Οι λίρες του πασά



    Μια φορά κι έναν καιρό, πολλά χρόνια πέρασαν, ήτονε ένας Τούρκος πασάς με πλάκα τα γαλόνια. Ήτονε πλούσιος πασάς στης Μαγνεσιάς* τα μέρη και γιο του είχε τον Ατάρ, που έμενε εδωνά* στου Στραβολαίμη το δίπατο, το ξύλινο, κάτω απ’ την πλατέα, στο δρόμο για τ’ Αναβρυτά, άμα ο Κεμάλ τον έδιωξε απ’ την Τουρκιά. Τούτο να*, που θα σας ειπώ απόψε, μου το ‘χε ειπωμένο η θεια-Λένη του Δαμιανού, που και κείνη το ‘χε απ’ τη γιαγιά της ακουσμένο. Της το ‘χε πει ο Ατάρ, που γένηκε στον πλούσιο μπαμπά του.
    Αυτός ο πασάς, μάτια μου, καλός άνθρωπος ήτονε και καλούς ανθρώπους αναζητούσε. Ήθελε όμως στην περιοχή του να μάθει ποιοι ‘ναι καλοί και ποιοι ‘ναι σκάρτοι, ψεύτες, κατεργαραίοι και μπαμπέσηδες. Το λοιπόν, ένα τόπι με μάλαμα έφτιαξε και έβαλε το ντελάλη να φωνάξει ότι όποιος ψέμα πει που να το πιστέψει, χάρισμα το τόπι θα του δώκει, έτσι για χάζι.

