Η Λαμπρή στη μικρασιατική Ερυθραία




Οι γιορτές του Πάσχα έχουν αναμφισβήτητα το πιο έντονο θρησκευτικό χρώμα από όλες τις ελληνικές γιορτές. Προηγείται η λιτή περίοδος προετοιμασίας, η Σαρακοστή, με τη νηστεία, τους Χαιρετισμούς, τον ψυχικό, ηθικό και σωματικό εξαγνισμό των ανθρώπων. Ουσιαστικά οι πασχαλινές γιορτές αρχίζουν από το Σάββατο του Λαζάρου και κορυφώνονται το Νιότριτο (Τρίτη της Διακαινησίμου) ή ακόμη και την Παρασκευή της Ζωοδόχου Πηγής, σε μερικά μέρη.

   Στη μικρασιατική Ερυθραία, όπως και σε όλους τους ελληνικούς τόπους, η Λαμπρή γιορταζόταν με ευλάβεια, κατάνυξη και μεγαλοπρέπεια, χωρίς άμετρες διασκεδάσεις. Τα ερυθραιώτικα έθιμα είναι πολλά και διάφορα, άλλα κοινά σε όλους τους Έλληνες και άλλα εντελώς τοπικά και μοναδικά. Πολλά από αυτά διατηρούνται ίσαμε σήμερα στους τόπους, όπου εγκαταστάθηκαν Ερυθραιώτες πρόσφυγες, επειδή συνδέονται άμεσα με τη θρησκεία.
 


  Το Λαζαροσαββάτο άρχιζαν στην Ερυθραία οι μεγάλες θρησκευτικές εκδηλώσεις, με επισκέψεις στα νεκροταφεία για τον καθαρισμό και το στολισμό των τάφων. Είναι μια προσπάθεια για ανάσταση και συμμετοχή των νεκρών στις τελετές, συνδεδεμένη με την ανάσταση του Λαζάρου. Τα παιδιά την ίδια μέρα τραγουδούσαν το ‘γκώμιο του Λαζάρου ή λαζαρικό (ένα είδος καλάντων), βαστώντας μια κούτσα (κούκλα) - ομοίωμα του σαβανωμένουΛαζάρου - και στεφάνια με πρασινάδες και μάηδοι (μεγάλες κίτρινες κι άσπρες μαργαρίτες του αγρού).





Ήρτ’ ο Λάζαρος, ήρταν τα Βάγια,

ήρτ’ η Κυριακή που τρών’ τα ψάρια.

- Πού ‘σουνε, Λάζαρε, πού ‘ν’ η φωνή σου,

που σ’ ηγύρευγε η μάνα κι η αδερφή σου;

- Ήμουνε στη γη βαθιά χωμένος

και με τσι νεκροί νεκρός κι αποθαμένος.

- Λάζαρέ μου, σαν τι είδες,

εις τον Άδη που ηπήες;

- Είδα τρόμοι κι είδα φόβοι,

είδα βάσανα και πόνοι.

Δώμουτε, καλέ, λίγο νεράκι,

να ξεπλύνω τση καρδιάς μου το φαρμάκι.




   Οι νοικοκιουρές ηδώνανε στα παιδάκια αβγά και τσι λαζάροι, ανθρωπόμορφα κουλουράκια, ζυμωμένα ειδικά για το παιδομάνι με ζάχαρη, λάδι και μαστίχι ή κανέλα.

   Σε μικρά ή απομονωμένα χωριά της Ερυθραίας, όπως π. χ. στο καραμπουρνιώτικο χωριό Μελί, το βράδυ του Λαζαροσαββάτου άναβαν τσι μεάλοι αφανοί (φωτιές) και τις πηδούσαν για το καλό ή τραγουδούσαν γύρω απ’ αυτές τροπάρια και τραγούδια βαγιάτικα και πασχαλινά με λυπητερό περιεχόμενο.

   Την Κυριακή του Βαγιού (ή τω Βαγιώ) όλοι πήγαιναν στην εκκλησία για τα Νύφια (ακολουθία του Νυμφίου) και έπαιρναν βαγιόκλαρα (δάφνες), που τα φυλούσαν στο κονοστάσι, γιατί πίστευαν πως έχουν θεραπευτικές και εξορκιστικές ιδιότητες. Καθιερωμένο φαγητό της ημέρας είναι τα ψάρια και οι σαλάτες.

