ΙΔΙΩΜΑΤΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΡΥΘΡΑΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΣΜΥΡΝΗ ΤΗΣ ΙΩΝΙΑΣ

 

ΙΔΙΩΜΑΤΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΡΥΘΡΑΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΣΜΥΡΝΗ ΤΗΣ ΙΩΝΙΑΣ

 

Επειδή τις προάλλες, με την αποστολή ενός μηνύματος για τη Σαμοθράκη, προέκυψε συζήτηση με μερικούς φίλους για την ιδιωματική ερυθραιώτικη έκφραση «Γιά ‘δε ένα ράστι», σκέφτηκα ότι καλό θα ήταν κάθε εβδομάδα -ή και πιο συχνά- να σας αποστέλλω μερικές ιδιωματικές λέξεις και οικογένειες λέξεων, που δεν τις λέμε πια ή ελάχιστοι τις χρησιμοποιούν. Αυτές όμως, πριν από πενήντα και περισσότερα χρόνια, ήταν στο στόμα των πατέρων και των παππούδων μας, καθώς όλοι τους μιλούσαν εκείνα τα γοητευτικά ιδιωματικά ελληνικά των πόλεων και των χωριών της Ιωνίας, με την τραγουδιστή προφορά και τον ανόθευτο ελληνικό λαϊκό λόγο, που συχνά ζήλευε ο Σεφέρης, όπως ομολογεί ο ίδιος. Και τότε κάθε άνθρωπος ήξερε να ξεχωρίζει τον συνομιλητή του από τον τρόπο που μιλούσε, αν ήταν δηλαδή συχωριανός του ή από άλλο κοντινό ή μακρινό χωριό κλπ., περίπου όπως εμείς διακρίνουμε τον Κύπριο από τον Κρητικό ή το Ρουμελιώτη από τον Επτανήσιο.

  

    Ας μη δυσανασχετήσουν κάποιοι «ελληνολάτρες», «ελληνομανείς» ή «τουρκοφάγοι» φίλοι μας με το γεγονός ότι πάρα πολλές από αυτές τις λέξεις προέρχονται από την τουρκική γλώσσα. Αυτά έχει η μακραίωνη συμβίωση, τι να κάνουμε; Είναι ένα αδιάκοπο αλισβερίσι σε κάθε τομέα της ζωής των ανθρώπων και έχει εξακριβωθεί πάντοτε μέσα στην ιστορία της ανθρωπότητας πως ο κατακτημένος παίρνει πολλά στοιχεία από τον κατακτητή του.

Το ίδιο συμβαίνει επίσης και με πάμπολλες λατινικής ή ιταλικής προέλευσης λέξεις, που μπήκαν στη γλώσσα μας είτε από την αρχαιότητα και τη βυζαντινή εποχή (κυρίως μέσω της διοίκησης) είτε σε νεότερα χρόνια (μέσω του εμπορίου και της ναυτιλίας). Για σκεφτείτε επί πόσους αιώνες ο Ελληνισμός ήταν υπόδουλος στους Οθωμανούς και στους Φράγκους (Ιταλούς κυρίως), και μάλιστα χωρίς παιδεία και μόρφωση.

   

     Όλη αυτή η γλωσσική ποικιλία των ιδιωμάτων και των διαλέκτων να έχετε υπόψη σας πως ομορφαίνει και πλουτίζει μια γλώσσα, την κάνει πιο εκφραστική και ευέλικτη. Εμείς οι Έλληνες πολύ συχνά κοροϊδεύουμε όσους μιλούν ιδιωματικά ή ντρεπόμαστε να μιλάμε τη γλώσσα του τόπου καταγωγής μας. Στην Ευρώπη όμως είναι εντελώς διαφορετικά τα πράγματα. Σε κάθε γωνιά της Ιταλίας, της Ισπανίας, της Γαλλίας και πολλών άλλων χωρών χρησιμοποιούν με μεγάλη υπερηφάνεια, πείσμα κι επιμονή τα τοπικά ιδιώματα και τις διαλέκτους κάθε επαρχίας, παρά την «κεντρική» εκπαίδευση που λαμβάνουν όλοι τους στην «επίσημη» γλώσσα κάθε χώρας.

     

     Αξίζει να προσέξουμε το πολύ χαρακτηριστικό φαινόμενο της ελληνοποίησης των ξένων λέξεων, οι οποίες δηλαδή παίρνουν απόλυτη ελληνική μορφή στη γραμματική και στη σύνταξη, παρόλο που έχουν ξένη ρίζα. Παράλληλα, παρατηρήστε πόσο άκριτα βάζουμε σήμερα στη γλώσσα μας τις αγγλικές λέξεις και εκφράσεις, σε σημείο απαράδεκτο, μέχρι και που τις κλίνουμε στην αγγλική! Π. χ. ακούμε καθημερινά τα ράπιντ τεστς, τα λοκ ντάουνς, οι ηλικίες 65 πλας κι άλλες τέτοιες αμέτρητες «αμερικανιές» της κακιάς ώρας, για τις οποίες κυρίως φταίνε οι ξενομανείς δημοσιογράφοι, που τις αναμασούν και τις μιμούνται ως καλοί πίθηκοι. Παλιότερα, ό,τι έμπαινε στη γλώσσα μας ανέκαθεν ελληνοποιούνταν: η πόρτα, η κασέτα, παρκάρω, το φόντο, το παντελόνι, κουράρω, ο ντολμάς, ο κεφτές, τα γάντια, η βερικοκιά, μπαϊλντίζω κλπ. κλπ. Έτσι, δεν ξεχώριζε εύκολα η ξένη προέλευση μιας λέξης, η οποία γινόταν αμέσως πιο … «εύπεπτη» στα ελληνικά και δεν ηχούσε στ’ αφτιά μας τόσο κακόηχη και βάρβαρη, όπως οι περισσότερες αγγλικές λέξεις (π.χ. σλίπινγκ μπαγκ, μπακ του μπακ κ. ά.).

 

     Σήμερα θα αρχίσουμε την… ιδιωματική μας περιπλάνηση από το γράμμα Ρ. Αν θέλετε, μπορείτε να μας ζητάτε να σας εξηγήσουμε κάποιες ιδιωματικές λέξεις που θυμάστε, αλλά δεν γνωρίζετε την ακριβή σημασία τους.

      Όλα τα λήμματα που σας αποστέλλουμε, προέρχονται από το υπό έκδοση γλωσσάριο της Ερυθραίας και της Σμύρνης, που έχω καταρτίσει εδώ και 40 σχεδόν χρόνια.  Οι περισσότερες εκφράσεις, τα δίστιχα, οι παροιμίες κλπ. που παραθέτω για τη χρήση μιας λέξης είναι όπως τις άκουσα «διά στόματος του λαού» ή όπως τις αντέγραψα από διάφορα βιβλία περί Ερυθραίας και Σμύρνης.

     Φυσικά, όλες οι λέξεις δεν είναι αποκλειστικά ερυθραιώτικες ή σμυρναίικες. Ναι μεν τις συναντάμε σ’ εκείνα τα μέρη, αλλ’ όμως τις χρησιμοποιούσαν και σε διάφορα μέρη της Δυτικής Μικρασίας, των μικρασιατικών ή άλλων νησιών και της Παλαιάς Ελλάδας.

   Όπου μια λέξη χρησιμοποιούνταν σ’ έναν και μόνο τόπο, αυτό θα σημειώνεται.

 

 Θοδωρής Κοντάρας

Πρωταπριλιά του 2021

 

 

1. ράστι, το (τουρ. rast): σύμπτωση, συγκυρία.

Δεν ήρχενε ακόμα το ράστι του.

Γιά ‘δε ένα ράστι, και τα πέρσι τέτοια μέρα ήτονε βροχάρης!

Τόσα χρόνια, δεν ήφερε το ράστι να σε δω.

Εγίνη ράστι κι εκαζάντισε τσι πολλοί παράδες του στο τζόγο.

Φεγγάρι μου πανσέληνο, που πας τη ράχη ράχη,

             χαιρέτα την αγάπη μου, όπου τα φέρει ράστι.  (Μελί Ερυθραίας)

 

2. ραστίκι, το (τουρκ. rastık): καλλυντικό για το μαύρο βάψιμο συνήθως φρυδιών και βλεφαρίδων και σπανιότερα μαλλιών, με βάση το θειούχο αντιμόνιο. Ήταν παρόμοιο με το σουρμέ (μάτια σουρμελίδικα: βαμμένα μαύρα).

Είχε ραστικωμένα γλέφαρα.

ραστικωμένη, η: γυναίκα μακιγιαρισμένη, καλλωπισμένη. Λέγεται και για τους άντρες, κατά τις Απόκριες.

Μου ήρτανε ούλος ο σισελές τως κουδουνάτοι, ραστικωμένοι σαν τσι ρουσπούδες κι ανεγνώριστοι!

 

3. ραχάτι, ραχατλίκι, το (τουρκ. rahat): 1. εφησυχασμός, ανάπαυση, άνεση, ξεκούραση, ησυχία, ξάπλα. Συνώνυμα ιδιωματικά: πάσο, χουζούρι, στασό, ριποζό.

Είναι του ραχατιού αθρώποι, δεν ξυπνούνε πρωί.

Δούλευε με το ραχάτι σου και μη χολοσκάς, γιατί ούλα θε’ να γενούνε στην ώρα ντως.

2. Μτφ. τεμπελιά, νωθρότητα, απραξία.

Αφήτε το ραχατλίκι και προματζευτείτε να μαερέψομε κάνα φαΐ.

Ραχάτι δεν έχει κι ένα γκερεμέ πολεμά.

ραχατεύ(γ)ω, ραχατί(τ)ζω: τεμπελιάζω, επαναπαύομαι, εφησυχάζω, ξεκουράζομαι. Συνώνυμα ιδιωματικά: απορηχαίνω, χουζουρεύω, ριποζάρω, πολλοχάνω.

Ούλη μέρα ραχατεύγει κι από δουλειά, άι μεντέτ!

Μη ραχατίτζετε αυτού μέσα, γιατίς η δουλειά μας δε βοδώνει με δυο χέρια μοναχά.

ραχατλής, ραχατλού, ραχατλίδικο ή ραχατλούδικο και ραχατλίδικος, ραχατλίδικια, ραχατλίδικο: 1. εφησυχασμένος, γαλήνιος, ήρεμος, ξένοιαστος, άνετος, χαλαρός.

Άφες την, έτσιδα που ‘ναι ραχατλού, ν’ απορηχάνει λι’άκι.

Εκειδανά μάς ησερβέρνανε κάτι ραχατλίδικοι καφέδες, που τσι θυμούμαι ακόμας! Ραχατλίδικια δουλειά και με παράδες μπόλικοι.

2. τεμπέλης, τεμπέλικος, μαλθακός, νωθρός.

Την Κεριακή θέλει να ‘ναι ραχατλής ούλη τη μέρα.

ραχατλίδικα (επίρ.): χαλαρά, άνετα, ξένοιαστα, τεμπέλικα, ξεκούραστα. Ηκάτσανε ραχατλίδικα στο μουντεράκι, να πιούνε τον καφέ ντως και να κουσελέψουνε κομμάτι.

ραχάτ-λουκούμι, το (τουρκ. rahat lokum): είδος λουκουμιού.

 

 

4. ρέγομαι, ρέομαι: ορέγομαι, επιθυμώ, λαχταρώ. Συνώνυμα ιδιωματικά:  λιμπίζομαι, σοροπιάζω.

Ρέομαι να ξανοίω τη θάλασσα αφ’ το παναθύρι μου.

Ψήσε λόπια που τα ρέχτηκα.

Πουλιά στιφάδο ερεχτήκασιν.

Ερέουτο να θωρεί τσι βάρκες στο γιαλό.

Ηρέχτουμου ό,τι πουλούσανε τα μαγαζά.

Είντα ρέχτης, αγορίνα μου;

Τα ψάρια καθόλου δεν τα ρέγεται.

 

Παιδικό τραγουδάκι της Ερυθραίας:

Τα παιδιά δε δέρνουνται,

μόνου χάδια ρέουνται.

 

Αλατσατιανό δίστιχο της Αποκριάς:

Ρέομαι να σε ξανοίω, άμα κάθεσαι στ’ αγγειό,

που σφυρίζει το πουτί σου σαν παπόρι γαλλικό.

 

 

5. ρέζιγος, ρέζικος, ρέζιος, ρέζεγος, ρέτζεγος - ρέζιγια ή ρέζιγη κλπ., - ρέζιγο κλπ. και ρέζεος, ρέζεη, ρέζεο (από το ιταλ. rischio: κίνδυνος, ρίσκο): επικίνδυνος, επισφαλής, ασταθής, Συνώνυμο ιδιωματικό: πίζουλος.

Ρέζιγος μουστερής, ρέτζεγη δουλειά, ρέζικο πράμα.

Έκφραση τα βρίσκω ρέζεγα: δυσκολεύομαι, τα βρίσκω σκούρα, κινδυνεύω.

 

ρεζιγάρω, ρεζεγάρω, ρετζεγάρω (ιταλ. rischiare): διακινδυνεύω, ρισκάρω. Ρετζεγάρεις τσι παράδες σου μ’ ευτές τσι δουλειές που αρκίνησες.

Ρεζιγάρισε τη βάρκα ντως, αλλά ξαπίσω στη Χιο ήφταξένε.

 

 

ΜΗΝΥΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ

Δεύτερη παράθεση ιδιωματικών ερυθραιώτικων και σμυρναίικων λέξεων και εκφράσεων. Στο σημερινό μήνυμα περιλαμβάνονται τρεις λέξεις που μας ζητήσατε και άλλες που υπήρχαν στα γλωσσικά παραδείγματα του πρώτου μηνύματος. Μ’ εκείνες δεν τελειώσαμε ακόμη.

     Όπως έχω ήδη σημειώσει στο πρώτο μήνυμα αυτής της … «γλωσσικής σειράς», όλα τα λήμματα που σας αποστέλλω, προέρχονται από το υπό έκδοση γλωσσάριο της Ερυθραίας και της Σμύρνης, που έχω καταρτίσει εδώ και 40 σχεδόν χρόνια, χωρίς να έχει τελειωμό. Οι περισσότερες εκφράσεις, τα δίστιχα, οι παροιμίες κλπ. που παραθέτω για τη χρήση μιας λέξης είναι όπως τις άκουσα «διά στόματος του λαού» ή όπως τις αντέγραψα από διάφορα βιβλία περί Ερυθραίας και Σμύρνης.

    Αν θέλετε, μπορείτε να μας ζητάτε να σας εξηγήσουμε κάποιες ιδιωματικές λέξεις που θυμάστε, αλλά δεν γνωρίζετε την ακριβή σημασία τους. Επίσης μπορείτε να μας αποστείλετε ιδιωματικές σμυρναίικες ή ερυθραιώτικες λέξεις που γνωρίζετε εσείς. Αν δεν τις έχω ήδη καταγράψει, θα προστεθούν κι αυτές στο γλωσσάριο, για να το εμπλουτίσουν.

 Θοδωρής Κοντάρας

3       Απριλίου 2021

 

 

1. αρινιάζω, αρνιάζω, ερινιάζω, ορνιάζω, ρινιάζω (από το αρχ. ελληνικό ερινάζω): κρεμώ ορνιούς (ερινιούς, αρνιούς) στις συκιές, για να δέσουν τα σύκα. 

Πότε θε’ να ρινιάσετε; Ηρινιάσαμε απ’ τα προψές.

άρνιασμα, ερίνιασμα, όρνιασμα, ρίνιασμα, το: η τοποθέτηση των ορνιών στη συκιά για γονιμοποίηση. Περνούσαν καμιά τριανταριά αρνιούς σ’ ένα σύρμα ή σε σπάγκο και τους κρεμούσαν στις συκιές. Σ’ αυτούς μπαινόβγαιναν τα έντομα και έπειτα πήγαιναν στα κανονικά σύκα και τα γονιμοποιούσαν.