    Ο κόσμος τότενες ανάστα γένηκε. Ποιος το μαλαματένιο τόπι θα πάρει και το βάσανο της ζήσης του θα λύσει; Τι ξεκίνησαν από την Ερυθραία*, τη Σμύρνη, τι απ’ τα Βουρλά*, τ’ Αλάτσατα*, το Γκιούλμπαξέ*, την Πέργαμο, ολούθε. Ένας, λοιπόν, που έφταξε απ’ τση Μαιλεμένης* τα μέρη, ώρες δρόμο μακριά, πάει στον πασά και τον λέει:
- Πασά μου, απ’ τα μέρη της Μαιλεμένης έρχουμαι. Εκεί, θα το’ μαθες, θαρρώ, πως φύτρωσε ένα μανιτάρι και στον ίσκιο του δυο χιλιάδες πρόβατα σταλίζουν κι άλλα τόσα γίδια, χώρια τα τσοπανόπουλα και οι τσοπαναραίοι.
Λοιπόν, ο πασάς φώναξε:
- Αμέ, και τούτο γένηκε, το έμαθα, πώς όχι; Άλλος, άλλος να ‘ρθει κι ας είναι κι αυτός από το Κουκουνάρθι*.
    Έτσι, πολλοί πέρασαν, άλλος τούτο, άλλος τ’ άλλο, τι κοντό και τι μεγάλο. Ψέματα να ‘βλεπες! Να! Με το φικυάρι! Μα το πιο μεγάλο ένας το ‘πε, σαν πήγε, γιατί πολύ ταίριαζε, θαρρώ.
- Στης Μαγνεσιάς το μηχανουργείο μέσα, χίλιοι μαστόροι φτιάχνουνε ένα καζάνι κι όταν ο ένας βαράει, ο άλλος το χτύπο δεν ακούει! Τόσο μεγάλο είναι!
Και ο πασάς του είπε χαβαλετζίδικα:
- Ναι, κι εγώ το ‘χω ακουσμένο. Παραγγελιά, λέει, το κάμανε, για να βράσουν το μανιτάρι της Μαιλεμένης.
    Κι αυτό γένηκε. Πέρασαν τσούρμο αμέτρητοι κι άλλοι, κι άλλοι, μικροί και μεγάλοι.
    Τότενες, λοιπόν, ένας Ρωμιός τετραπέρατος, σπίρτο μονάχο σας λέω, απ’ τ’ Αλάτσατα, παίρνει δυο φίλους του -και κείνος τρεις- και πάνε στον πασά. Μαζί τους και δυο κιουπάκια πήλινα πήραν, απ’ αυτά που βάζουμε το πετιμέζι. Ε, αυτός τον άρχοντα έκανε, σαν μπρούκλης*, να πούμε. Κράταγε και το κομπολόι του με τις χοντρές χάντρες, για να φαίνεται σεβαστός και να του φέρει γούρι. Παγαίνουν με τεμενάδες, χαιρετάνε τον πασά και ο Ρωμιός τον λέει:
 -Ήρθαμε για να τελειώσει η δουλειά, που ‘χε παλιά αρχινίσει.
    Τότενες οι άλλοι δυο αφήνουν τα κιουπάκια χάμω.
 - Αφέντη πασά, τον λέει, θυμάσαι που είχατε πόλεμο με τη Ρουσία;
 - Θυμάμαι για, πώς δε θυμάμαι, ξεχνιούνται αυτά;
 - Ε, τότενες, πασά μου, να σε χαρώ -τον είπε μαλαγανιάρικα-, ήρτε ο μπαμπάς σου και δανείστηκε απ’ τον μπαμπά μου τούτα τα δυο κιουπάκια με λίρες. Αυτοί εδώ είναι χωριανοί μου και θα στο ομολογήσουν.
 - Ναι, ναι, πασά μου, ο Αλλάχ μάρτυράς μας! σκύβοντας οι άλλοι δύο είπαν.
 -Ήρτα να μου τις δώκεις πίσω.
Και ο πασάς νευριασμένος για τα δανεικά του ‘πε:
 -Αυτό κι αν είναι ψέμα! Και πού, ορέ, τις βρήκε ο μπαμπάς σου τις λίρες;
 - Σε πιθάρι, πασά μου, στο υπόγειο του σπιτιού μας, να σε χαρώ!
Ο πασάς κάτι μυρίστηκε, σούφρωσε τα χείλια του, στράφηκε στο Ρωμιό:
 - Τούτο κι αν είναι ψέμα, ορέ! είπε.
 -Αν είναι ψέμα, φέρ’ το τόπι, έκανε ο Ρωμιός.
 -Μα πάλε, ψιθύρισε ο πασάς, κι αν είναι αλήθεια; Ένας πόλεμος ανάγκες πολλές έχει.
Τότενες του απάντησε ο Ρωμιός:
 - Λοιπόν, γιόμισε με λίρες τα κιουπάκια, να τελειώσει, πασά μου, η δουλειά.
    Έτσι, πίστεψε ο πασάς το ψέμα του Ρωμιού. Ανακάθισε στο μιντέρι. Χτύπησε παλαμάκια, ήρθαν οι ορντινάντσες -οι υπηρέτες-, πήραν τα κιουπάκια, κατέβηκαν στο υπόγειο, που είχε τον κορβανά* του, κι από το μπεζαχτά* του μπάγκου γιόμισαν με λίρες τα κιουπάκια φίσκα.
    Και ο Ρωμιός, σαν οι ορντινάντσες τα φέρανε πίσω, τα πήρε με τους φίλους του και όπου φύγει-φύγει, μπουχός γένηκαν! Γιατί φοβήθηκαν μήπως αλλάξει γνώμη ο πασάς. Ο Τούρκος μπέσα δεν έχει.

    Θυμάμαι σαν τώρα την κουβέντα, όπως την είχα ακούσει απ’ τη θεια-Λένη, που έκαναν στο τούρκικα. Ο πασάς στην αρχή βουρλίστηκε* και στο Ρωμιό είπε:
 - Γιαλάν (ψέματα)!
Κι εκείνος:
 - Βερ τοπού (δώσε το τόπι)!
 - Σαΐ (αλήθεια);
- Ντόλντουρ κιουπού (γιόμισε τα κιούπια)!