   Το Μεγαλοβδόμαδο είναι περίοδος αυστηρής νηστείας, γενικών προετοιμασιών και καθημερινού εκκλησιασμού. Όλος ο κόσμος συμμετείχε ευλαβικά στις λειτρηγιές ή λουτουργιές, ενώ παιδιά με θορυβώδεις ρουκάνες γύριζαν περιστασιακά στους δρόμους των ερυθραιώτικων οικισμών τραγουδώντας ρυθμικά τραγουδάκια του τύπου:


Βάγια, Βάγια τω Βαγιώ,

τρώμε ψάρι και κολιό

και την άλλη Κυριακή

βάνω τ’ άσπρο μου βρακί

και σαρτώ στα δώματα,

πέφτουν τα παπλώματα,

τα ματζώνουν οι γριές

κάτου αφ’ τσι κουντουρουδιές.



Μεγάλη Δευτέρα – ο Χριστός στη μαχαίρα.

Μεγάλη Τρίτη – ο Χριστός εκρύφτη.

Μεγάλη Τετράδη – ο Χριστός εχάθη.

Μεγάλη Πέφτη – ο Χριστός ευρέθη.

Μεγάλη Παρασκευή – ο Χριστός στο καρφί.

Μεγάλο Σαββάτο – ο Χριστός στον τάφο

τη Λαμπρή την Κυριακή τρώμε το παχύ τ’ αρνί

μπαμ εδώ και μπουμ εκεί).





  Οι άνθρωποι τις μέρες αυτές ηβάνανε τα ντόλια (σκούρα ρούχα, ιδίως μαύρα), σε ένδειξη λύπης και πένθους. Στα σπίτια γίνονταν διαρμίσματα (συγυρίσματα), ασπρίσματα, μπουγάδες, ζυμώματα και γενικές ετοιμασίες για τη μεγάλη γιορτή. Τα βράδια όλοι συμμετείχαν ευλαβικά στις ακολουθίες, παρακολουθώντας συνειδητά την εξέλιξη του θείου δράματος. Οι γυναίκες τραγουδούσαν το μοιριολόι ή το καταλόι ή τον πόνο τση Παναγιάς, είτε στα σπίτια, κάνοντας δουλειές, είτε στην εκκλησία, σε ώρες εκτός ακολουθιών. Το ίδιο βέβαια γινόταν σε όλη τη διάρκεια της Σαρακοστής.



Τώρα ‘ν’ αγιά Σαρακοστή, τώρα ‘ν’ άγιες ήμερες,

που λουτουργούνε τσ’ εκκλησιές και ψέλνουν οι παπάδες

και λένε τ’ άγιος ο Θεός και τ’ άγιο το Βγαγγέλιο.

Όπου το ‘κούσει, σώζεται κι όπου το πει, αγιάζει

κι όπου το καλαφιγκριστεί, παράδεισο θα λάβει,

παράδεισο και λίβανο από τον Άη Τάφο.

Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,

σήμερα βάνανε βουλή οι άνομοι Οβραίοι,

οι άνομοι και τα σκυλιά, οι τρισκαταραμένοι.

Κάτου στα Γεροσέλυμα και στου Χριστού τον τόπο,

κάθετ’ η κερά-Δέσποινα μόνα και μοναχή τζης…




   Πρόκειται για ένα έξοχης ποιητικής τέχνης πολύστιχο δημοτικό τραγούδι με θρηνητικό ύφος, λυπητερή μελωδία και έντονη δραματικότητα, που είναι γνωστό σε εκατοντάδες παραλλαγές από όλο τον ελληνικό κόσμο, από την Τραπεζούντα και την Καππαδοκία μέχρι τη Ζάκυνθο και τη Καλαβρία κι από το Αργυρόκαστρο ή τη Φιλιππούπολη ίσαμε την Κάσο και την Κύπρο. Οι έξι ερυθραιώτικες παραλλαγές του μοιριολογιού (Σιβρισαριού, Βουρλών, Μελιού, Λυθριού, Αλατσάτων και Αγιά-Παρασκευής) είναι ανάμεσα στις πιο πλήρεις κι ενδιαφέρουσες. Το θρήνο αυτό τον τραγουδούσαν τη νύχτα της Μ. Παρασκευής κι εδώ, στη Νέα Ερυθραία, ηλικιωμένες γυναίκες ως τη δεκαετία του ’60 στην εκκλησία της Βαγγελίστρας, καθώς ξενυχτούσαν το ‘Πιτάφιο. Σήμερα τση Παναγιάς το μοιριολόι έχει πια ξεχαστεί εντελώς, ενώ σε άλλες προσφυγικές περιοχές ψάλλεται ακόμη (π.χ. Ν. Μελί, Ν. Πέραμος, Ν. Παλάτια).