αρνιά, ερινιά, ορνιά, η (αρχ. ελλ. ερινεός): αγριοσυκιά, «αρσενική» συκιά που κάνει ορνιούς.

αρνιός, αρνός, ερινιός, ερινός, ορνιός, ορνός, ο: άγριο σύκο, «αρσενικό» σύκο, που δεν ωριμάζει ως φρούτο. Σ’ αυτό πηγαίνει ένα ειδικό έντομο, το οποίο μετά γονιμοποιεί τους καρπούς στις «θηλυκές» συκιές και δένουν τα σύκα. Με ορνούς γίνεται και το καλύτερο γλυκό του κουταλιού συκαλάκι.

Άμα δε βάνεις ορνιοί, η συκιά δεν ποτάζει σύκο.

Μου ‘φερε αρνιοί για να τσι ψήσω γλυκό.

Ρινιαστής, ο: επίθετο του Ιούνη, επειδή τότε ρινιάζουν τα σύκα.

Στσι πέντε του Ρινιαστή θε’ να φύει για την Πόλη.

 

 

ΜΗΝΥΜΑ ΤΡΙΤΟ

Συνεχίζουμε την παράθεση ιδιωματικών ερυθραιώτικων και σμυρναίικων λέξεων και εκφράσεων. Στο σημερινό μήνυμα περιλαμβάνονται λέξεις που μας ζητήσατε, μια έκφραση που μας αποστείλατε και πολλές άλλες λέξεις που υπήρχαν στα γλωσσικά παραδείγματα του πρώτου και δεύτερου μηνύματος. Μ’ εκείνες δεν τελειώσαμε ακόμη.

     Όπως έχω ήδη σημειώσει στο πρώτο μήνυμα αυτής της … γλωσσικής σειράς, όλα τα λήμματα που σας αποστέλλω, προέρχονται από το υπό έκδοση γλωσσάριο της Ερυθραίας και της Σμύρνης, που έχω καταρτίσει εδώ και 40 σχεδόν χρόνια, χωρίς να έχει τελειωμό. Οι περισσότερες εκφράσεις, τα δίστιχα, οι παροιμίες κλπ. που παραθέτω για τη χρήση μιας λέξης είναι όπως τις άκουσα «διά στόματος του λαού» ή όπως τις αντέγραψα από διάφορα βιβλία περί Ερυθραίας και Σμύρνης.

    Αν θέλετε, μπορείτε να μας ζητάτε να σας εξηγήσουμε κάποιες ιδιωματικές λέξεις που θυμάστε, αλλά δεν γνωρίζετε την ακριβή σημασία τους. Επίσης μπορείτε να μας αποστείλετε ιδιωματικές σμυρναίικες ή ερυθραιώτικες λέξεις που γνωρίζετε εσείς. Αν δεν τις έχω ήδη καταγράψει, θα προστεθούν κι αυτές στο γλωσσάριο, για να το εμπλουτίσουν.

 Θοδωρής Κοντάρας

7 Απριλίου 2021

 

 

1. Στην οικογένεια λέξεων του ρήματος ρινιάζω ανήκει και το επίθετο αρίνιαστη και η έκφραση συκιά αρίνιαστη, η οποία μεταφορικά, όπως μας εξήγησε η αναγνώστρια Α. Σπ., υποδηλώνει τη νωθρή, άπραγη, άπειρη και ωμή γυναίκα, που δεν τα καταφέρνει στις δουλειές.

 

2. Σχετικά με τον ρηματικό τύπο ρέχτης, που μας επισήμανε κάποιος, εξηγώ πως αυτό είναι το β’ ενικό αορίστου του ρήματος ρέγομαι / ρέομαι στα ιδιώματα της Δυτ. Ερυθραίας (Λυθρί, Μελί, Κιόστε κλπ.). Αόρ. ρέχτην, ρέχτης, ρέχτη (αρχαία ελλ. ορέχθην, ορέχθης, ορέχθη…).

     Ξέχασα να σας γράψω και την πασίγνωστη στους Ερυθραιώτες παροιμία «γριά στο μεσοχείμωνο αγγούρι ερέχτη», που λέγεται πάντα, όταν κάποιος ζητά παράκαιρα και εκτός χρόνου πράγματα. Είναι ακριβώς ο αντίποδας της παροιμίας «Κάθε πράμα στον καιρό του…»

 

3. άι μεντέτ, άι μεντετάι (ίσως από το τουρκ. medet, imdat: βοήθεια): επιρρηματική έκφραση που σημαίνει δε βαριέσαι! Στα κομμάτια! Ας λείπει!

Άι μεντέτ, ήσπασε κι αυτό.

Βρε, άι μεντετάι κι εσέ και το καλό σου!

Άι μεντέτ κι η λάτρα καθημερνίς, ηντούσντισα πια!

Ούλη μέρα ήμπλεκα κι άι μεντέτ, ήρκα να ξεβαρεθούμε λι’άκι.

 

4. αϊντά, αϊντέ (επιφ.): επιτατικό άιντε, πωπώ. Συνώνυμο ιδιωμ.: ηγού.

Αϊντά, πώς ηκατήντησες έτσιδας, μωρ’ συ, κόρη μου!

Αϊντέ, άστε να ξυπνήσουνε, ηνύχτωσε κιόλας!

 

5. βγοδώνω, βοδώνω (αρχ. ελλ. ευοδώ): ευοδώνω, προοδεύω, προκόβω, ανταποκρίνομαι, επισπεύδω, επιταχύνω. (ουδεμία σχέση με … βόδια!).

Συνώνυμο ιδιωμ.: γεραντίζω.

Βγόδωνε τη δουλειά σου κι άφες τα λόγια!

Τα βοδώσανε στα προξενιά.

Βγοδωμένες δουλειές.

Ευχή: Ούλα βοδωμένα να ‘ναι!

Μπλέκει έναν γκερεμέ, μα κείνο το τζιλεδάκι δε βγοδώνει.

Βάνε κι εσύ ένα χεράκι να βοδώσομε.

Ήρκαμε να σου ματαπιάσομε κομμάτι, να βγοδώσεις πια.

 

5. καζάντια, τα και καζάντισμα, το (τουρκ. kazanç): κέρδος, οικονομική προκοπή ή ωφέλεια, απολαυές, πλούτος, περιουσία.

Συνώνυμα ιδιωματικά: το βιος, το έχει, κιάρι, ιράτι.

Τα ‘δαμε και τουτουνού τα καζάντια του, που μήτε σπίτι δεν έχει να κάτσουνε!

Είναι καλή δουλειά κι έχει καζάντισμα, να μην την αφήκεις.

καζαντίζω, καζαντώ (τουρκ. ρήμα kazanmak): πλουτίζω, κερδίζω, αποχτώ, προσπορίζομαι, πετυχαίνω οικονομικά. Συνώνυμο ιδιωμ.: πλουταίνω.

Απ’ ούλες τσι δουλειές ηκάνανε οι πρόσφυγοι για να ζήσουνε και να καζαντίσουνε.

Ήλειπε χρόνια στην Αμερική κ’ ήρτε καζαντισμένος.

Δεν καζαντείς μοναχά με την πούληση τω λεμπλεμπιώ.

 

6. μουστερής, μουστερίδισσα και μουστερίνα (τουρκ. müşteri): α) πελάτης, -ισσα, αγοραστής, -τρια.

Στο μαγατζί του πουλά ταζέδικα πράματα και πλακώνουνε αφ’ την πρωινιά οι μουστερήδες.

Ήκανε λωλάδες και γκεβεζελίκια με τσι μουστερίδισσες όποτες ηπερνούσε από το μαχαλά μας.

β) θαμώνας, υποψήφιος, -α.

Έχεις και κόρην όμορφη, μα μουστερήδες δε γλέπω!

Ηγένηκε μουστερής τση εφορίας με τα τόσα χρέητα.

 

μουστεριλίκι, μουστερλίκι, το: η πελατεία, το αγοραστικό κοινό.

Ήχασε το μουστεριλίκι του με τα γινάτια και τη τζαναμπετιά του.

 

7. μιντέρι, μεντέρι, μουντέρι, το (τουρκ. minder): α) χτιστός ή ξύλινος σταθερός καναπές, είδος ανάκλιντρου, ντιβάνι.

Ένα γύρο στα τζαμλίκια είχε μιντέρια στρωμένα με κιλιμάκια.

Μωρ’ συ, κάτσε ‘δωνά στο μουντεράκι, να τα πούμε κομμάτι.

β) λεπτό υπόστρωμα σε καναπέδες, καθίσματα και σοφαλίκια, γεμισμένο με άχερα ή μαλλιά.

Ήπεσένε στο μεντέρι, να ντόνε πάρει κομμάτι.

 

μιντερένιος, μεντερένιος, μουντερένιος, -α, -ο: παραγεμισμένος με άχερα, όπως το μιντέρι. Μιντερένιος καναπές, μιντερένια χαμαλίκα, μιντερένιο μαξελάρι.

 

8. σισελές, σινσελές, σισιλές, ο (τουρκ silsile: ακολουθία, δυναστεία): είδος, ομάδα, γένος, σόι, ομοταξία, φάρα. Συνώνυμο ιδιωμ.: ταράφι. Η λέξη λέγεται πάντοτε υποτιμητικά, με μειωτική σημασία.

Ηπήαμε στση Στασώς κ’ ήντανε ματζεμένος ‘κειδά ούλος ο σισελές.

Είντα γύρευγες, μωρή αλαούτα, μέσα σε κείνονα το σισιλέ;

Να πάρ’ ο διάλος το σινσελέ τως!

Γαμώ το σισιλέ σας!

 

9. σουρμές, ο και σουρμέ, το (τουρκ. sürme): μαύρη μπογιά με βάση το αντιμόνιο, για το βάψιμο των βλεφαρίδων και των φρυδιών, σκιά ματιών. Συνώνυμα ιδιωματικά: ραστίκι, κηκίδι.

Ούλο πούντρες και σουρμέδες βάνει, η φτιασιδού!

Τα μάτια σου σουρμέ ‘χουνε,

                          παλαβωμένο μ’ έχουνε. (Κάτω Παναγιά)

 

Μαριγώ, στο παραθύρι βάφεις φρύδια με σουρμέ,

             ήθελα να τα φιλήσω κι ας πληρώσω τζερεμέ. (Μελί)

 

σουρμελής, σουρμελού, σουρμελίδικο (τουρκ. sürmeli: με βαμμένα μάτια): μαυρομάτης. Μτφ. άνθρωπος με ωραία μάτια, «ζωγραφιστά».

σουρμελίδικος, -ια, -ο: βαμμένος με σουρμέ, ολόμαυρος.

Γιά ‘δε κάτι μάτια σουρμελίδικα!

Είχενε μια γίδα σουρμελίδικια.

Μάτια μου σουρμελίδικα, πού τό ‘βρατε το νάζι,

                    σε ποιο μπαξέ θε’ νά βρω ‘γώ πούλουδο να σας μοιάζει! (Αλάτσατα)

 

10. στασό, το: α) παύση, στάση, σταμάτημα, διάλειμμα.

Κάμε και κομμάτι στασό, βρε ταμαχιάρη!

β) εφησυχασμός, ανάπαυση.

Συνώνυμα ιδιωματικά: αναπαμός, ραχάτι, ρεποσό, ριποζό.

Τα παιδιά στασό δεν έχουνε, μόνε αδειάν ώρα κουτουρντίζουνε.

 

11. ποτάζω, ποτάσσω, αποτά(τ)ζω (αρχ. ελλ. αποτάσσω): αποκτώ, κερδίζω, απολαμβάνω, κατέχω, επιτυγχάνω. Μτφ. διατηρώ σε καλή κατάσταση.

Κοίτα, βρε γιε μου, να ποτάξεις τα γράμματα, να γένεις άθρωπος!

Του Αβράμ και του Ισάκ τα καλά να ποτάξετε!

Καλέ κόρη, ξάνοιε ν’ αποτάξεις έναν άντρα καλόνε!

Χαρά ποτές του δεν επόταξε.

Δεν ποτάζει ρούχο, μόνε ούλα τα καταλεί.

‘Εν αποτάτζουσιν παπούτσι, καλήν ώρα νά ‘χουσιν!

 

12. πίζουλος, πίζουλη, πίζουλο (αρχ. ελλ. επίζηλος): επισφαλής, επικίνδυνος, ευπαθής, ευαίσθητος, εύθραυστος, ασταθής, αβέβαιος, ύποπτος.

Συνώνυμο ιδιωμ.:  ρέζιγος.

Φευγάτε αφ’ την πίζουλη την ώρα, για να ζήστε χίλιοι χρόνοι.

Μην το ρεζιγάρεις, γιατ’ είναι πίζουλη αυτή η δουλειά.

Πάρετε τ’ αβγά αποφτού κ’ είναι πολύ πίζουλα, σπούνε.

Ήβαλε κλέντι στο πιο πίζουλο μέρος του βρακιού.

Οι δρίμες είναι μέρες πίζουλες.

Τι πίζουλος άθρωπος!

πίζουλα, τα: μέρος επικίνδυνο, στοιχειωμένο, γεμάτο ξωτικά, βουρβουλάκους, οξαποδίτες, ανεράδες κλπ.

Τι γύρευγες στα πίζουλα, βρε ξίκη;

 

2. ρουσπού, ροσπού, η (τουρκ. orospu): πόρνη. Συνώνυμα ιδιωματικά: καλοπλυμένη, κούρβα, καλτάκα, καρακαλτάκα, καχπέ, καρακαχπέ, παστρικιά, καραβοπηδήχτρα, μαν-τινούτα, ντουρσεκού.

ρουσπουδίτσα, η: χαϊδευτική προσφώνηση σε κοριτσάκι.

ΠΡΟΣΟΧΗ: το συμφωνικό σύμπλεγμα ντ στα ιδιώματα της Δυτ. Μικρασίας και σε πάμπολλα νησιά προφέρεται άλλοτε ως nt (όπως στις ευρωπαϊκές γλώσσες), ιδίως σε λέξεις λατινογενείς (π.χ. γάν-τι, αν-τίκα, παν-ταλόνι, γρεβάν-τα, διατσίν-το, μαν-τινούτα) και άλλοτε ως d, ιδίως σε λέξεις τουρκογενείς (π.χ. dουλάπι, dτρουβάς, dουβάρι, αdαγιάdιστος, αλλά και ξεδιάdροπος, άdρας, όρdινο, σεdούκι).

 

3. ρεποσό, ρεποζό, ριποσό, ριποζό, το (ιτ. riposo: ανάπαυση): ανάπαυση, ξεκούραση, διάλειμμα.

Συνώνυμα ιδιωματικά: στασό, αναπαμός, ραχάτι (Ανατ. Ερυθρ. – Σμ.).

Είν’ άθρωπος του ρεποσού.

Ριποζό δεν είχα σήμερο.

Βρε σεις, κάντε και κομμάτι ριποσό, όχι μοναχά δουλειά!

Τα παιδιά του τα ‘χει έναν γκερεμέ στο ρεποζό.

Μεταφορικά, η βραδύτητα, ο εφησυχασμός, το πάσο (Δυτ. Ερ.). Με το ρεποσό σου, Αγγελικάκι μου, δε διάζομαστε.

ρεπουσέρνω, ρεποσέρνω, ρεποσάρω, ρεπουσάρω, ρεποζάρω, ριποζάρω, ριποσάρω, ριπουσέρνω, ριποζέρνω (ιτ. riposarsi: αναπαύομαι): ξεκουράζομαι, αναπαύομαι, χαλαρώνω, εφησυχάζω.