    Έτσι ο Ρωμιός απ’ τ’ Αλάτσατα πήρε το μαλαματένιο τόπι και τις λίρες του πασά με τους χωριανούς του, έδωκε σ’ αυτούς το ξάι* τους. Μάθαμε πως απ’ εκεί έφυγε για την Ελλάδα. Αγόρασε μεγάλα χτήματα στην Ξάνθη. Φύτεψε καπνά, έχτισε φάμπρικα κι άλλη κι άλλη φάμπρικα στην Ελλάδα, δούλεψε κόσμος, έφαγε ψωμί κοντά του.
     Κι έζησε αυτός καλά με τα καλά του κι εμείς εδώ καλύτερα με τα δικά μας.



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Μικρασιάτικο –γκιουλμπαξώτικο– παραμύθι που κατέγραψε στα χρόνια της νεότητάς του (1953) ο Μαρουσιώτης φιλόλογος Δημήτρης Μασούρης, με παραμυθά τον πενηντάχρονο τότε Γιώργο Πανταζή, αγρότη-εργάτη από τον Γκιούλμπαξέ της Ερυθραίας, ο οποίος διέμενε σαν πρόσφυγας στο Μαρούσι, κοντά σε πάμπολλους συμπατριώτες του που εγκαταστάθηκαν στα Μελίσσια. Ο καταγραφέας διατήρησε, όσο ήταν δυνατό, το γλωσσικό ιδίωμα της ιωνικής γενέτειρας του παραμυθά με το απέραντο θυμητικό, ο οποίος μετέφερε μετά το 1922 τα παραμύθια και τις παραδόσεις του τόπου του στο Μαρούσι.

Το παραμύθι δημοσιεύτηκε στην μαρουσιώτικη τοπική εφημερίδα Αμαρυσία στις 20 Δεκεμβρίου 2014.

Μαγνεσιά: η αρχαία ελληνική πόλη Μαγνησία του Σιπύλου (Μαγνησιά και Μανησά στα νεότερα χρόνια), 50 χλμ. β.ανατ. της Σμύρνης, κέντρο στρατιωτικό και οικονομικό των Τούρκων, με 60.000 κατοίκους ως το 1922, από τους οποίους 20.000 Έλληνες κι Αρμένιοι.
Εδωνά: εννοεί στο Μαρούσι. Αναβρυτά: τα γνωστά Ανάβρυτα μεταξύ Μαρουσιού και Κηφισιάς. Τούτο να: τούτο εδώ (το παραμύθι).
Ερυθραία είναι η ιωνική χερσόνησος απέναντι από τη Χίο, με συντριπτική πλειοψηφία Ελλήνων ως το 1922. Τα Βουρλά ήταν η πρωτεύουσα της Ερυθραίας και δεύτερη μεγαλύτερη πόλη των μικρασιατικών παραλίων μετά τη Σμύρνη, με 30.000 Έλληνες. Τα Αλάτσατα, πολύ κοντά στον Τσεσμέ, ήταν η τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Ερυθραίας, με 13.000 περίπου Έλληνες κατοίκους. Ο Γκιούλμπαξές ήταν το μεγαλύτερο, αμιγώς ελληνικό, χωριό των Βουρλών, με 2.500 Έλληνες.
Μαιλεμένη: αγροτική κωμόπολη της Αιολίδας, 30 χλμ. βορείως της Σμύρνης, στην πεδιάδα του Έρμου ποταμού, με 5.500 Έλληνες κι 6.500 Τούρκους κατοίκους.
Κουκουνάρθι: ίσως πρόκειται για αρβανίτικο τοπωνύμιο του Μαρουσιού. Μπρούκλης: πολύ πλούσιος (από το Μπρούκλιν της Ν. Υόρκης).
Κορβανάς: ταμείο, θησαυροφυλάκιο.
Μπεζαχτάς (τουρκ.): συρτάρι εισπράξεων, ταμείο
Βουρλίστηκε: εκνευρίστηκε, οργίστηκε.
Ξάι, αξάι: εδώ, το φιλοδώρημα, το ρεγάλο (βυζ. λέξη).

Θοδωρής Κοντάρας
φιλόλογος