 

   Το πρωί της Μεγ. Πέφτης ματαλαβαίνανε τα παιδιά και κορυφώνονταν οι δουλειές στα σπίτια. Οι νοικοκιουρές έπιαναν οπωσδήποτε προζύμι για τα λαμπρόψωμα κι έφτιαχναν τσουρέκια και κολλίκια με πολλά χάρτζα (κουλούρια με ζυμαρένια στολίδια κι αβγό). Χαρακτηριστικές είναι οι κορούνες των Βουρλών κι οι κουτσούνες των Αλατσάτων, ανθρωπόμορφα κουλούρια μ’ ένα αβγό στο κεφάλι. Την ίδια μέρα βάφονταν και τα κόκκινα αβγά. Το αβγό κρύβει μέσα του ζωή και συμβολίζει το θάνατο και την ανάσταση, γι’ αυτό συνδέεται δικαιωματικά με το Πάσχα. Τα αβγά βάφονταν με αγοραστή μπογιά, αλλά κυρίως με φυτικές ύλες, π.χ. κρομμυδόφυλλα, αμυγδαλόφυλλα, αλιζάρι (ερυθρόδανο), αλισάχνη (χένα). Δεν είχαν πάντα κατακόκκινο χρώμα, αλλά και καφετί ή κιτρινωπό. Τέτοια κίτρινα αβγά στα Αλάτσατα και στο Μελί τα έτρωγαν την Πρωτομαγιά, για να ‘ναι χρουσωμένος ο Μας. Στη Δυτ. Ερυθραία έβαφαν και περντικάβγουλα, για να τρατέρνουνε τα παιδάκια.

   Οι άντροι τη Μεάλη Πέφτη στσι καφενέδες ησταυρώνανε το φάντη, δηλαδή κάρφωναν στο ντουβάρι ένα τραπουλόχαρτο ή το κρεμούσανε από τη λάμπα, θέλοντας έτσι να στιγματίσουν το παράνομο κέρδος (τα 30 αργύρια του Ιγιούδα).

   Η Μ. Παρασκευή, η πιο κατανυκτική και σεβαστή μέρα του χρόνου, απαιτούσε αποχή από τις δουλειές. Δεν ηφροκαλούσανε, δεν ητσαταλίζανε, δεν ηράβανε, δε ριμπατεύανε, δεν ηκεντούσανε ούτε ηκαρφώνανε, συνδυάζοντας πολλές απ’ αυτές τις δουλειές με το κάρφωμα του Ιησού στο σταυρό. Η ατμόσφαιρα της μέρας αυτής είναι θλιβερή και μεγαλόπρεπα θρησκευτική. Αφ’ την πρωινιά τα κορίτσα ηματζεύανε πουλουδάκια αφ’ τσι μπαξέδες και τσι αρτάνες τω σπιτιώνε για το στόλισμα του ‘Πιτάφιου. Γαρούφαλα, αβιορέτες (νάρκισσοι), πασκαλιές, τριαντάφυλλα και μπονμπόνες, λαλάδες (τουλίπες), μανιτιές (βιολέτες), παρθενόκρινοι, πάπιες και μάηδοι περνιούνταν σε αρέστες (αρμαθιές) με μαεστρία και στόλιζαν το κουβούκλι του ‘Πιτάφιου.

   Η λιτανεία ήταν ιδιαίτερα συγκινητική. Συγκλονιστικά εγκώμια, ψαλμωδίες και θρήνοι για τον νεκρό Ιησού διαχέονταν σε όλους τους χριστιανικούς μαχαλάδες των 60 χωριών και πόλεων της Ερυθραίας. Απαραίτητο φυσικά το προσκύνημα του Επιταφίου και το πέρασμα κάτω από το κουβούκλιο. Σημαντικό ήταν και το έθιμο της πλειοδοσίας για το σήκωμα του ‘Πιτάφιου. Μπατούλιες (ομάδες) νέων ανδρών προσέφεραν μεγάλα ποσά στην εκκλησία, για να πάρουν το δικαίωμα της περιφοράς. Όποια μπατούλια έδινε τα περισσότερα, σήκωνε το ‘Πιτάφιο, το σταυρό, τις εικόνες και τα μπαργιάκια (λάβαρα) της εκκλησιάς. Το αντέτι αυτό είναι καθαρά μικρασιάτικο, γνωστό σε πολλά μέρη της Ανατολής (Καππαδοκία, χωριά του Μαιάνδρου, Βιθυνία, Αιολίδα κ.α.).