Συνώνυμα ιδιωματικά: απορηχαίνω, χουζουρεύγω, ραχατεύγω, πολλοχάνω (Σμ. - Ερ.).

Δεν ηρεπούσαρε ούτες ένα λεφτό στη ζωή του, μόνε ηδούλευε σαν το σκυλί.

Ηριπόζερνε στο μιντεράκι.

Ήτονε ρεπουσερμένη αφ’ τα νιάτα τσης.

Ήπρεπε να ριπουσέρνετε μια πιτσουλίτσα στη δουλειά.

Βρε σεις, κάτσετε να ριποζάρομε και κομμάτι ‘δωνάκι, στον ήσκιο.

 

4. απορηχαίνω, ‘πορηχαίνω: ξεκουράζομαι, αναπαύομαι, χαλαρώνω, καταπραΰνομαι, ηρεμώ, εφησυχάζω.

Συνώνυμα ιδιωματικά: πολλοχάνω, χουζουρεύω, ραχατεύω, ρεπουσέρνω, ριποζέρνω.

Στρώσ’ το γιατάκι, καλέ, να ‘πορηχάνουμε κομμάτι.

Άμα βράσει το γλυκό, άφες το ν’ απορηχάνει κομμάτι κι απέ βάν’ το στσι αμουλίτσες.

Μόνε ν’ απορηχαίνεις ξέρεις, ντεμπελχανά!

 

5. πολλοχάνω, απολλοχάνω (ίσως και απολοχάνω, πολοχάνω < από +λόχη: λάβρα, φλόγα): 1. καταπραΰνομαι, χάνω την έντασή μου (Δυτ. Ερυθραία).

Ξεκουπάκωσα το φαΐ να πολλοχάνει, ώσαμε να κενώσω.

2. ηρεμώ, χαλαρώνω, ξεκουράζομαι (Αλάτσατα).

Συνώνυμα ιδιωματικά: απορηχαίνω, χουζουρεύω, ραχατεύγω, ριποζέρνω, ρεπουσέρνω.

Ηπέσανε ούλοι απάνω μου κ’ ηπολλόχασα κομμάτι.

Θέσε τη στρώση να πολλοχάσομε καμπόσο.

 

6. αγγειό, το: δοχείο νυκτός, ουροδοχείο, πήλινο καθίκι.

Συνώνυμα ιδιωματικά: ‘πιδέξο, κατουρλογυάλι.

Ηπασαλείφτηκε κ’ ηγένηκε σαν τ’ αγγειό!

Αγγειό είν’ ο στόμας του!

Μτφ. αθυρόστομος, βρομολογάς, αναιδής, αλήτης, παλιάνθρωπος.

Με τ’ αγγειά που συγκολλεύγεσαι, είντα χαΐρι να δεις;

Μτφ. έκφραση: τα κάτω κάτω τ’ αγγειού: α) η τελευταία περίοδος γονιμότητας της γυναίκας. Τον ηγέννησε με τα κάτω κάτω τ’ αγγειού: γέννησε σε μεγάλη ηλικία, μετά τα τριανταπέντε, σαράντα.

β) υπολείμματα, απομεινάρια. Μωρ’ σεις, αφού δεν έχομε λάδι, με τι θε’ να τον ψήσετε το χαρβά; Με τα κάτω κάτω τ’ αγγειού;

Παροιμία: Τ’ αγγειά γενήκαν θυμιατά και τα σκατά λιβάνι. Λέγεται για ανάξιους κι ανίκανους ανθρώπους, οι οποίοι όμως ανέρχονται κοινωνικά, πολιτικά ή επαγγελματικά.

αγγειόσπασμα, το: ειρων. παιδαρέλι, «σκατό» (Σμ.). Δέτε τώρα και τ’ αγγειόσπασμα που μας κάνει τον καμπόσονε!

αγγειόφλουδο, το: κομμάτι από σπασμένο αγγειό, μτφ. ασήμαντο πράγμα (Σμ.).

 

7. βροχάρης, ο: βροχερός καιρός.

Πάρε και το παρασόλι ματζί σου, γιατ’ είν’ βροχάρης σήμερα.

 

8. λόπια, λόμπια, τα και λόμπιες, λόμπες, οι (τουρκ. lobye): άσπρα ξερά φασόλια.

Οι γιούδες μου λωλαίνουνται για τα λόμπια.

Τσι λόμπιες που περσεύγανε αφ’ τα ψες τσι ψέναμε με το ρύζι.

λόπια, τα: ποικιλία άσπρων σύκων της Ιωνίας, που ήταν κατάλληλα για γεμεκλίκι (Σμ.).

 

9. γκερεμές, ο (τουρκ. germek: τεντώνω, τραβώ): 1. ολόιδιος, ολόισιος, συνεχής.

Όπως πααίνει ‘σα κάτου γκερεμές ο δρόμος, στο ζερβί σου χέρι είν’ η εκκλησά. ‘

Κειδανά που τραβά γκερεμέ η μάντρα ντως, θε’ να βρεις το πορτί του πρεβολιού.

2. μτφ. ξεροκέφαλος, αμετάπειστος. Συνώνυμο: γινατσής.

Πώς να συνεννοηθείς μ’ ευτόν τον γκερεμέ;

Έναν γκερεμέ (επιρρηματική έκφραση): πολύ συχνά, πάντοτε, αδιάκοπα, συνεχώς, επίμονα. Συνώνυμο: αδειάν ώρα.

Ηγύρευγε έναν γκερεμέ να τση πάρω ζαχαρώτα.

Ηφάετε έναν γκερεμέ, νταγιανάμαντι!

Έναν γκερεμέ ηρχούσανε και μας εγλέπανε, μα τώρα πια γινήκανε ασόγιαστοι κι ακριβοθώρητοι.

 

Προσοχή: Να μη συγχέετε τις λέξεις γκερεμές και τζερεμές.

 

10. τζερεμές, ο (πληθ. οι τζερεμέδες και τα τζερεμέδια, τουρκ. cereme):

1. πρόστιμο, άδικη οικονομική ζημιά. Συνώνυμο: τζεζάς.

Ποιος πλερώνει τώρα δα τα τζερεμέδια του προκομμένου σου;

Τζερεμέ δουλειές τού ήβγανε.

2. Μτφ. άνδρας φυγόπονος, τιποτένιος, τεμπέλης, αχαΐρευτος, ανίκανος, άχρηστος.

Συνώνυμα ιδιωματικά: αδιαφόρετος, ρεμπεσκές, ντελβές.

Τση δώκανε κείνονα τον τζερεμέ, γιατί, μαθές, είχε μάλι μπόλικο.

Χίλιες βολές του μήνυσα του τζερεμέ να ‘ρτεί να μου σάξει την πόρτα, μα πού αυτός! Άφαντος!

Παροιμία: Σκότωνε λωλοί, πλέρωνε τζερεμέδες. Λέγεται σε περίπτωση που δίκαια καταφέρεσαι εναντίον κάποιου για το κακό του φέρσιμο και τελικά βρίσκεις τον μπελά σου.

 

 

ΜΗΝΥΜΑ ΤΕΤΑΡΤΟ

Συνεχίζουμε την παράθεση ιδιωματικών ερυθραιώτικων και σμυρναίικων λέξεων και εκφράσεων. Στο σημερινό μήνυμα περιλαμβάνονται λέξεις που μας υπενθύμισε η κ. Στέλλα Χατζηφωτίου – Βογιατζή και λέξεις υπήρχαν στα γλωσσικά παραδείγματα των προηγούμενων μηνυμάτων. Μ’ αυτές δεν τελειώνουμε εύκολα, γιατί κάθε φορά προστίθενται καινούργιες μέσω των ιδιωματικών φράσεων που σας γράφω.

    Αν θέλετε, μπορείτε να μας ζητάτε να σας εξηγήσουμε κάποιες ιδιωματικές λέξεις που θυμάστε, αλλά δεν γνωρίζετε την ακριβή σημασία τους. Επίσης μπορείτε να μας αποστείλετε ιδιωματικές σμυρναίικες ή ερυθραιώτικες λέξεις που γνωρίζετε εσείς. Αν δεν τις έχω ήδη καταγράψει, θα προστεθούν κι αυτές στο γλωσσάριο, για να το εμπλουτίσουν.

 Θοδωρής Κοντάρας

10 Απριλίου 2021

 

1. Γιουρούκος και Γιουρούκης, Γιουρούκα και Γιουρουκάλα, Γιουρουκάκι (τουρκ. Yörük): ορεσίβιος νομάς της Μ. Ασίας, τουρκικής καταγωγής. Η φυλή των Γιουρούκων ήταν από τις πρώτες τουρκομανικές φυλές που εξαπλώθηκαν κυρίως στη Δυτική Μ. Ασία. Μτφ. η λέξη δηλώνει τον βάρβαρο, άξεστο, απολίτιστο, αγροίκο άνθρωπο, επειδή οι Γιουρούκοι δεν κατοικούσαν σε πόλεις, τα σπίτια τους ήταν ευτελή και γενικώς ο τρόπος ζωής τους ήταν οπισθοδρομικός, χαμηλού πολιτισμικού επιπέδου. Λέγεται πως γενικώς είχαν καλές σχέσεις με τους Χριστιανούς, ιδίως εμπορικές. Πάντως, τα γιουρούκικα χαλιά και κιλίμια είναι πολύ ποιοτικά και ιδιαίτερα.

Οι Γιουρούκηδοι μάς ηφέρνανε ξύλα και κάρβουνα κι εμείς τσι δίναμε παράδες και ρούχα και γιατρικά.

Ηγύρναε τα καλντιρίμια ασουλούπωτη κι ασιστάριστη σαν τη Γιουρουκάλα.

Παιδιά είστενε σεις, βρε διαβόλοι, γιά Γιουρουκάκια;

 

Τα γιουρούκια: ληστές, αλήτες, κλέφτες, παλιάνθρωποι, κακούργοι.

γιουρούκικος, γιουρούκικια, γιουρούκικο: αυτός που αρμόζει ή ανήκει σε Γιουρούκους. Γιουρούκικος χαβάς, γιουρούκικια μπατανία, γιουρούκικο ντύσιμο.

 

Γιουρούκ κιοΐ, το (τουρκ. Yörükköy): τουρκοχώρι του Κορδελιού.

Γιουρούκ Μαχαλάς, ο: τουρκικός συνοικισμός του Κορδελιού.

 

2. κουσί, κουσάκι, το (ιταλ. cuscino: μαξιλάρι): ξύλινο κουτί με μαξιλάρι ειδικό για το πλέξιμο της δαντέλας με το κοπανέλι. Συνώνυμα ιδιωματικά: κοπανάκι, τορσόνι.

Ήμπλεκε ταν-τέλες του κουσού.

Ούλα τσης τα χρόνια χήρα, με το κουσάκι ήζησε τα παιδιά τσης.

    Από τη λέξη κουσί προήλθαν όλες οι ακόλουθες, επειδή οι γυναίκες την ώρα που κεντούσαν στο κουσί, συζητούσαν, κουτσομπόλευαν, φλυαρούσαν κλπ.  

κουσελεύ(γ)ω, κουσκουσελεύω: κουτσομπολεύω, κακολογώ.

Συνώνυμα ιδιωματικά: ξομπλιάζω, ξετάζω, σουρεύγω, μιμίζομαι.

Ούλη μέρα είν’ όξω στα ντουρσέκια κι ούλο κουσελεύει με τσι μαχαλιωτίνες.

κουσέλι, κουσέλιο, το: κουτσομπολιό, κακολογία.

Συνώνυμα ιδιωματικά: τα ξόμπλια, το κουσκουσού.

Το Μαρουκό δεν αδειάζει αφ’ το κουσέλι για να μαειρέψει κιόλας.

Αρκινήσανε πάλε το κουσέλιο, οι αφορεσμένες!

κουσελιάρης, κουσελιάρα, κουσελιάρικο και κουσελάς, κουσελού, κουσέλικο: κουτσομπόλης, κακολόγος.

Συνώνυμα ιδιωματικά: ξεταστής, ξόμπλι, σουρεύτρα, λαδικό.

Μη μου ματζώνεις κάθα κεντινό ούλες τσι κουσελούδες εδώ χάμω!

Κείνο το ψιμάκι τση Θοδωρίτσας ξεύρεις τι κουσέλικο που ‘ναι;

κουσελιάρικος, κουσελιάρικια, κουσελιάρικο: κουτσομπολίστικος.

Κουσελιάρικος λόος, κουσελιάρικια γλώσσα, κουσελιάρικο χούι.

 

3. κουγιά, η: σκόρος (Ερ. – Σμ.).

κουγιάζω: α) σκοροφαγώνομαι. Ηκουγιάσανε τα κιλίμια.

β) Καταστρέφω, τρυπώ, αχρηστεύω.

Μάτζεψε κάτι κουγιασμένα ρουβελάκια και τα σαβούρντηξε.

γ) Μτφ. φθείρω, ζαλίζω κάποιον με τα λόγια μου ή με το θόρυβο που κάνω.

Μου κούγιασες το μυαλό, βρε μπαρνταμπούρντα!

Ησκάβανε με το κομπρεσέρι στο δρόμο κι ηκούγιασε το κεφάλι μου με τόσο σαματά.

 

4. κοϊντίζω, κοϊτίζω (τουρκ. koymak: θίγω, θέτω): α) βρίσκομαι σε έξαρση, διεγείρομαι, ξεσηκώνομαι. β) Ευαρεστούμαι, ευχαριστιέμαι, επηρεάζομαι.

Μην τήνε κοϊτίζεις κι εσύ κι έχει βάσανα πολλά.

Μια ζωή κοϊντισμένη με κείνονα τον αχμάκη!

Μας ηκοΐντισε απ’ τα ψες ο Παράσκος να πάμε στην ταβέρνα.

Άμα κοϊντίσουνε τα βλεούνια, να πά’ να χορέψομε κι εμείς, καλέ.

Πώς θα κοϊτίζει να σας ξανάρτει, δεν ηκατάλαβα.

Δεν κοϊντίζεις με τίποτας και πούπετας!

Μου κοϊντίζει: μου αρέσει, μου ταιριάζει, «μου τη δίνει», μου κατεβαίνει, μου έρχεται. Μου κοΐντισε ‘δωνά μαναχή μου κ’ ηπήα στση Αγγέλας.

Δε σου κοΐντισε ο λόγος μου, μόνε ήκανες τα δικά σου.

Τση κοΐντισε να ψήσει λουκουμάδες μες στα μαύρα μεσάνυχτα.

Δεν του κοϊτίζει η παντρειά.

κοΐντισμα, το: διέγερση, έξαρση, επιρροή, ευχαρίστηση μετά από δυσαρέσκεια, στενοχώρια ή πλήξη.

Απάνου στο κοΐντισμα του χορού, με πήρε και φύαμε αφ’ το παναΰρι.

Με τόσο κοΐντισμα που τσ’ ήκανε η μάνα, τήνε καταφέρανε ναν τόνε πάρει.

 

5. ζεβζέκης, ζεβζέκα, ζεβζέκικο (τουρκ. zevzek): ανόητος, ηλίθιος, επιπόλαιος, ελαφρόμυαλος, ακριτόμυθος, χάχας.

Συνώνυμα ιδιωματικά: ξίκης, αχμάκης, αγαβός, κελέκας, φυρός, σερσέμης, γούργιος, σαλαϊδός, σαμσακούλιας, σαλόζης, μπουνταλάς.

Δε στο ‘πα, βρε ζεβζέκα, να φυλάεσαι;

Το παιδί ντως είναι λι’άκι ζεβζέκικο και δε νογά.

ζεβζεκιά, η: ανοησία, ηλιθιότητα, βλακεία, χαζομάρα.

Συνώνυμα ιδιωματικά: ξικάδα, σερσεμιά, ουργιομάδα, μπουνταλοσύνη.

Το Μαρκί από ζεβζεκιές και ξικάδες άλλο τίποτις!

