμούς, για να μην κυλήσει γεμάτη με τούτα τ’ ανεπιθύμητα στοιχεία η νέα χρονιά. Τέτοια χρονιάρα μέρα, κανείς δεν ήπρεπε να ‘ναι ακαγιάρωτος (ανάγωγος), μιζμίζης (κλαψιάρης), τζαναμπέτης, εντεψίζης (αναιδής), τζεριασμένος (μουτρωμένος), κακόκαρδος για μανισάρης (θυμωμένος), μόνε ούλοι ήπρεπε να μένουν άχολοι (πράοι), καλοβέσουλοι (καλοπροαίρετοι), γελαστοί, να ‘χουνε ντερπιέ (καλή συμπεριφορά) και καλή διάθεση.   

   Οι πόρτες των σπιτιών έμεναν ανοιχτές όλη τη μέρα, για να δεχτούν τσι βίζιτες εδικών και φίλων. Στη θαλπωρή του σπιτιού, πέρα από το στολισμό του, συντελούσε πάντα και το γεγονός ότι στη στια ή γωνοτζακιά μέρα νύχτα ηκαύγανε (έκαιγαν) ‘λίτικοι γιογκάδες (ελιοκούτσουρα) και πριναρόξυλα για το φόβο των καλκαντζάρω. Τ’ απόγευμα τ’ Άη-Βασιλειού, υπήρχε έντονη εορταστική κίνηση στους δρόμους. Οι Ερυθραιώτες με πίσηνα (επίσημα) ρούχα, είτε με τα ντόπια αμπασουάδικα σαρβάρια (την παλιά αρχοντική αντρική φορεσιά) και με τα σκολιανά πορκάκια (μεταξωτή ή μάλλινη γυναικεία φορεσιά) είτε με τα φράγκικα (ρούχα ευρωπαϊκής μόδας της εποχής 1900), αρκινούσανε τα βίζιτα και τα χαιρέτια σε συγγενικά και φιλικά σπίτια. Οι αθρώποι δε γιορτάζαν μόνε συνατοί τους (συναμεταξύ τους), σαν τα Χρουστούγεννα, μα ηγοντίρανε (χαίρονταν) τσι γιορτάδες μ’ ούλο το χωριό, ημπεγιντούσανε (καλοδέχονταν) τσι μουσαφίρηδοι και τσι τρατέρνανε για (ή) ρακί με μεζελίκια για (ή) σερμπέτια (ηδύποτα) με γλυκά, ό,τι είχενε το τραπέζι τως. Τότες ηδιαλέανε τα τζοβενάκια (παλικαράκια) κι οι γαμπροί τσι φαντίνες (κόρες της παντρειάς) που τσ’ ησφαντούσανε (τους εντυπωσίαζαν). Μοναχά οι χλιμμένοι είχανε κατάκλειστα –σκοτίδι και πισσίδι το σπίτι ντως!– και δεν ηδεχούντανε βίζιτες.

    Πολύ χαρακτηριστικό και… μελωδικό είναι το αντέτι της Δυτ. Ερυθραίας να καλαντρίζουν τον Άη-Βασίλη με ούλα του τα παίνια (παινέματα) στα σπίτια, όπου έκαναν βίζιτα, άντρες και γυναίκες, μικροί και μεγάλοι, ανήμερα την Πρωτοχρονιά και την επόμενη μέρα. Τον ήλεαν αλάκερο, δηλαδή τραγουδούσαν χωρίς περικοπές όλους τους στίχους των καλάντων (από 50 ως 70 στίχοι στις διάφορες παραλλαγές), και πολύ το στιμάρανε (εκτιμούσαν) ετούτοδάκι. 

    Τη δεύτερη μέρα τ’ Άη-Βασιλειού είχαν την τιμητική τους οι γυναίκες. Ξαγκουσεμένες (απαλλαγμένες) αφ’ τσι πολλές δουλειές, αρκινεύγανε τσι βίζιτες αφ’ το πρωί κι ητελεύγανε το βράδυ. Στο Ρεΐσντερέ οι γυναίκες φορτώνονταν όσο πιο βαριές πέτρες μπορούσαν κι επισκέπτονταν τα σπίτια με την ευχή «χρόνια πολλά και το βάρος μου μάλαμα!».

    Όπως ανήμερα τα Χρουστούεννα, έτσιδα κι ανήμερα τ’ Άη-Βασιλειού παντού ήκουες να χαιρετούνε αφ’ την πρωινιά ίσαμε το μεσονύχτι, λέοντας μόνε «καλημέρα ούλη μέρα!» για «καλημέρα και του χρόνου!».