   Το βράδυ τση Μεάλης Παρασκευής το ‘Πιτάφιο ήβγαιν’ αφ’ την εκκλησιά. Μπροστά ηπηαίνανε τα μπαργιάκια, ο σταυρός με τ’ αγκαθένιο στέφανο κι οι παναγιές (εικόνες) κι απέ τα φανάρια κι οι ντόρτσες (μεγάλες λαμπάδες με πολλά κεριά). Του ‘κλουθούσανε αξαπίσω οι παπάδες κι οι ψάρτηδοι, οι κοτζαμπάσηδοι κι ο κόσμος, ο καθανείς με το ράγκο ντου (κοινωνική θέση).

   Η περιφορά γινόταν στους κεντρικούς δρόμους ή γύρω από το ναό, για το φόβο των Τούρκων, και στη διάρκειά της ψάλλονταν τα εγκώμια. Στις γειτονιές σχηματίζονταν σειρές γονατιστών ανθρώπων κάθε ηλικίας, για να περάσει από πάνω τους το ‘Πιτάφιο. Ήταν τάμα για κάθε καλό. Στην επιστροφή όλοι έπαιρναν ‘πιταφιοπούλουδα και κεριά, που τα θεωρούσαν αγιασμένα και τα χρησιμοποιούσαν για ξεμάτιασμα, εξορκισμούς, αρρώστιες και κατά της βασκανίας. Στο ναό απόμεναν μόνο οι ταμένοι και ηλικιωμένες γυναίκες που ξενυχτούσαν λέγοντας ψαλμωδίες, προσευχές και το μοιριολόι τση Παναγιάς.

   Κύρια φαγητά της Μ. Παρασκευής ήταν οι νερόβραστες φακές, που συμβόλιζαν τση Παναγιάς τα δάκρυα, τα μαρούλια και οι κουκόμυτες (βλαστοί φρέσκων κουκιών), όλα ανήλαδα και βουτηγμένα σε μπόλικο γλυκάδι (ξίδι), που να ‘ναι δυνατό, δραπέτσι, εις ανάμνησιν του όξους και της πίκρας που δοκίμασε ο Εσταυρωμένος. Επίσης όλοι οι Ερυθραιώτες κι οι Σμυρνιοί έπιναν αυτή τη θλιβερή μέρα το θιάσο ή διάσο, ένα ποτό καμωμένο από ρύζι, μύγδαλα και ποπονόσπορους, όλα πολτοποιημένα και βρασμένα με νερό, ζάχαρη και κανέλα. Το θιάσο τον ησερβέρνανε και στσι κηδείες, στο ξενύχτι του λείψανου.

   Το Μ. Σάββατο η ατμόσφαιρα είναι εντελώς διαφορετική. Επικρατεί κίνηση, φασαρία, ανεμπαμπούλα παντού. Γίνονται οι τελευταίες ετοιμασίες, ψούνια, σφαγές αρνιών και … γοεροί παιδικοί θρήνοι για τα σφαμμένα αρνάκια και ριφάκια ντως. Συχνά πυκνά ακούγονται κρουσουμιές και τσιφτεδιές (πυροβολισμοί), ανάκατες με χαρμόσυνες κωδωνοκρουσίες. Στους ναούς, κατά την πρώτη Ανάσταση, οι παπάδες, αλλά και το εκκλησίασμα, έκαναν μεγάλο πατιρντί (θόρυβο) και χτυπούσαν δυνατά ό,τι μπορούσε να κάνει θόρυβο (στασίδια, πόρτες κ.ά), κουνούσαν τους πολυελαίους και έραιναν με νεραντζόφυλλα τους πιστούς. Ενδεικτική του κλίματος η φράση ‘’ηγένηκε το ανάστα ο Κύριος!’’