Από τη ζεβζεκιά του το ήχασε το σπίτι.

Άι μεντέτ κι εσύ, που κάθεσαι κι ακούς τσι ζεβζεκιές του καθενούς!  

ζεβζεκιάζω: αποβλακώνομαι, αποχαζεύω.

Συνώνυμα ιδιωματικά: σερσεμιάζω, ουργιάζω, σαλαγδεύω.

Ηζεβζέκιασε τόσες μέρες μαναχή τσης στο σπίτι.

Κάθουνται μάνα και κόρη αμίλητες και μπλέκουνε πιτσίλια. Θε’ να ζεβζεκιάσουνε στο τέλος!

 

5. σερσέμης, σερσέμα, σερσέμικο και σερσέμικος, σερσέμικια, σερσέμικο (τουρκ. sersem): μπουμπούνας, ηλίθιος, χαζός, ανόητος, αφηρημένος, βλακώδης.

Συνώνυμα ιδιωματικά: μπουνταλάς, αγαβός, ούργιος, ζεβζέκης, σαλαγδός, ρεχοπατιάς, αλαλαχτός (Σμ. – Ερ.).

Σαν τι δουλειά τση προκοπής να κάνει, τέτοιος σερσέμης που ‘ναι!

Δεν τα παίρνει τα γράμματα, η σερσέμα.

Τση φάνηκε σερσέμικια η κουβέντα του.

Καλέ, τούτο δα το κοπελάκι θαρρώ πως είναι κομμάτι σερσέμικο.

σερσεμιά, σερσεμάδα, η: αποβλάκωση, ηλιθιότητα, χαζομάρα, κακομοιριά.

Συνώνυμα ιδιωματικά: ουργιαμάδα, ζεβζεκιά, μπουνταλοσύνη.

σερσεμιάζω: αποχαζεύω, αποβλακώνομαι, κακομοιριάζω.

Συνώνυμα ιδιωματικά: ουργιαίνω, σαλαγδεύω, ζεβζεκιάζω.

Ησερσέμιασα πια, ούλο κλεισμένη μέσα!

Τήνε σερσεμιάσανε καλά καλά, με τόσα που τση λένε, μάνα και γιος.

 

6. σερσερής, ο και σερσερού, η (τουρκ. serseri): επιπόλαιος, ανεύθυνος, απερίσκεπτος, άφρων, χαζολόγος, τυχοδιώκτης, αλήτης.

Συνώνυμα ιδιωματικά:  λεχρίτης, ντολαντιρτζής, γυρουλάς, αλάνι.

σερσεράδα, η και σερσερ(ι)λίκι, το: επιπολαιότητα, χαζομάρα, απερισκεψία, αφροσύνη, τυχοδιωκτισμός.

 

7. χολοσκώ: δυσαρεστούμαι, συγχύζομαι, στενοχωριέμαι, ανησυχώ, φοβούμαι.

Το Μαριγάκι δε χολοσκά για τίποτα!

Μη χολοσκάς, καμένε, και δεν τα τίναξε ακόμας!

Σαν που το πάτε, στο τέλος θε’ να χολοσκάσετε για τσι ξένες έγνοιες.

Ηχολόσκαε με τα πεθερικά του αδειάν ώρα.

Να μη συγχέεται το χολοσκώ με το χολοσπώ: κατατρομάζω, τρομοκρατούμαι, φοβούμαι πολύ (Δυτ. Ερ.).

Εχολόσπασένε αφ’ το φόβο ντης.

Ου να μου χαθείς, δαιμόντρου κόρη, και με χολόσπασες μ’ ευτή τη μουτσουναριά!

 

8. προματζεύω, -ομαι: α) περιμαζεύω, συμμαζεύω, συγυρίζω.

Τα πράματά σου τα προμάτζεψες;

β) περιορίζω, ελέγχω, -ομαι.

Δεν είχανε κύρη να τσι προματζέψει και γιά ‘δε τσι πώς ηκατηντήσανε τώρα.

Προματζέψου, βρε γιέκα μου, και κοίτα τι θα κάμεις!

 

9. γιατάκι, το (τουρκ. yatak): α) φωλιά, άντρο. Συνώνυμο ιδιωμ.: χωσά.

Ήσαξα το γιατάκι του κουλουκιού.

Ήψαχνε τα γιατάκια των αλεπούδω, να πιάσει αλεπουδάκια.

β) κοίτη, κρεβάτι, κλίνη, κατάλυμα, στρώμα.

Θέσε το γιατάκι μου και νυστάζω.

Το γιατάκι του ντερέ.

Ούλοι στα γιατάκια σας! Ύπνος τώρα!

γ) κρυψώνα, λημέρι, κρησφύγετο, ορμητήριο.

Ο Τσάκιτζης είχε τα γιατάκια του μέσα στα βουνά.

 

Εκφράσεις: α) δίνω γιατάκι: προσφέρω κατάλυμα, φιλοξενώ.

Άμαν ήρκαμε πρόσφυγοι στην Κηφισά, μας ηδώκανε γιατάκι σε κάτι ντάμια.

β) Τα κάνω γιατάκια: αποκρύπτω, κουκουλώνω, καλύπτω.

Ηκαβγάδισε με το γαμπρό του, αμά τα κάνανε γιατάκια, μη λάχει και το μάθει η κόρη του.

 

γιατάκης, ο: αποδέκτης λαθραίων (καπνά, όπλα), συνεργός κατσιρματζήδων και κον-τραμπατζήδων (Σμ.).

 

10. γινάτι, ινάτι, το (τουρκ. inat): πείσμα, ισχυρογνωμοσύνη, εμμονή.

Τον ήφαε το γινάτι του.

Για το ινάτι του μπουμπά τως ηαπόμεινε λεύτερη.

Παροιμία: το ινάτι βγάνει μάτι.

γινατεύ(γ)ω, γινατίζω, ινατεύω: πεισμώνω, ιδιοτροπώ.

Γινάτεψα και δεν τση μιλώ.                                                          

γινατινά, ινατινά, γιναντινά, γιαναντινά, (γ)ινατσίδικα, γινατσάρικα (επίρρ.): επίμονα, πεισματικά.

Γιαναντινά ηφωνάζανε, για να τήνε πικέρνουνε και να λωλαγγρίζεται.

Το ήκαμε ινατινά, επειδής δεν την ηπήρανε ματζί τως.

Νύφη και πεθερά το πάνε γινατσίδικα και κάθα λί’ο και λι’άκι καβγαλαντίζουνε.

Γιναντινά σου θα γενώ δεντρί στο μαχαλά σου,

                   νά ‘μαι ομπρός στην πόρτα σου, να κάβγετ’ η καρδιά σου. (Αλάτσατα)

 

γινατσής, γινατσού, γινατσίδικο και ινατσής, ινατσού, ινατσίδικο και γινατζής, γινατζού, γινατζίδικο και γινατσάρης, γινατσάρα, γινατσάρικο: πεισματάρης, ξεροκέφαλος, ισχυρογνώμων, αμετάπειστος.

Συνώνυμο ιδιωμ.: γκερεμές.

Βρε γινατσή, άσε τσι αγριάδες και δε θα γένει το δικό σου!

Πιτούτου σου τα κάμει η ινατσού και πάρ’ το χαμπάρι!

Έχα ένα γινατσάρικο μουλάρι.

 

11. ο γκεβεζές, η γκεβεζέ και ο γκιουβεντζές, η γκιουβεντζέ και γκεβεζελής, γκεβεζελού, γκεβεζελούδικο (τουρκ. geveze): αστείος, αστειολόγος, καλαμπουρτζής, χωρατατζής, πλακατζής, πειραχτήρι.

Ηπήαμε στην αξαδρέφη μου τη γκιουβεντζέ.

Πάψε, βρε γκεβεζέ, και θε’ να κατουρηθούμε από τα γέλια!

Νάτηνα, ήρτε του Γιωργάκη του γκεβεζέ η κόρη.

Τόνε στιμέρνανε πολύ, επειδής ήτονε γκεβεζελής.

Οι θείες μου οι Σμυρνιές ήντουστε πολύ γκεβεζελούδες κι ούλο χωρατά μάς ηλέγανε. 

γκεβεζέδικος, γκεβεζέδικια, γκεβεζέδικο και γκεβεζελίδικος, γκεβεζελίδικια, γκεβεζελίδικο: αστείος, πειραχτικός, χωρατατζίδικος.

Τσ’ είπα δυο γκεβεζέδικα λόγια, να γελάσομε και κομμάτι.

Ήξερε να κον-τάρει μια χαρά πότες ιστορίες γκεβεζελίδικες και πότες σέριες.  

γκεβεζελίκι, γκιουβεντζιλίκι, το (τουρκ. gevezelik: αμετροέπεια): αστειότητα, χοντρό αστείο, πείραγμα, πλάκα.

Δε μ’ αρέσουν τα γκεβεζελίκια του.

 Οι κουδουνάτοι τσ’ Απόκριες ηγιουρουντούσανε μέσα στα σπίτια κ’ ηκάνανε γκιουβεντζιλίκια και χωρατά.

 

12. γεμεκλίκι, το (τουρκ. yemeklik): προμήθεια σε καρπούς, κρέας, φρούτα, λαχανικά, γλυκά για το χειμώνα.

Ήκαμα γεμεκλίκι κρομμύδια, τουρσά και καβρουμά.

Στην υπόγα ηβάναμε τα γεμεκλίκια τση χρονιάς.

Ήψησε μπελτέδες και μερμελάδες για γεμεκλίκι.

Έχομε γεμεκλίκι ταρχανά απ’ τα πέρσι.

 

13. αξανοίγω, αξανοίω, ξανοίγω, ξανοίω, ξανοιώ: α) κοιτώ, βλέπω, διακρίνω, ατενίζω, παρατηρώ, ερευνώ, προσέχω, εξετάζω, προσπαθώ, έχω το νου μου.

Στελί μου, είντα ξανοίεις αφ’ το παναθύρι;

Βρε γιε μου, ξάνοιγε να μην κοπείς με το τσακί.

Άφες με να ξανοιώ τον πόνο μου.

Απάνου που ξανοίανε να χτίσουνε, ηγένηκε ο πόλεμος και πομείνανε τα κουμάν-ντα τως.

β) αιθριάζω, καλοσυνεύγω (λέγεται μόνο για τον καιρό). Ο καιρός ξανοίει γάλι-γάλι.

 

ξάνοιγμα, το: α) παρατηρητικότητα, προσοχή, επαγρύπνηση.

Δεν αδειάζει αφ’ το ξάνοιγμα τση γειτονιάς, η κουσελού!

β) δαπάνη, έξοδο.

Ήκανε μεγάλα ξανοίγματα κι απέ ήβαλε λουκέτο στο μαγαζί.

 

ξανοί(γ)ομαι: α) δαπανώ, καταναλώνω, απλώνω τις δουλειές μου.

Ξανοιχτήκανε πολύ με τσι αργολαβίες και τα κονομήσανε.

Τα μάτια σου τέσσερα, μην ξανοιχτείς και χάσεις τα καπιτάλια σου!

β) Εκμυστηρεύομαι, εμπιστεύομαι, παίρνω θάρρος.

Πά’ και ξανοίεται στον πάσα ένανε κι απέ τήνε πατά και θυμώνει κιόλας!.

Να μην ξανοίγεσαι μ’ αυτόν το ντολαντιριτζή.

 

14. αξαπίσω, ξαπίσω, αξαποπίσω, οξαποπίσω, ξαποπίσω, αξοπίσω, οξοπίσω, ξοπίσω (επίρρ.): α) ύστερα, κατόπιν, μετέπειτα.

Ήρκε τ’ αξαπίσω, να μου φέρει το κουτί.

Ξαποπίσω περνά το Θοδοσάκι και μου ‘πενε πως με θες.

Δεν τσ’ άρεσε ο γαμπρός κι οξοπίσω τα χαλάσανε τα προξενιά.

Έκφραση: Μπρος Μαριά και πίσω Ρήνη κι αξαπίσω Κατερίνη.

β) από πίσω, ‘σα πίσω.

Μπροστά μου ήκαμε γαλιφιές κι αξαποπίσω με ηκογιόναρε στσι φίλοι μου.

Αξοπίσω στον αραμπά ήσερνε δυο κατσίκια.

Είντα γύρευγες οξαποπίσω του;

 

15. ανέγκαση, η: α) ανάγκη, πίεση, βία, επίπονη προσπάθεια, τάνισμα.

Τι να κάνομε, απ’ την ανέγκαση δε λέμε κουβέντα!

Ηβοί, ανέγκαση που ‘χετε!

Με την ανέγκαση του βήχα ηγρυλλώσανε τα μάτια ντου.

Κατάρα: ανέγκαση και παίδεψη να σού ‘ρκει!

Παροιμία: η παντρειά και το τσουκάλι θένε ανέγκαση μεγάλη.

 

β) σφίξιμο, δυσκοιλιότητα.

Συνώνυμα ιδιωματικά: πούρτιση, σφίξη.

Τον ήπιασε ανέγκαση και τρώ’ μέλι, μπας και του ’ρτουνε.

 

(α)νεγκάζω, -ομαι: α) αναγκάζω, εκβιάζω. Την ανέγκασε να του γράψει το σπίτι ντως.

β) πιέζομαι, σφίγγομαι, καταβάλλω προσπάθεια, εκβιάζομαι.

Μην ανεγκάζεσαι έτσιδάς, καλέ,  και σού ‘ρχει και τίποτας!

Τρεις μέρες ηνεγκάζουμου, γιατί δεν ηπήα στη χρεία.

 

ανέγκαστα (επίρ.): αναγκαστικά, απρόθυμα, ζορινά.

Ανέγκαστα τον ηπήρε, επειδής τση τον ήδωκε ο μπουμπάς τσης.

 

 

ΜΗΝΥΜΑ ΠΕΜΠΤΟ

Συνεχίζουμε την παράθεση ιδιωματικών ερυθραιώτικων και σμυρναίικων λέξεων και εκφράσεων. Ευχαριστώ πολύ τις κυρίες  Στέλλα Χατζηφωτίου – Βογιατζή, Σοφία Κιαχάκη και Λένα Καπνιά – Αραποστάθη για τις λέξεις που μου υπενθύμισαν, πολλές από τις οποίες σας παραθέτω σήμερα.

    Αν θέλετε, μπορείτε να μας ζητάτε να σας εξηγήσουμε κάποιες ιδιωματικές λέξεις που θυμάστε, αλλά δεν γνωρίζετε την ακριβή σημασία τους. Επίσης μπορείτε να μας αποστείλετε ιδιωματικές σμυρναίικες ή ερυθραιώτικες λέξεις που γνωρίζετε εσείς. Αν δεν τις έχω ήδη καταγράψει, θα προστεθούν κι αυτές στο γλωσσάριο, για να το εμπλουτίσουν.

 Θοδωρής Κοντάρας

15 Απριλίου 2021

 

1. κούτσα, κουτσίτσα, η: α) κούκλα, ανδρείκελο. Ποια είναι δα, η κούτσα του Λεβάν-τε; Χαρώ τηνα, την κουτσίτσα μου την όμορφη!

β) δέσμη μαλλιού ή κλωστής. Φέρε μου δυο κούτσες μαλλί να μπλέξω.

γ) λαμπριάτικο ανθρωπόμορφο ή σε σχήμα πλεξούδας τσουρέκι με αβγό, Συνώνυμα ιδιωματικά: κουρούνα, κουτσούνα.

Το Πάσκα παντάπασιν ήπρεπε να τζυμώσουμε και κούτσες για τα παιδάκια.

κουτσάκι, το: α) μαριονέτα (Σμ.).

β) κουκλάκι (Ερ.). Κάθ’ απόεμα ηπαίζαμε τα κουτσάκια με τσι μαχαλιωτίνες μου. Είναι πεντάμορφη, σαν κουτσάκι του κουτιού!