   Σε μερικά ερυθραιώτικα χωριά, το βράδυ της Μ. Παρασκευής ή κυρίως το Μ. Σάββατο έκαιγαν τον Ιγιούδα, ένα ανδρείκελο παραγεμισμένο με άχερα, και τραγουδούσαν περιπαιχτικά ή υβριστικά στιχάκια για τους Εβραίους:

Οβριγιός πουλεί γυαλιά, λάμπες και φανάρια,

εμείς θα τόνε κάψομε απάν’ σε δυο κοντάρια.

Τσίκο, τσιτσίκο,

Οβραίο χαχαμίκο!

  


   Έντονος αντισημιτισμός επικρατούσε καθ’ όλη τη διάρκεια του Μεγαλοβδόμαδου. Οι μάνες μάζευαν τα παιδιά από τους δρόμους και δεν επιτρεπόταν να κάνουν πολύ θόρυβο γενικά, γιατί τους έλεγαν πως γυρνούνε στα σοκάκια οι Οβραίοι, παίρνουν τα παιδιά, τα βάζουν σ’ ένα βαρέλι με καρφιά και μετά πίνουν το αίμα τους ή τα κάνουνε κασέρι, δηλ. χρησιμοποιούν το αίμα τους στα άζυμα του δικού τους Πάσχα. Αυτή η παράδοση με το φοβέρισμα των παιδιών διατηρήθηκε και στη Ν. Ερυθραία ως τις αρχές του ‘70.

   Καθολική ήταν η συμμετοχή του κόσμου στην Ανάσταση. Από τις 10 η ώρα, ήβγαινε ο ζαγκότης (ντελάλης) κι ηχτύπαε με το σοπάκι (μπαστούνα) του τσι πόρτες, μηνώντας τσι Χριστιανοί να πάνε στην εκκλησιά ντως. Με το Χριστός Ανέστη κυριαρχούσε ξέφρενος εορταστικός τόνος: κρουσουμιές, στρακαστρούκες, φισέγκια και μπόμπες (βαρελότα) ηκρεπέρνανε (σκάγανε) στον ουρανό και παντού άκουες τσουκαρίσματα αβγών, φιλιά, ευχές, κωδωνοκρουσίες. Στους υπόδουλους Μικρασιάτες η μέρα συμβόλιζε και μιαν άλλη ανάσταση. Έβρισκαν την ευκαιρία να εκφράσουν θορυβωδώς τον άσβηστο πόθο για λευτεριά, αδιαφορώντας πλήρως για την παρουσία των επισήμων τουρκικών αρχών στη μεγάλη χριστιανική γιορτή.

   Μετά την εκκλησία έφερναν με τα λαμπροκέρια το άγιο φως στο σπίτι, έκαμαν σταυρούς στο ανώφλι της πόρτας, έβαζαν ένα κόκκινο αβγό στο κονοστάσι, που το διατηρούσαν ως το επόμενο Πάσχα, κι έτρωγαν σούπα αβγολέμονο ή τηγανητά τζιεράκια και σγαρδουμάκια (συκωτάκια κι εντόσθια), φρέσκες μουτζήθρες και τα τσουκαρισμένα αβγά. Η γνωστή σήμερα μαγειρίτσα ήταν εντελώς άγνωστη στους Ερυθραιώτες πριν από το ‘22.

 

   Η Λαμπρή μπορεί να μην είχε τον ξέφρενο γιορταστικό ρυθμό άλλων εορτών, αλλά ήταν η πιο επίσημη, η πιο λαμπρή μέρα του χρόνου, γιομάτη αγάπη και συμφιλίωση. Το πρωί πήγαιναν όλοι στην εκκλησία, φορώντας πίσηνα (επίσημα) ρούχα κι οπωσδήποτε κάτι καινούργιο, πρωτοφόρετο, για το καλό. Οι κοπέλες κι οι νέες γυναίκες έβαζαν μισοφούστανα, πορκάκια και μαντίλια με έντονο χρώμα, όπως άσπρο, τσικουδί, κόκκινο, ρουδί, κίτρινο, σε ένδειξη χαράς κι αγνότητας. Ακόμη και τον ίδιο το μήνα Απρίλη τον ονομάτιζαν Λαμπροφορεμένο ή Λαμπριάτη. Όλοι αλληλοσυγχωρούνταν, αντάλλασσαν ευχές κι έστηναν ζέφκια (γλέντια) και χορούς μέσα σε πανηγυρική ατμόσφαιρα.