γ) δέσμη μαλλιού ή κλωστής (Ερ.). Μου ‘φερε κάτι κουτσάκια μαλλί να τση μπλέξω τερλίκια.  

κούτσος, ο: κούκλος, μαριόνετα.

κουτσίστικος, κουτσίστικια, κουτσίστικο: κουκλίστικος, παιδικός. Συνώνυμο ιδιωμ.: κουκλένιος. Μτφ. πανέμορφος.

Τα κουτσίστικα ρουχαλάκια έχουνε μπαϊραμλίδικα χρώματα.

Ήσιαξε ένα σπίτι κουτσίστικο.

κουτσόπανα, τα: κουκλόπανα. Συνώνυμο ιδιωμ.: μπαλάδια.

Έκφραση: τα κουτσόπανα παίζω: αστειεύομαι, σαχλαμαρίζω.

Έγνοια σου και δεν παίζουνε τα κουτσόπανα, μόνε να τσι μπιστεύγεσαι.

 

2. κουτουρντίζω, κουντουρντί(τ)ζω, κουτουρντώ, κουντουρντώ (τουρκ. kudurmak: μαίνομαι): αποχαλινώνομαι, ατακτώ, παραληρώ, λυσσώ, φρενιάζω, γαβριάζω, ζωηρεύω, κάνω παλαβομάρες από χαρά, ξετρελαίνομαι, το παρακάνω, ξεσηκώνω, χαλώ τον κόσμο.

Συνώνυμα ιδιωματικά: ξαλμπουριαίνω, λωλαγγρίζω.

Αντίς να δράμομε το Βαθιό στο ρετσέλι, ηκάτσαμε στο χαρούμι κ’ ηκουτουρντίσαμε με τσι ώρες.

Φτάνει, μωρ’ συ, το ηκουντούρντησες το μωρό!

Μού ‘ρκε κουτουρντισμένο αφ’ το παιχνίδι.

Δεν έχω νάκαρα πια, για να κουντουρντώ κάθα μέρα!

Τ’ αλόατα τα ‘πιασε ατσέσο κ’ ηκουτουρντούσανε να μας ρίξουνε καταή!

 

κουτουρντητό, κουντουρντητό, κουτουρντητιό, κου(ν)τούρντισμα, κου(ν)τούρντι, το και κου(ν)τουρντισμός, ο (τουρκ. αόρ. kudurtu): φασαρία από χαρά, παραλήρημα, φρενίτιδα, λύσσα, διαρκής κίνηση, αποχαλίνωση, κραιπάλη, θόρυβος.

Συνώνυμα ιδιωματικά: ξαλμπούρισμα, λωλάγγρισμα.

Πάψτε και μου ηπήρατε τ’ αφτιά απ’ το κουτουρντητό!

Έμι, με τέτοιο κουτούρντισμα που ηκάνατε το πρωί, θέτε και να δουλέψετε τώρα; Καλέ, τι κουτουρντητιό γένεται μέσ’ αυτού;

Τα παιδιά έχουνε το νου ντως μόνε στον κουντουρντισμό και στη σκανταλιά.

 

3. κατσιρντί(τ)ζω, κατσιρτίζω, κατσιρντώ (τουρκ. kaçırtmak): φυγαδεύω, -ομαι, λιποτακτώ, δραπετεύω, φυγοδικώ, διαφεύγω, ξεφεύγω, το στρίβω, το σκάω.

Συνώνυμα ιδιωματικά: κοφτίζω, φευγατίζω, σκαπετώ.

Τόνε γυρεύγανε οι ζαφτιέδες κι ευτός κατσιρντά αφ’ την παναθύρα και κάνει ‘σα πέρα.

Άμαν έρτουνε, θε’ να σε κατσιρντίσω απ’ το πορτί του χαρουμιού.

Είναι κατσιρτισμένος απ’ το στρατό.

Ηκατσιρντίσαμε κοστιρώντας μες στο ρουμάνι του Λουβέρδου και πήαμε στο Τατόι.

Καλ’ εσείς, είντα τού ‘χετε καμωμένο κι ηκατσίρτισε το κέφι ντου;

Άμα το ξέρουνε δυο, πά’, ηκατσίρντισε το μυστικό.

Εκφράσεις: α) μου κατσίρντισε: μου ‘στριψε, τρελάθηκα.

Βρε λωλέ, σου ‘χει κατσιρντίσει και τα λες ετούτα;

Το Ασπασό πότε τση κατσιρντίζει και πότε είναι στα συλλοϊκά τσης.

β) το κατσίρντισα (σπάνια το κατσιρντώ): έχασα τον έλεγχο, το παράκανα, ξέφυγα.

Του ηβάλανε να πιει μια ρακή, μα κείνος το κατσίρντισε κ’ ηγένηκε σταπίδα!

Να μην τση ανοίξετε πάλε κουβέντα, επειδής το κατσιρντά, η φαρφαλιάρα.

 

4. καβουρντίζω, καβουρτίζω, -ομαι (τουρκ. kavurmak): ψήνω χωρίς νερό, σιγοτηγανίζω, τσιγαρίζω, τσιτσιρίζω, ξεροψήνω, -ομαι. Τώρα πια, στο πλαίσιο του «εξευρωπαϊσμού» (;;;) μας, όλοι οι μάγειροι (συγγνώμη, … σεφ ήθελα να πω) ξέχασαν τα ρήματα καβουρντίζω και τσιγαρίζω, κι αντ’ αυτών λένε τα σαχλά σοτάρω και θωρακίζω. Τρομάρα μας!

Άμα δεν το καβουρντίσεις κομμάτι, το κριάσι νοστιμιά δεν έχει. Μ’ αρέσει η μερωδιά του καφέ, σαν καβουρτίζεται.

Μτφ. βασανίζω, τυραννώ, ταλαιπωρώ, τσιτσιρίζω. Την ήψησε και την ηκαβούρντισε τόσα χρόνια ο σερσερής!

καβουρντιστήρι, το: μεταλλικό σκεύος ειδικό για το καβούρντισμα του καφέ. Μτφ. κάθε πεπαλαιωμένο μηχάνημα ή εργαλείο. Κείνο το καβουρντιστήρι μου πάλι δεν ηπήρε μπρος κι άργησα στη δουλειά.

καβουρμάς, καβρουμάς, ο (τουρκ. kavurma): α) τσιγαριστό βοδινό ή χοιρινό κρέας, διατηρημένο σε λίπος, γεμεκλίκι.

β) χοιρινό κρέας με κρεμμύδια και σάλτσα, ψημένο με βούτυρο στο τηγάνι, είδος τηγανιάς, πολύ αγαπητό κατά τα Χριστούγεννα και τις Απόκριες στη Δυτική Ερυθραία (περιφέρειες Καράμπουρνων, Τσεσμέ και Αλατσάτων).

 

5. κούμνα, η και κουμνάκι, κουμνί, κουμί, το (τουρκ. kum: άμμος): πήλινο πλατύστομο δοχείο για γλυκά, τουρσιά ή ελιές.

Συνώνυμα ιδιωματικά: μούμνιος, καβανόζι.

 

6. κεφκίρι, το και κεφκίρα, η (τουρκ. kevgir): τρυπητή κουτάλα. Φύε απ’ αυτού, μη φας την κεφκίρα κατακέφαλα!

 

7. πεσκίρι, πεσκιράκι, το και πεσκίρα, η (τουρκ. peşkir): α) υφαντή πετσέτα προσώπου ή φαγητού, συχνά κροσσωτή, πεσέτα (Ερυθρ. – Σμ.).

β) μικρό τραπεζομάντηλο με συνώνυμη την ιδιωματική λέξη μαρχαμάς.

Παροιμίες: κατά τα μούτρα και το πεσκίρι (Σεβντίκιοϊ) ή κατά τα μούτρα κι ο μαρχαμάς (Βουρλά).

πεσέτα, η: α) πετσέτα, πεσκίρι (Ερ.). Ηπήρε για ριγάλο δυο πεσέτες του λουτρού. β) πετσετάκι του λούσου, του γλυκού (Σμ.). Ήκανε δώδεκα πεσέτες κεντημένες στο κουσί.

 

8. κενώνω: σερβίρω το φαγητό. Συνώνυμο ιδιωματικό: σελβέρνω.

Φλουρού, κένωσε ογλήγορα και πεινώ!

κένωση, η και κένωμα, το: το σερβίρισμα στα πιάτα.

Κάτσε να φάμε, μιας και μας ήλαχες στην κένωση.

 

9. κουμάρι, το (λατιν. cucuma, cucumarium: αγγείο νερού): α) μικρό κανάτι, πήλινο ή μεταλλικό κύπελλο με λαβή.

β) είδος χαρτοπαίγνιου (από το τουρκ. kumar: τζόγος).

κουμαράς, ο (λατιν. cucumarium > τουρκ. kumbara): κουμπαράς (Σμ.). Ημάτζεψε ένα σωρό παράδες στον κουμαρά του, αλάκερο γρούπο!

κουμάρμπασης, κουμαρμπάσης, ο (τουρκ. kumarbaz): χαρτόμουτρο, τζογαδόρος.

κουμαρτζής, ο (τουρκ. kumarcı): χαρτοπαίχτης. Συνώνυμο ιδιωματικό: χαρτοφόρος.

Συνεκδοχικά, άντρας κακόφημος, ανυπόληπτος, παλιόμουτρο, απόβρασμα.

κουμαρχανάς, ο: χαρτοπαικτείο, χαρτοπαικτική λέσχη (Σμ.).

κούμαρα, τα: εκτός από τα γνωστά δασικά φρούτα, έτσι ονομάζονται τα πλεχτά κουμπιά των αντρικών γελεκιών και των εσλικιών. Συνώνυμα ιδιωματικά: κουκούμαρα, κλωστόκουμπα, μπλεχτόκουμπα.

κουμαρομανίτα, η και κουμαρομανίτης, ο: είδος βρώσιμου μανιταριού, που θεωρείται πολύ νόστιμο από τους Ερυθραιώτες.

 

10. πολλοχάνω, απολλοχάνω (ίσως και απολοχάνω, ‘πολοχάνω, αν ετυμολογηθεί από τις λέξεις από +λόχη: λάβρα, φλόγα): α) καταπραΰνομαι, χάνω την έντασή μου. Ξεκουπάκωσε το φαΐ να πολλοχάνει, ώσαμε να κενώσεις.

β) ηρεμώ, χαλαρώνω, ξεκουράζομαι. Συνώνυμα ιδιωματικά: απορηχαίνω, χουζουρεύω, ραχατεύγω, ριποζέρνω, ρεπουσέρνω (Αλάτσατα). Ηπέσανε ούλοι απάνω μου κ’ ηπολλόχασα κομμάτι. Θέσε τη στρώση να πολλοχάσομε καμπόσο.

 

9. λίγκι, το (άγνωστης ετυμολογίας): ώμος, οι μύες στον αυχένα και στον τράχηλο (Ερ. – Σμ.) Ηπιαστήκανε τα λίγκια ντου αφ’ το σουβάντισμα.

Πονούνε τα λίγκια μου κι ‘εν ημπορώ να κοιμηθώ.

Έκφραση βάνω λίγκι: καταβάλλω προσπάθεια, βάζω τα δυνατά μου, βάζω πείσμα. Ηβάνανε λίγκι οι Χριστιανοί κ’ ηχτίσανε την εκκλησιά μας μέσα σε σαράντα μέρες!

 

10. λεμπλεμπί, το ή λεμπλε(μ)πούδα, λεμπλεμπού, η και λεμπλεμπίδι, το (τουρκ. leblebi): αφράτο στραγάλι (ζαχαρωμένο ή σκέτο). Συνώνυμα ιδιωματικά: ζεβλεπιές, ζεγλεπιές, τσεμπλεμπί, τσεμπλεμπού, τσεμπλεμπούδα.

λεμπλεμπιτζής, λεμπλε(μ)πουτζής, ο (τουρκ. leblebici): στραγαλάς, πωλητής ξηρών καρπών. Συνώνυμα ιδιωματικά: ζεβλεπιτζής, ζεγλεμπιτζής, τσεμπλεμπιτζής.

λεμπλεμπιτζίδικο, λεμπλε(μ)πουτζίδικο, το: στραγαλάδικο και γενικώς πωλητήριο ξηρών καρπών. Συνώνυμα ιδιωματικά: ζεβλεπιτζίδικο, ζεγλεμπιτζίδικο, τσεμπλεμπιτζίδικο, τσεμπλεμπουτζίδικο.

Λεμπλεμπιτζή, του: γειτονιά στην Οβραιακή της Σμύρνης.

 

11. λέμπι, το και λεμπή, λεμπία, η (αρχ. ελλ. λέμβος): α) επιμήκης κούνια για 5-6 άτομα (Ερ. – Σμ.). Τα λέμπια τα στένουνε ξώλαμπρα. Για τσι λεμπές ήπρεπε να ‘ναι γερό ένα δέντρο.

β) Το κούνημα της λεμπής, το λέμπισμα (Σμύρνη).

γ) το λέμπι: η τραμπάλα (Βουρλά). δ) η λέμπη: η τραμπάλα (Σμύρνη).

λέμπισμα, το: κούνημα, αιώρηση, λίκνισμα στον αέρα.

λέμπω, λέμπο(υ)μαι: κουνιέμαι στο λέμπι, αιωρούμαι, λικνίζομαι.

Γιά ‘δε τσις, μωρ’ συ, πώς λέμπουνται σαν τσι κουρίτες!

Αφ’ τον καβαλάρη του ταβανιού ηλέμπανε τα χειμωνιάτικα σταφύλια και τα πωρικά.

Στην Πατρίδα, μετά τη  Λαμπρή τα παιδιά ηλέμπανε κ’ ητραγουδούσανε:

Απ’ τη μια εγώ να λέμπω κι απ’ την άλλη λέμπε συ,

                να σε βλέπω μέσ’ στα μάτια, αχ, αγάπη μου χρυσή. (Σμύρνη)

λεμπιάζω: κρεμώ (Δυτ. Ερ.). Ηλέμπιασες τα ρούχα στο σκοινί;

Κάτσετε καλά, δαιμόντρου γιοι, να μη σας λεμπιάσω ανάποδα!

λεμπιασμένος, λεμπισμένος, -η, -ο: κρεμασμένος, αιωρούμενος.

Από ‘να ψηλοφούντανο ήτανε λεμπιασμένο το τσερκένι του.

Όξω στην πόρτα είχενε αψηλά λεμπισμένα μια κουδούνα κι ένα πέταλο τ’ αλογάτου.

 

12. νταβάς, ταβάς, ο και νταβαδάκι, ταβαδάκι, το (τουρκ. tava: τηγάνι): μπακιρένιο βαθύ ταψί, συχνά με δυο κουλούπια (χερούλια). Συνεκδ. οποιοδήποτε ταψί.

Το καλό το ιμάμ μπαϊλντί ψένεται στον νταβά κι όχι στον ντέντζερη.

Ήφαεν ένα ταβαδάκι μπακλαβούδες, ο λιξάρης!

νταβάς, ο (τουρκ. dava): μήνυση, αγωγή. Ήκαμε νταβά τ’ αξαδρέφου του για το χτήμα στη ντερεδιά.

Κάνω νταβά τση μοίρας μου, γιατί με βασανίζει,

                 τρία πικριά κι ένα γλυκύ την ώρα με ποτίζει.  (Βουρλά)

νταβατζής, ο (τουρκ. davacı: αντίδικος): α) συνήγορος, προασπιστής.

β)  μτφ. προαγωγός, προστάτης, μαστροπός, εκμαυλιστής.

νταβατζιλίκι, το (τουρκ. davacılık): η ιδιότητα του νταβατζή, προστασία, μαστροπεία.