Χριστός ανέστη, μάτια μου, έλα να φιληθούμε

κι από τα φύλλα τση καρδιάς να ξαναγαπηθούμε.

Όμορφη που ‘ναι η Λαμπρή κι όμορφα που γλεντούνε,

σαν έρκεται το Νιότριτο ίδι’ αετοί πετούνε.

Όμορφη που ‘ναι η Λαμπρή απ’ ούλες τσι σκολάδες,

που βγάνουν την ανάσταση μ’ ουλόχρουσες λαμπάδες.




   Το μοραΐτικο και ρουμελιώτικο έθιμο του σουβλιστού αρνιού ήταν επίσης εντελώς άγνωστο σε ολόκληρη τη Μικρασία, στο Αιγαίο και στα περισσότερα ελληνικά μέρη. Το λαμπριάτικο τραπέζι των Ερυθραιωτών ήταν σχετικά λιτό: αρνί στο φούρνο, απάνου στσι βέργες του κλημάτου, ή σπανίως μαγειρευτό (καπαμάς), σαλάτα, μουτζήθρες, αβγά, κρασί και λαμπροκούλουρα.

 

     Βασικά και χαρακτηριστικά έθιμα όχι μόνο της Ερυθραίας, αλλά και των ιωνικών παραλίων και των μικρασιατικών νησιών από την Ίμβρο μέχρι το Καστελόριζο είναι τα τσερκένια (οι χαρταετοί), οι κούνιες και το λέμπι. Οι κούνιες που πάνε από τη γη στον ουρανό συμβολίζουν από τα πανάρχαια κιόλας χρόνια την ανάσταση και την ανάταση των ψυχών. Τσι κούνιες τσι στέναμε σ’ ούλες τσι πασκαλινές σκόλες, το Νιότριτο, τ’ Άη-Γιωργιού, τση Πηγής, την Πρωτομαγιά, τση Μαλλιαρής (Αναλήψεως), και τση Γονατιστής (Πεντηκοστής) ίσαμε τσ’ Αγιά-Τριάδας, όπου ηβολευούμαστουν, στα δέντρα, σε κληματαριές, στσι αυλές, στην εξοχή. Ητραγουδούσαμε και τση κούνιας τα τραγούδια, την ώρα που ηλέμπαμε (κουνιόμασταν). Ήντανε πολύ ωραία!’


Σίδερο να ‘ναι το σκοινί κι ατσάλι το δοκάρι


και το σανίδι μάλαμα κι ούλο μαργαριτάρι.

Να ‘μουνε στη γης καρφίτσα,

ν’ αγκυλώνω τα κορίτσα.

Πάνω στην κούνια κάτσανε τέσσερα μαύρα μάτια,

τέσσερα φρύδια σα σπαθιά και δυο κορμιά ρηγάτα.

Να ‘μουνε στη γη τριφύλλι


και στο μπέτι σου μαντίλι.



   Τραγουδούσαν επίσης το Χριστός ανέστη, τροπάρια, πατριωτικά, ερωτικά ή σχολικά τραγούδια και τα χαρακτηριστικά τραγούδια Τση Βραιοπούλας που ηγένηκε Χριστιανή και το Στον Άδη θα κατέβω και στον παράδεισο.

   Το λέμπι γινόταν με την πανακωτή (πινακωτή των ψωμιών) ή άλλο πλατύ και γερό σανίδι, το οποίο έντυναν με ωραία κιλίμια. Κάθονταν πολλά κορίτσια, από δύο ως έξι, και στις άκρες δυο όρθια αγόρια κρατούσαν τα σκοινιά κι έδιναν ώθηση δεξιά κι αριστερά, όχι

μπρος-πίσω, όπως στις γνωστές κούνιες. Το έθιμο της κούνιας έχει αρχαία ιωνική - αττική καταγωγή και σχετίζεται με τις ελληνικές ανοιξιάτικες γιορτές.