 

13. νταβαντούρι, νταβατούρι, ταβατούρι, ταβαντούρι, το (τουρκ. tevatür): οχλαγωγία, φασαρία, κίνηση, σύγχυση, θόρυβος.

Συνώνυμα ιδιωματικά: νταντανάς, πατιρντί, τέλος. Μτφ. διασκέδαση, ζέφκι.

Ηγένηκε μεγάλο νταβαντούρι.

Ημπάταρε μια νταλίκα κι ούλοι ηστεκούντουστε να δούνε κείνο το ταβατούρι που τως ήλαχε.

 

14. ξίκης, ξίγκης, ξικού, ξιγκού και ξίκισσα, ξίκικο και ξικάκι: ελαφρόμυαλος, αφελής, σαχλός, χαζοβιόλης, κουφιοκέφαλος.

Συνώνυμα ιδιωματικά: αλαούτα, αλαλαχτός, ούργιος, γραντισμένος, ρεχόμυαλος, ρεχοπατιάς, ζεβζέκης, αγαβός, φυρός, σαλαγδός, σερσέμης, κελέκης, μπουνταλάς.

Είντα λέτε, βρε ξίκηδοι; Δε θέλω νταλαβέρια μ’ αυτή την ξικού. Άτε να χαθείς, ξίγκη! Ξίκισσα η μάνα, ξίκικα και τα παιδιά τσης.

Κοινότατη αλατσατιανή έκφραση: άντε βρε, ξικάκι του Χαχλίκα!

ξικάδα, ξικιά, ξιγκιά, η (τουρκ. eksik: άγουρος, ελλιπής): ανοησία, αμυαλιά, σαχλαμάρα, χαζομάρα. Συνώνυμα ιδιωματικά: ουργιαμάδα, μπούρλα, σερσεμιά, ζεβζεκιά, μπουνταλοσύνη.

Άφες τσι ξικάδες και ξάνοιε τη δουλειά σου. Ούλο ξικιές λέ’ ο στόμας του!

 

ξίκικα (επίρ.): ανεπαρκώς, ελλιπώς. Ευτό το χασαπάκι πάντα ξίκικα ζυ’άζει.

ξίκικος, -ια, -ο: λειψός, λιποβαρής, ελλιπής, ελαττωματικός.

Συνώνυμα ιδιωματικά: φυρός, τσουρούκικος, κίτικος.

Ξίκικος παράς, ξίκικος λόος, ξίκικια ζυγαριά, ξίκικα μυαλά, ξίκικο φαΐ.

 

ξίκι, το: έλλειψη, στέρηση. Ξίκι να σού ‘ρτει!

Ξίκι να σου γένει, μωρή κανκάγια, μονοφαού!

Δεν το παίρνω, Καλλιό μου, να μη σου το κάμω ξίκι.

ξικοζυάζω: ζυγίζω ελλιπώς, κλέβω στο ζύγισμα.

Δεν ηξαναψούνισα απ’ αυτόνανε, γιατί ξικοζυάζει, ο αφορεσμένος.

ξικοκάνταρο, το: ελαττωματική ζυγαριά, κάλπικο καντάρι, καλποκάνταρο.

 

Ξικολεθριανός, Ξικολυθριανός, -ή: σκωπτικό τσούκλι για τους Λεθριανούς.

(Για τα παρατσούκλια, θα γράψομε την επομένη φορά).

 

ξίκολσουν, ξίκουρσουν, ξέκολσουμ (έκφρ. τουρκ. eksik olsun): να μου λείπει, παράτα με (Ερ. – Σμ.).

Ξίκουρσούν κι εσύ με τσι κουβέντες σου! Ξίκολσουν κι αυτός κι η παρέγια του! Δεν τα θέμε τα ριγάλα τσης, ξέκολσουμ!

 

15. ξιδερό, το: μπουκάλι ή άλλο δοχείο (πήλινο κ. ά) για το ξίδι.

Παροιμία: Το ξιδερό, το λαδερό ημανίσανε τα δυο.

Ξιδοβαφτισμένοι, οι: παρατσούκλι των Σμυρνιών για τους Βουρλιώτες, επειδή παρήγαν και κατανάλωναν πολύ ξίδι.

ξιδόμαυρα, τα: ξασπρισμένα μαύρα ρούχα, πολυφορεμένα πένθιμα.

 

16. ξεμασκαλίδι, το: μόσχευμα, κλαδάκι για φιντάνι. Τα τζιράνια και τα σκουλαρίγκια με ξεμασκαλίδι πιάνουνε.

ξεμασκαλί(τ)ζω: α) βγάζω τη μασχάλη. Κράτα καλά το μωρό, μην το ξεμασκαλίσεις.

β) κόβω μοσχεύματα, κλαδιά. Συνεκδ. ρημάζω, καταστρέφω. Συνώνυμα ιδιωματικά: ξεμερδίζω, ταρταλιάζω.

Ηπήανε να πιάσουνε το Μα κ’ ηξεμασκαλίσανε ούλοι τσι μπαξέδες τση Ελυθραίας!

ξεμασκάλισμα, ξεμασκάλιασμα, το: βίαιο τράβηγμα από τη μασχάλη. Αποκοπή, καταστροφή. 

 

ΜΗΝΥΜΑ ΕΚΤΟ

Συνεχίζουμε την παράθεση ιδιωματικών ερυθραιώτικων και σμυρναίικων λέξεων και εκφράσεων. Ευχαριστώ πολύ και πάλι την κυρία Στέλλα Χατζηφωτίου – Βογιατζή για τις λέξεις που μου υπενθύμισε, πολλές από τις οποίες σας παραθέτω σήμερα. Φυσικά, πρώτα έγραψα τα τσούκλια (όσα θυμήθηκα), που σας υποσχέθηκα από την προηγούμενη φορά. Αν ξέρετε κι άλλα, είναι καλοδεχούμενα, όπως όλες οι λέξεις που μας στέλνετε.

    Αν θέλετε, μπορείτε να μας ζητάτε να σας εξηγήσουμε κάποιες ιδιωματικές λέξεις που θυμάστε, αλλά δεν γνωρίζετε την ακριβή σημασία τους. Επίσης μπορείτε να μας αποστείλετε ιδιωματικές σμυρναίικες ή ερυθραιώτικες λέξεις που γνωρίζετε εσείς. Αν δεν τις έχω ήδη καταγράψει, θα προστεθούν κι αυτές στο γλωσσάριο, για να το εμπλουτίσουν.

 Θοδωρής Κοντάρας

19 Απριλίου 2021

 

1. Παλαμουτάδες, οι: τσούκλι για τους Σιβρισαριανούς, επειδή ασχολούνταν με τη συλλογή κι εμπορία βελανιδιών.

παλαμούτι, το (τουρκ. palamut): βελανίδι, βελάνι (Αν. Ερ. – Σμ.).

παλαμουτιά, η: βελανιδιά, μεσές (Ερ.).

παλαμουτάς, ο: καλλιεργητής, ο συλλέκτης ή ο έμπορος βελανιδιών.

παλαμουτλούκι, το (τ. palamutluk): δρυμός, δάσος με βελανιδιές (Σμ.).

      Επίσης έχομε και τα τοπωνύμια Παλαμούτι, το: α) βραχονησίδα νοτίως του όρμου της αρχαίας Τέω, β) εξοχική τοποθεσία του Μπουρνόβα, και γ) Παλαμούτια, τα: μικρό τουρκοχώρι που υπαγόταν στο Σεβντίκιοϊ.

 

2. Καβαλινάδες, οι: σκωπτική ονομασία (τσούχλι) για τους Βουρλιώτες. Το επίθετο προέρχεται από την λέξη καβαλίνα, η (λατ. caballinus): κόπρανο αλόγου, γαϊδάρου ή μουλαριού.

 

Αλατσατιανές παροιμίες: Για τους ανάξιους κι ασήμαντους λέγεται η παροιμία Κυλούν τα κιτρολέμονα, κυλούν κι οι καβαλίνες. Και όταν κάποιος προσπαθεί να κάνει πράγματα χωρίς τα απαραίτητα εφόδια, λέγεται η παροιμία Με καβαλίνες τηανίτες δε γένουνται. Ανάλογη και η παροιμία Με τσι πορδές τ’ αβγά δε βάφουνται.

 

3. Κοκονίκοι, οι: τσούκλι που έδωσαν οι Τσεσμελήδες κι οι Αγιαπαρασκευούσοι στους άντρες από την Κάτω Παναγιά, επειδή συχνά τους κουμάντερναν οι γυναίκες τους. Το επίθετο προέρχεται από την πασίγνωστη λέξη κοκόνα, κόνα, η (ρουμαν. cocoana): κυρία, οικοδέσποινα, αφέντρα, κυρά (Ερ. –Σμ.). Επίσης είναι χαϊδευτική προσφώνηση για κάθε ηλικίας γυναίκα.

Στο μαγαζί τως ηψουνίζανε ούλες οι κοκόνες του Μπουτζά.

Ήρτε μουσαφίρισσα η κόνα-Ζανφώ. Ήμαστουν στση κόνα-Μαριγής το σπίτι.

Ό,τι θες εσύ, κοκόνα μου, δε σου χαλνώ χατίρι!

Έλα, η κοκονίτσα μου, ξύπνα, το γιαβρουδάκι μου!

     Επίσης από την ίδια λέξη έχομε το βαφτιστικό όνομα Κοκόνη σε διάφορες μορφές, όπως Κοκόνη, Κοκονή, Κοκονιώ, Κοκονίτσα, Νίτσα, η και Κοκονιό, Κοκονάκι, Κοκόνι, το.

 

4. Λιοβγάρματα, τα: τσεσμελίδικο παρατσούκλι για τους Αλατσατιανούς, επειδή κατοικούσαν ανατολικά του Τσεσμέ.

Προέρχεται από τη λέξη λιόβγαρμα (Ερυθρ.) ή ηγιόβγαρμα, ηλιόβγαρμα (Σμ.), το: ανατολή, χάραμα. Συνών. ιδιωμ.: άρμπα, χαραή.

Γιάντα ήρκατε αφ’ το λιόβγαρμα; Ηδουλεύγανε αφ’ το λιόβγαρμα ώσαμε το βασιλεμό. Σηκώνεται το ηγιόβγαρμα και πααίνει στ’ αμπέλι.

 

5. Ηγιοβασιλέματα, Ηλιοβασιλέματα, τα: σμυρναίικο παρατσούκλι για τους κατοίκους της επαρχίας του Τσεσμέ, επειδή κατοικούσαν δυτικά της Σμύρνης.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Στη Σμύρνη και τα κοντινά προάστια (Μπουτζά, Μπουρνόβα, Κορδελιό κλπ.) ήταν συνηθέστατη η προφορά των συλλαβών -lio, -lia, -lie, -liu, -lii ως –γιο, -για, -γιε, -γιου, -γιι: ήγιος (ήλιος), πουγιά (πουλιά), εγιές (ελιές), σκογειού (σκολειού), σκορδαγιοί (κορυδαλλοί).

 

6. Ξερά Κεφάλια, τα: γκιουλμπαξώτικο παρατσούκλι για τους Αλατσατιανούς, επειδή στον Γκιούλμπαξε πουλούσαν ξερές μυζήθρες, διαλαλώντας τες ως «αλατσατιανά ξερά κεφάλια!»

 

7. Σαρδελοζούμηδοι, οι: αλατσατιανό παρατσούκλι για τους Τσεσμελήδες και τους Αγιοπαρασκευούσους, που ήταν θαλασσινοί και ψαράδες.

 

8. Γλάροι, οι και Γλαράκια, τα: τσούκλι των Τσεσμελήδων και των Σμυρνιών για τους Αγιοπαρασκευούσους, που ήταν ξακουστοί θαλασσινοί.

 

9. Χαλβάς, Χαλβαδόχαρτο, το: σκωπτικά, ο κάτοικος του Μπουτζά. Τσούχλι για τσι Μπουτζαλήδες, που αγαπούσαν πολύ το χαλβά και διαρκώς ψώνιζαν χαλβάδες από τη Σμύρνη, τους έτρωγαν καθ’ οδόν προς το σπίτι τους και πετούσαν τα χαρτιά στο δρόμο.

Θες να πας στον Μπουτζά και δεν ηξέρεις το δρόμο; Μη νοιάζεσαι και θε’ να σε πάνε τα χαλβαδόχαρτα!

Βρε συ, Χαλβάς Μπουτζαλής είσαι;

 

10. Τσακάλια, τα ή Τσακαλοχώρηδοι, οι: παρατσούκλι για τους Ρεϊσντεριανούς, επειδή πολλοί απ’ αυτούς γύριζαν στα βουνά της Δυτικής Ερυθραίας κι ασχολούνταν με την υλοτομία, τα κάρβουνα κλπ. Και Τσακαλοχώρι: σκωπτικά, ο Ρεΐσντερες.

 

9. αδιαφόρετος (Ερ. – Σμ.), αδγκιαφόρετος (Μελί), -η, -ο: άχρηστος, τιποτένιος, ανίκανος, χαμένος, ανώφελος, μάταιος, άσκοπος. Συνώνυμα ιδιωματικά: άτελος, τζιτζικώλης, ανωφέλετος.

Να σιάξεις το ντάμι και να σαβουρντήξεις ούλα τ’ αδιαφόρετα.

Του τα λέγω νύχτα μέρα, μα αδιαφόρετος κόπος!

Τι μου τήνε ματζεύεις εδωνά αυτήνανε την αδιαφόρετη;

Οι αρρώστιες τον ηκαταντήσανε καλά καλά αδιαφόρετο.

αδιαφόρετα, αδγκιαφόρετα (επίρρημα): μάταια, άσκοπα, ανώφελα, χωρίς διάφορο, ανωφέλετα.

Στ’ αδιαφόρετα ηπήαν τα κόπια μου.

Ετρέχασι να τόνε βρούσι, μα αδγκιαφόρετα πια.

 

10. αλαβούτα, αλαούτα, η: νεροκολοκύθα. Δοχείο για υγρά (νερό, κρασί, γάλα) φτιαγμένο από την ίδια την κολοκύθα και συνεκδ. είδος ντενεκέ. Μτφ. μεθύστακας, άνθρωπος που ανακατεύεται σε όλα, σαχλός, κουφιοκέφαλος, ελαφρόμυαλος (Δυτ. Ερ.).

Συνώνυμα ιδιωματικά:  ξίκης, γούργιος, φυρός, ρεχοπατιάς.

Πιάσε μιαν αλαούτα κρασί. Ηπερεχούσε με την αλαβούτα τη μπουγάδα.

Σου ‘ν’ ευτός μιαν αλαβούτα, απ’ τσι πρώτες!

Ίσα, μωρή αλαούτα, τράβα στη δουλειά σου κι απαράτα μας!

αλα(β)ουτιά, η: νεροκολοκυθιά.

αλαβούτο, αλαούτο, το: το λαβούτο, λαούτο (Δυτ. Ερ.).

 

11. απαλαριά, απαλεριά, η (λατιν. epuloria: σύνολο εδεσμάτων > βυζ. απαλαρέα): μεταλλικός δίσκος σερβιρίσματος (Δυτ. Ερ.).

Συνώνυμα ιδιωματικά: απλάδα, λενγκέρα, πιατάντζα

Ήφαε μιαν απαλαριά κόλλυβα.

Ήβγε η νύφη με την απαλεριά στο χέρι να τρατάρει τις μουσαφιραίοι.

 

12. άμουλα, η (λατιν. amula, ιταλ. ampolla): α) φιάλη, μπουκάλα. Ητάζανε κι οι Τούρκοι άμουλες τα λάδια στη χάρη Του.

β) γυάλινο βάζο του γλυκού. Ήφαε μιαν άμουλα ρετσέλι και τον ήπιασε σούρντιση.