   Εντελώς ιδιαίτερο έθιμο της Ερυθραίας, κυρίως στα Βουρλά, στη Δυτική Ερυθραία και στα καραμπουρνιώτικα χωριά, ήταν το Νιότριτο, η Τρίτη της Διακαινησίμου. Τη μέρα αυτή γίνονταν πάλι λιτανείες και υπαίθριες δοξολογίες, με επικεφαλής το μπαργιάκι της Ανάστασης, στολισμένο με πούλουδα, μπλίρες (ασημένιες ή χρυσές ταινίες) και μεταξωτά ρεπαντιά (κορδέλες). Αν σε κάποιο μέρος υπήρχαν περισσότερες από μία ενορίες, στις πλατείες ηγινούντανε το σμίξιμο τω μπαργιακιώ τση Ανάστασης και το πάλεμα, δηλαδή συναγωνισμός για το ποια ανάσταση θα σηκωθεί ψηλότερα. Στα Βουρλά και στον Τσεσμέ μάλιστα την τελετή παρακολουθούσε σύσσωμη η τουρκική εξουσία. Οι ιερείς διάβαζαν τα αναστάσιμα στα τούρκικα κι έψαλλαν πολυχρόνιο κι ευχές υπέρ του σουλτάνου και της αυτοκρατορίας, για προφανείς πολιτικούς λόγους.

   Τη Λαμπροδευτέρα και το Νιότριτο σχεδόν σε όλα τα μέρη της Ερυθραίας οι μουρμουρισμένοι κι οι φουμισμένοι άντροι (τα ξακουστά και τολμηρά παλικάρια) ηπαρακοστούσανε στο αβλάτι ή στη μίρα (συναγωνίζονταν στο σημάδι). Όποιος ηβλάντιζένε (σημάδευε) καλύτερα κι ήταν τόσο καλός ‘’που να ήκοβγε με την κουρσουμιά ντου την τρίχα απέ του ριφκιού το γένι’’, ήπαιρνε για ριγάλο ένα αρνί για ένα ρίφι, να το φά’ με τσι φίλοι του.

    

   Η γιορτή τ’ Άη-Γιωργιού, αν πέσει πριν από τη Λαμπρή, γιορτάζεται τη Λαμπροδευτέρα και ήταν πια διπλόσκολο (διπλή γιορτή). Τα μέρη που είχαν εκκλησιά του Αγίου οργάνωναν μεγάλα πανηγύρια, όπως στα Τσικούρια και στον Γκιούλμπαξε, όπου πρόσφεραν στους προσκυνητές το κεσκέκι, φαγητό με μπλιγούρι και κρέας ταύρου που έβραζε αποβραδίς σε μεγάλα καζάνια. Το αντέτι αυτό εξακολουθεί να τηρείται και σήμερα στα Μελίσσια, όπου έχουν εγκατασταθεί πολλοί Γκιουλμπαξώτες πρόσφυγες. Στα Βουρλά, όπου γιόρταζε η δεύτερη μεγάλη εκκλησία της πόλης, τελούνταν δοξολογία και πολυχρόνιο για τον βασιλιά Γεώργιο Α’ (1863-1913), με έντονο πατριωτικό χρώμα, υπό την ανοχή των οθωμανικών αρχών.

   Αυτές τις μέρες οι Ερυθραιώτες μαζεύανε και τ’ αγιωργίτικα πουλουδάκια, δηλ. το χαμομήλι, που θεωρούνταν ευλογημένο από τον Άγιο.

 

   Στην Ερυθραία ο κύκλος των εορτών του Πάσχα έκλεινε με το πανηγυράκι της Ζωοδόχου Πηγής του Λυθριού. Ο κόσμος αυτή τη μέρα πήγαινε να προσκυνήσει επίσης στα πολυάριθμα ξωκλήσια και στα αγιάσματα που υπήρχαν διάσπαρτα στις εξοχές, όμως χωρίς ιδιαίτερα ζέφκια και διασκεδάσεις.

   Το Σαββάτο και την Κυριακή του Θωμά λεφούσια Ερυθραιωτών που είχανε κάνει τάμα, ιδίως οι νιόπαντρες κι όσες ήθελαν να πιάσουν παιδί, μετέβαιναν με τα τρένα από τη Σμύρνη στη Μαγνησά, για να παρευρεθούν στο μέγιστο πανηγύρι της Ιωνίας και να προσκυνήσουν την Άγι’-Ανεστασία του Χορόσκιοϊ, που ήτανε πολύ θαματουργή και τήνε προσκυνούσανε ακόμας κι οι Τούρκοι, που την ηλέανε Καρακίζ και τση στέλνανε οκάδες τα τάματα.

  Θοδωρής Κοντάρας

ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ «Ν. Ερυθραία» ΤΟ ΠΑΣΧΑ ΤΟΥ ‘09