Σαν το τριανταφυλλάκι μέσα στην άμουλα

                   είναι, καλέ μικρό μου, τα δυο σου μάγουλα.   (Σμύρνη)

αμουλάκι, το και αμουλίτσα, η: α) φιαλίδιο, μπουκαλάκι. Δέκα αμουλίτσες φάρμακο έπιε, άστε να συνοφέρει. Φέρε μου το αμουλάκι του ξιδιού.

β) βαζάκι. Ήκανα γλυκό βύσσινο και διαμοίρασα τ’ αμουλάκια στσι γειτόνισσες.

αμουλάτη, η: είδος ντομάτας, ντοματάκι.

 

13. καβανόζι, γαβανόζι, γκαβανόζι, το (τουρκ. kavanoz): πήλινο δοχείο για διαφύλαξη τροφίμων και γλυκών. Συνώνυμα ιδιωματικά: κούμνα, μούμνιος.

Σώνει πια! Ήφαες ένα γκαβανόζι τουρσί!

 

14. λιξ(ι)άρης, λιξ(ι)άρα, λιξ(ι)άρικο και λίξης, λίξα ή λιξού, λίξικο: λιχούδης, λιγούρης, λαίμαργος.

Συνώνυμα ιδιωματικά: γλεουδιάρης, γουλιάρης, λιούγκρος, λιμάρης, μονάντερος, χαφτάνας. Τώρα που το ‘βρε τζάμπα, θε’ να σκάσει ο λιξάρης απ’ το φαΐ!

Πάψε, μωρή λίξα, να τρως!

λίξα, η: λαιμαργία, λιγούρα, λίμα. Είχενε μια λίξα, να φά’ και σένανε!

λιξεύ(γ)ομαι: λιγουρεύομαι, λαχταρώ, επιθυμώ, ορέγομαι (Δυτ. Ερ.).

Συνώνυμα ιδιωματικά: γλεγουδεύγομαι, λιμπίζομαι, λιουγκρίζω, ρουγκλίζω, ρέομαι.

Ούλη την ώρα κοίταε τα κριάσια που ηκρεμούντανε στο τσινγκέλι και τα λιξευούτανε. Μην τόνε λιξεύγεσαι, μωρ’ συ, και δεν είναι για τα μούτρα σου!

 

15. αλτάνα, αλντάνα, αλιτάνα, αρτάνα, αλτανίτσα, αρτανίτσα, η (ιταλ. ortana, ortaglıa: λαχανόκηπος): α) ανθώνας, παρτέρι, βραγιά με λουλούδια, πρασά (Ερ. – Σμ.).

β) είδος αγορίστικου παιχνιδιού (Σμ.), που συνοδευόταν από το ακόλουθο τραγουδάκι:

Ανεβαίνω στην αλτάνα

και χτυπώ και την καμπάνα

σιγανά και ταπεινά,

μην ακούσ’ η γειτονιά.

Σχετικό είναι και το σπάνιο όνομα της Ερυθραίας και της Σμύρνης, με τις μορφές Αλτανιώ, Αρτανιώ, Αλτανάκη, Αρτανούκα, η και Αλτανιό, Αρτανιό, Αλτανάκι, το.

 

16. κουρίτα, κουρούτα, κουριτιά, η (ίσως από το ιταλ. correre: τρέχω): είδος βάρκας του Τσεσμέ και του κόλπου της Σμύρνης, που ήταν κατάλληλη να μεταφέρει πολύ φορτίο (υλικά οικοδομής, γεωργικά προϊόντα, ξύλα κλπ.). Σχετικά γοργό σκαρί, είχε πανί, δυο ή τέσσερα κουπιά και επίπεδη καρίνα, για ν’ αράζει εύκολα.

Ηκιάλερνε το κουν-τρέστο που ηκάνανε οι κουρίτες του λιμανιού.

Εσειούσανε κι ελυγιούσανε σαν τσι κουρούτες στο γιαλό.

Τι σε μέλει εσένανε για την κουρίτα μου,

                 τα πανιά μου, τα κουπιά μου γιά τα δίχτυα μου. (Τσεσμές)

 

17. μπαϊλντώ, μπαλντώ, μπαϊλντίζω, μπαϊρντίζω (τουρκ. bayılmak, αόρ. bayıldım): λιποθυμώ και συνεκδ. κουράζομαι, αποκάνω, ξελιγώνομαι, εξαντλούμαι, καταβάλλομαι, ξεθεώνομαι, βαλαντώνω, απαυδώ.

Συνώνυμα ιδιωματικά: τσοχτίζω, ντουζντίζω, κρεπάρω, κολπάρω, ρεντέρνω. Εμπαΐλντισα αφ’ το κάμα! Κάθα μέρα μπαϊλντά αφ’ τσι δουλειές.

Λίγο μου ‘λειψε να μπαϊλντίσω από τ’ αθρωποθέμι.

Ποιος ψήνει κιοφτέδες και μας ημπαΐρντισε η μερωδιά;

Ήρτε απ’ το σκολειό κ’ ήπεσε μπαϊλντισμένο στο φαΐ.  

μπαΐλντισμα, μπαΐρντισμα, το: λιποθυμία, κόπωση, εξάντληση, βαλάντωμα, ξεθέωμα. Συνώνυμα ιδιωματικά: αποκάμωση, τσούχτισμα, ντούζντισμα.

Μου ‘ρτε μπαΐλντισμα απ’ την πείνα.

Ήπεσε ξερός με τέτοιο μπαΐρντισμα που ητράβηξε.

 

18. μπιτίζω, μπιντίζω (τουρκ. bitmek): εκτελώ, ολοκληρώνω, αποπερατώνω, -ομαι. Συνώνυμα ιδιωματικά: τελεύγω, (α)ποκαίνω, αποσιάζω, ξετελεύω, ξεκεφαλώνω, νετάρω.

Οι δουλειές δεν μπιτίζουνε ποτές. Μπίντισε το φαΐ κ’ ηαπόμεινε νηστικιά.

Πότε με το καλό θε’ να μπιτίσετε το γιαπί;

Τρία μέτρα πιτσίλι τα ‘χε μπιτισμένα πριχού τη Λαμπρή.

μπιτισμένος, -η, -ο: τελειωμένος, τακτοποιημένος, καθαρός. Συνώνυμα ιδιωματικά: ξετελεμένος, νέτος, αποσιαγμένος, ξεκεφαλωμένος.

Μπιτισμένες δουλειές, μπιτισμένα πράματα.

Υπάρχει και η σπάνια έκφραση μπιτί-κιτί (από το τουρκ. bitti-gitti: τελείωσε και πάει): ξέχνα το, άσ’ το, χάθηκε, περασμένο ξεχασμένο. Λέγεται και γκιτί-μπιτί (στο Σεβντίκιοϊ). Συχωρέθηκε κι ο Ανεστάσης, μπιτί-κιτί!

 

19. μανίζω (αρχ. ελλ. μανία): μανιάζω, θυμώνω, εξοργίζομαι, κακιώνω, παρεξηγούμαι, δυσαρεστούμαι.

Συνώνυμα ιδιωματικά: μουρώνω, μπουριάζω, μουρκίζομαι, σεκλετίζομαι.

Μου μάνισε και δεν ηξανάρτε. Μη μου ξαναπείς κουβέντα, γιατεμή θα σου μανίσω! Ντεριέσαι να τζη το πεις, μη σου μανίσει;   

Το λεμονάκι τ’ άγουρο τρίβε το κι ας μυρίζει

                    και τη γειτονοπούλα σου φίλα τη κι ας μανίζει. (Αλάτσατα)

μάνητα, η και μάνισμα, το: μανία, οργή, θυμός, δυσαρέσκεια.

Συνώνυμα ιδιωματικά: πίκα, φούρκα.

Άμα τον εύρεις στη μάνητα, χάσου από μπρουστά του! Του εκάλμαρε το μάνισμα; Τα κύματα με μάνητα βαρούνε το γιαλό. Γιάντα μου βαστάς μάνητα;

μανισ(ι)άρης, μανισ(ι)άρα, μανισ(ι)άρικο: οργίλος, ευέξαπτος, παραπονιάρης, εκδικητικός. Συνώνυμα ιδιωματικά: θυμωσάρης, μουρκισμένος, μπουριασμένος. Δε σε παίζομε, γιατί ‘σαι μανισάρα.

Τι να του κάνομε, του μανισιάρη, για να ξεμανίσει;

μανισμένος, -η, -ο: μανιασμένος, θυμωμένος, εξοργισμένος, παρεξηγημένος. Τον έδα μανισμένο και δεν ηξέρω είντά ‘χει. Η θάλασσα είναι μανισμένη. Παροιμία: Αφ’ το μανισμένονε διάφορο έχεις!

Αντίθετη έννοια του μανίζω, το ρήμα ξεμανίζω: ξεθυμώνω, ηρεμώ.

Συνώνυμα ιδιωματικά: ξεχολιάτζω, ξεπικρίζω, ξαραθυμώ.

Μου ξεμάνισες γιά τα ‘χεις ακόμα ματζί μου;

Τώρα δα τση περάσανε τα μπουριά τσης και μας ήρτε ξεμανισμένη να πιούμε καφέ.

 

20. ξελίγκιασμα, ξελίκισμα, το: α) πιάσιμο στον αυχένα και στους ώμους (Ερ. – Σμ.). Μου πονά η κεφαλή μου αφ’ το ξελίγκιασμα.

β) Η αφαίρεση των μίσχων της σταφίδας,το ξεκουλούπωμα (Αλάτσατα).

ξελιγκιάζω, ξελικίζω, -ομαι: α) κάνω κάποιον να υποφέρει στους ώμους. Με ξελίγκιασε ο άγγονάς μου να με καβαλά ούλη την ώρα.

β) Πάσχω από αυχενικό σύνδρομο. Παρά λί’ο να ξελικιστεί, ξανοίοντας τ’ αγερόπλανα.

γ) Συνεκδ. κουράζομαι πολύ (Ερ. – Σμ.). Του νου σου, μη ξελιγκιαστείς πάλι από τσι δουλειές. Ηξελιγκιάστηκένε με τ’ ασπρίσματα του σπιτιού.

δ) Αφαιρώ το κάρφος της σταφίδας, ξεκουλουπώνω (Αλάτσατα).

 

21. ντάμι, το (τουρκ. dam: παράπηγμα): α) αποθήκη, παράσπιτο. Φέρε μου κείνη τη σκαλίτσα αφ’ το ντάμι.

β) εξοχικό αγροτικό σπιτάκι, φρίτζα. Το καλοκαίρι ηγκιοστίζανε στα ντάμια, για να ‘ναι κοντά στα χτήματά τως, να ματζεύουνε τα μαξούλια.

γ) στάβλος, αχούρι. Ηπήε στο ντάμι να κασαγιάσει τ’ άλογο. Ντάμι μου το κατήντησες το σπίτι!

ντάμα, η: μεγάλο ντάμι. Είχε βαλμένα τα γιγίτια τση δουλειάς του σε μια ντάμα, πίσω στο χαρούμι.

νταμάκι, το: α) μικρό ντάμι. Μτφ. σπιτάκι, καλυβάκι. Στο νταμάκι ήβαζε γούλες τσι σαβούρες τως. Οι θειάδες μου ημένανε σε κάτι νταμάκια στα Σούρμενα.

β) τετράγωνο. Πανί με νταμάκια. Χαρτί με νταμάκια.

νταμάτος, -η, -ο και νταμωτός, -ή, -ό: α) υφαντός με τετράγωνα ή καρό σχέδια (Ερ.). β) είδος μποξά με τετράγωνα σχέδια (Αλάτσατα).

Νταμάτη μπατανία, νταμάτη πεσκίρα, νταμωτό πανί, νταμάτο παν-ταλόνι.

νταμιέρης, ο: σταβλίτης, ιπποκόμος (Σμ.).

Έχομε επίσης και τα τοπωνύμια:

α) Ντάμες, οι και Νταμάκια, τα: αγροτική τοποθεσία νοτίως του Μελιού, κοντά στο Ποτάμι.

β) Νταμάκια, τα: κεντρική γειτονιά στα Πανωχωριανά τ’ Αλατσάτου.

και γ) Ντάμια, τα: μικρό ελληνοχώρι του Σεβντίκιοϊ.

 

ΜΗΝΥΜΑ ΟΓΔΟΟ

 

ΤΑ ΛΑΜΠΡΙΑΤΙΚΑ ΙΔΙΩΜΑΤΙΚΑ ΜΑΣ – ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Σήμερα, λόγω της Λαμπρής, σας παραθέτω λέξεις σχετικές με τις πασχαλινές γιορτές και τις λιτανείες, τα γλυκά, τα φαγιά και τα υλικά τους, τις δουλειές και τις συνήθειες των ημερών, τα ονόματα που γιορτάζουν και άλλα συναφή. Επειδή όμως αυτές οι λέξεις είναι πάρα πολλές, με παράγωγα ή άλλες σημασίες, θα συνεχίσουμε και στο επόμενο, το ένατο μήνυμα.  

    Αν θέλετε, μπορείτε να μας ζητάτε να σας εξηγήσουμε κάποιες ιδιωματικές λέξεις που θυμάστε, αλλά δεν γνωρίζετε την ακριβή σημασία τους. Επίσης μπορείτε να μας αποστείλετε ιδιωματικές σμυρναίικες ή ερυθραιώτικες λέξεις που γνωρίζετε εσείς. Αν δεν τις έχω ήδη καταγράψει, θα προστεθούν κι αυτές στο γλωσσάριο, για να το εμπλουτίσουν.

 Θοδωρής Κοντάρας

30 Απριλίου 2021

 

Κατ’ εξαίρεση, παραθέτω πρώτα το ακόλουθο παρατσούκλι, για να συμπληρωθεί η … «σειρά» με τα τσούκλια, που σας απέστειλα τις προάλλες.

Κουτσουράδες, οι: παρατσούκλι των Σμυρνιών για τους Κουκλουτζαλήδες, επειδή ήταν περίφημοι υλοτόμοι και καρβουνιάρηδοι. Τους αποκαλούσαν επίσης και Κάρβουνα καλά, επειδή έτσι διαλαλούσαν την πραμάτεια τους στις αγορές της Σμύρνης και στους μαχαλάδες.

 

ΓΛΥΚΑ – ΦΑΓΗΤΑ – ΥΛΙΚΑ

 

1. λάζαρος, ο ή λαζαράκι, λατζαράκι, το: α) ειδικό ανθρωπόμορφο νηστίσιμο κουλούρι που έφτιαχναν για τα παιδιά το Σάββατο του Λαζάρου, ζυμωμένο με αλεύρι, λάδι, μαστίχα, σταφίδες και ζάχαρη (Δυτ. Ερ. – Σμ.).

β) Τριγωνικό κουλούρι γεμιστό με ταχίνι, σταφίδες και κρεμμύδι που το έφτιαχναν του Λαζάρου και των Βαΐων στα Βουρλά.

λάζαρος, ο: μτφ. όποιος συνήλθε μετά από σοβαρή ασθένεια.

Βρε καλώς τονα, το λάζαρο! Περαστικά και σίδερο στη μέση σου!

 

2. κούτσα, κουτσούνα, κουρούνα, κορούνα, η: εκτός των άλλων σημασιών της λέξης (δες το πέμπτο μήνυμα), έτσι ονομάζουν σε πολλά και διάφορα μέρη της Ερυθραίας το λαμπριάτικο ανθρωπόμορφο ή σε σχήμα πλεξούδας τσουρέκι με αβγό στην κορυφή.

Το Πάσκα παντάπασιν ήπρεπε να τζυμώσουμε και κούτσες των παιδακιώ.

Κάθα Λαμπρή, ο παερής του γιούκα μου θε’ να του στείλει παντάπασιν την κορούνα του.

 

3. κολλίκι, κουλλίκι, κολλικάκι, το (αρχ. ελλ. κόλλιξ, κολλίκιον, βυζαντ. κουλλίκιον, κουλλίκιν): α) νηστίσιμο σαρακοστιανό κουλούρι, κυρίως για τα παιδιά, ζυμωμένο με λάδι και ζάχαρη. 

β) οποιοδήποτε σπιτίσιο κουλούρι, ιδίως το πασχαλινό, στολισμένο πάντα με κόκκινο αβγό.

γ) χριστόψωμο διακοσμημένο με πολλά χάρτζα.

δ) γαμήλιο κουλούρι σε διάφορα σχήματα (πουλί, λουλούδι κλπ.) για τα καλέσματα του γάμου.

ε) στρογγυλό κουλούρι που το έβραζαν με πετιμέζι, είδος μουστοκούλουρου.

 

κολλίκα, κουλλίκα, η: α) μεγάλο λαμπριάτικο κολλίκι (όχι τσουρέκι), συνήθως στολισμένο με κόκκινο αβγό.

β) είδος χριστουγεννιάτικου χριστόψωμου.

 

4) σμυρναίικα, τα: πολύ χαρακτηριστικά πασχαλινά κουλούρια ζυμωμένα με μπόλικο βούτουρα κι αβγά.

 

5) κρουστάκι, το: κάθε λογής μπισκότο πολύ τραγανό, που θρει.

 

6) λαμπρόψωμο, το: ψωμί της Λαμπρής ζυμωμένο με πλούσια υλικά (χάσικο αλεύρι, μαστίχα, γλυκάνισο, κανέλα κλπ. που διαφέρουν από τόπο σε τόπο) και στολισμένο με κόκκινο αβγό στο κέντρο και πολλά συμβολικά χάρτζα (Δυτ. Ερυθρ.).

 

7) περδικάβγουλο, περντικάβγουλο, το: αβγό πέρδικας. Τα έβαζαν βαμμένα σε λαμπριάτικες κούτσες για τα παιδιά (Ερ.).

 

8) τριμοτάρταρο, τρεμοτάρταρο, τρεμοντάνταρο, το (ιταλ. cremore di tartaro: μαγιά): διογκωτική ουσία για τα γλυκά, είδος μαγιάς, μπέικιν πάουντερ, Συνώνυμα ιδιωματικά: ινγκλέζικο προζύμι, προζύμι τσ’ Ευρώπης (Σμ.).

Άμα δεν έχεις αλουσιά, να βάνεις ινγκλέζικο προζύμι στα γλυκά σου.

 

9) αλουσ(ι)ά, αλισ(ι)ά, αλουσίτσα, η (βενετ. lissia, ιταλ. lisciva):

α) αλισίβα, σταχτόνερο. Συνώνυμα ιδιωματικά: αχιλιά, θολόσταχτο.

Τα ρούχα ξεγαριάζανε μια χαρά με την αλουσά.

Στα σμυρναίικα βάνεις αλουσιά και πορτοκαλόζουμο.

β) είδος σαπουνάδας για μπουγάδα και για απορρύπανση πιατικών.

Κάμε, μωρ’ συ κόρη μου, κομμάτι αλουσίτσα και φέρ’ το μπουλασικόπανο να πλύνομε τα τσουκάλια.

γ) διάλυμα ποτάσας και λαδιού για την επεξεργασία της σταφίδας.

αλουσοκόφινο, αλισοκόφινο, το: μπουγαδοκόφινο.

αλουσόνερο, αλισόνερο, το: σταχτόνερο για μπουγάδα, αλουσά, θολόσταχτο.

αλουσόπανο, αλισόπανο, το: σταχτόπανο για τη μπουγάδα, (α)χιλιόπανο.

 

10) αλαμαρίνα, η: λαμαρίνα. Ήφαε μιαν αλαμαρίνα κολλίκια!

 

11) σγαρδουμάκια, σγαρδούμια, σγαρδούνια, τα: α) έντερα, γαρδούμπες.

β) Πασχαλινό φαγητό με τηγανητά αβγά, συκωτάκια κι αντεράκια, είδος ομελέτας (Δυτ. Ερ.).

 

12) τζι’έρι, τζιγέρι, το και πιο συνηθισμένα στον πληθ. τζιέρια, τζιγέρια, τζιεράκια, τα (τουρκ. ciğer): α) συκώτι, εντόσθια. Τως ήψησα τζιεράκια με το πιλάβι.

β) σπλάχνα, τα μέσα. Μού ‘φαες τα τζιγέρια με τη γρίνα σου!

Σταμάτα το πιοτί και το τσιγάρο, για’ θε’ να καούνε τα τζιέρια σου!

γ) μτφ. πολυαγαπημένος, λατρευτός. Ήφαες, τζιέρι μου;

Μην πηαίνετε αυτού, βρε τζιγέρια μου! Είντα θες, τζιεράκι μου, για ‘πέ μου το!

 

τζι’εροσαρμάς, τζιγεροσαρμάς, ο: είδος μεζελίδικου ντολμά, που παρασκευάζεται με ψιλοκομμένα συκωτάκια αρνίσια, κρεμμυδάκια, άνηθο, κουκουνάρι και ρύζι, τυλιγμένα όλα σε αρνίσια μπόλια, ντάρμπι (Ερ. – Σμ.).

 

ντάρμπι, ντάρπι, το: μπόλια αρνιού γιομιστή με τζιεράκια, μυρουδικά, αβγά, τυρί και ρύζι, μποξάς, τζιγεροσαρμάς. Ήταν εκλεκτό μεζελίκι (πρώτο πιάτο) στα πλούσια σμυρναίικα τραπέζια (Σμ.).

 

13) λαδοτσορβάς, ο: σούπα με πολύ λάδι, που συνήθιζαν πολύ τη Σαρακοστή.

Συνεκδ. κάθε λαδερό φαΐ που κολυμπά στο λάδι.

Ιμάμ είν’ αυτό, μωρ’ συ, γιά λαδοτσορβάς;

 

14) καριστιρμάς, ο (τουρκ. karıştırma: ανάμιξη): α) σπανακόρυζο (Αλάτσατα).

β) Νηστήσιμο φαγητό με διάφορα χόρτα και μυρωδικά, πολύ συνηθισμένο τη Σαρακοστή (Ανατ. Ερυθρ.)

 

15) μπουλαμάς, ο (τουρκ. bulama: χυλός): είδος μουσταλευριάς, αλλά και κολλυβόζουμου (Σμ.). Τον συνήθιζαν τη Σαρακοστή.

 

μπουλαμάτσι, το (τουρκ. bulamaç: χυλός): α) αραιό πετιμέζι, μαλαχτικό ρόφημα, είδος αραιής κρέμας, με αλεύρι και πετιμέζι ή ζάχαρη (Δυτ. Ερ.). Σύνηθες έδεσμα σε περιόδους νηστείας.

β) κακοφτιαγμένο, νερουλό κι άνοστο φαγητό, νερομπούλι, αραρούτι (Αν. Ερ.). γ) κουρκούτι, πολτός, χυλός (Ερ.).

δ) αραιωμένο λίπασμα για τα δέντρα και τα φυτά (Ερ.).

ε) σκωπτ. η μαρμελάδα, κονφιτούρα (Σμ.).

 

16) μπουρανί, το (περσ.): είδος χορτόπιτας, μπουρέκι νηστήσιμο (Δυτ. Ερ.).

 

17) μπαλίκι, το (τουρκ. ballık: ωίδιο, φυλλοξέρα): σπανακοκεφτές ή χορτοκεφτές. Τη Σαρακοστή ητρώαμε μπαλίκια για το αντέτι.

 

18) πασκάζω, παρασκάζω: α) καταλύω τη νηστεία. Ηπάσκασε αφ’ το Μέγα Σάββατο, ο αντίχριστος!

β) τρώω κόκκινο αβγό αμέσως μετά την Ανάσταση.

γ) πρωτοδοκιμάζω κάποιο καρπό ή φαγητό μέσα στο χρόνο. Ηπασκάσατε φέτι αμανίτες; Ήμπε ο Άουστος κι ακόμας ποπόνι δεν ηπάσκασα.

δ) συνεκδ. τρώω πολύ καλά. Στου Θανασού το χαιρέτιο θε’ να πασκάσομε πάλι.

 

19) αρτύ(τ)ζομαι, αρταίνομαι: α) τρώω μη νηστήσιμο φαγητό ή φαγητό με λάδι. Μην αρτυστείς πριχού φας τ’ αντίντερο. Τη Σαρακοστή ‘εν ερτυτζόμουνα ποτές.

β) διακόπτω ή παραβαίνω τη νηστεία, μπλαστίζω.

Το πολησμόνησα πως είναι του Σταυρού κ’ ηαρτύστηκα!

Αρτύστηκε από τη λίξα του, μέρα που ‘ναι!

Αν αρτυθώ, να φάω αρνί, κι αν κλέψω, να ‘ναι ψάρι,

κι αν με παντρέψουν με κανεί, να είναι παλληκάρι.

 (αποκριάτικο δίστιχο της Σμύρνης)

 

αρτύζω, αρταίνω: α) βάζω λάδι, βούτυρο ή καρυκεύματα (αλάτι, πιπέρι, ξίδι, λεμόνι κλπ.) σε φαγητό, σαλάτα κ. ά.

Τη Μεάλη Παρασκευή ηξεχάστηκα κι άρτυσα τσι φακές.

β) συνεκδ. αλατίζω. Τη σαλάτα την έχω αρτυσμένηνε.

 

αρτυμή, η και αρτυσίμιο, το: οποιοδήποτε μη νηστίσιμο φαγητό.

Δεν έχει αρτυμή τη Σαρακοστή.

Δεν τρώ’, επειδής έχομε μαναχά αρτυσίμια φαγιά κι ελόου τσης νηστεύει.

 

αρτυσμένος, -η, -ο: οποιοδήποτε τρόφιμο με λάδι, βούτυρο ή άλλα απαραίτητα. Αρτυσμένος πουρές, αρτυσμένη φάβα, αρτυσμένα χόρτα.

 

20) βούτουρο, βούτερο, το και βούτουρας, βούτυρας, βούτερας, ο (πληθ. τα βουτούρατα και βουτύρατα, αρχ. ελλ. ο βούτυρος): βούτυρο (Ερ. – Σμ.).

Παροιμία: ο καθανείς τη μύξα του για βούτουρα την έχει. Λέγεται για όσους περιαυτολογούν και κομπάζουν για τα προσόντα τους.

 

βουτουρώνω, βουτερώνω: βουτυρώνω.

Ηβουτούρωσες τον ταβά να βάλομε τα κουλλίκια;

 

21) χελαλίσος, χιλαλίσος, -α, -ο (τουρκ. helâlî): γνήσιος, αγνός, ανόθευτος. Συνώνυμα ιδιωματικά: άδολος, χάσικος, χαλίσικος (λέγεται μόνο για τρόφιμα). Χιλαλίσος βούτουρας, χελαλίσα μουτζήθρα, χιλαλίσο μέλι, πετουμέζι χελαλίσο.

 

22) χάσικος, χάσικια, χάσικο (τουρκ. has): γνήσιος, εκλεκτός, ανόθευτος, καθαρός, αγνός, βέρος. Συνώνυμα ιδιωματικά: χαλίσικος, άδολος, χελαλίσος.

Χάσικος βούτουρας, Σμυρνιός χάσικος, χάσικα σπιτίσα μακαρόνια, κλιθάρι χάσικο.

χάσικο, το: α) καθαρό σταρένιο αλεύρι. Βάλε μπόλικο χάσικο και κομμάτι καλαμποκένιο αλεύρι κι απέ να ζυμώσεις ωραία καρβελάκια.

β) συνεκδ. άσπρο αγοραστό ψωμί. Ητρώανε μόνε χάσικο στο σπίτι ντως.

 

23) θιάσος, διάσος, ο (ίσως από το βυζ. αθάσιον: αφράτο μύγδαλο): ποτό με ποπονόσπορο, ζάχαρη, μύγδαλα λιωμένα, ρυζάλευρο και γάλα (προαιρετικό), πασπαλισμένο με ανθόνερο και κανέλα, είδος σουμάδας σαν αραντό (αλευρόσουπα). Τον πρόσφεραν ως δυναμωτικό το χειμώνα, αλλά κυρίως σε κηδείες, ξενύχτια, τη Μ. Παρασκευή κλπ.

 

24) αλισάρι, αλιζάρι, αλιτζάρι, το: ερυθρόδανο, ριζάρι, μπογιά. Φυτό πολύτιμο κάποτε, με τις ρίζες του οποίου έβαφαν τα νήματα και τα αβγά της Λαμπρής σε κόκκινες ή κίτρινες αποχρώσεις.

 

25) (α)λιχάνη, αλισάχνη, η (αραβ. αλ-χίνα): χένα, βαφή, κινάς. Μ’ αυτήν έβαφαν τα μαλλιά και τα νύχια της νύφης, καθώς και τα δάχτυλα των γαμούσηδων. Έδινε χρώμα από βαθύ κόκκινο έως κίτρινο, ανάλογα με το είδος και την ποιότητα. Έβαφαν επίσης τα πασχαλινά αβγά (Ερ. – Σμ.).

Στα Αλάτσατα αλιχάνη έλεγαν ένα ειδικό χώμα που έφερναν από κάποιο κοντινό βουνό κι έδινε στα μαλλιά χρυσόξανθο χρώμα.

 

26) ροβιθοντολμάδες, οι: νηστήσιμοι ντολμάδες με ρύζι ή μπλιγούρι και ρεβίθια μέσα σε αποξηραμένες μελιτζάνες. Συνήθιζαν πολύ να τους παρασκευάζουν το Σάββατο και την Κυριακή του Θωμά στη Σμύρνη και στα γύρω χωριά.

 

ΓΙΟΡΤΕΣ – ΛΙΤΑΝΕΙΕΣ – ΕΘΙΜΑ

 

1) αντέτι, το (τουρκ. âdet): έθιμο, συνήθεια, ένθιμο.

Είχαμε πολλά αντέτια στην Πατρίδα, μα τώρα χάνουνται κι αυτά ματζί με τσι πρωτινοί.

Κάθε χρονιά, ο κόσμος να χαλάσει, θε’ να πλέξει το μάη, έτσι, για τ’ αντέτι.

 

2) λειτριγιά, λουτουργιά, η: λειτουργία.

Είχε τάμα να κάμει μια λειτριγιά στη χάρη τ’ Άη-Γιωργιού.

Συνεκδ. το πρόσφορο (Ερ.).

Ήζειε από τσι λουτουργιές που του δώνανε οι παπάδες.

 

λειτριγι(α)σμένος, λουτουργημένος, -η, -ο: λειτουργημένος, εκκλησιασμένος. Το αβγό τση Λαμπρής το κρύφταμε ένα χρόνο στο κονοστάσι, επειδής ήτανε λειτριγισμένο. Τα παιδάκια είναι λουτουργημένα σήμερο. 

 

3) αγιωτικά, τα: φυλαχτά κι αγιασμένα αντικείμενα (άνθη από λιτανείες ή το Πιτάφιο, αγιοκέρια, αγιασμός κλπ.), που χρησιμοποιούνται ως θεραπευτικά μέσα, σε συνδυασμό με θυμίαμα, προσευχές, ξόρκια κλπ.

Τσ’ ήκαμα ούλα τ’ αγιωτικά, μα κείνη δε λέ’ ν’ ανεραγώσει.

 

4) Λαζαροσάββατο, Λαζαροσαββάτο, το: το Σάββατο του Λαζάρου.

λαζαρικό ή ‘γκώμιο του Λαζάρου, το: κάλαντα του Λαζάρου, κάλαντρα (Σμ.).

Πού ‘σουν, Λάζαρε,

πού ‘ν’ η φωνή σου,

που σ’ ηγύρευε

η μάνα κι η αδρεφή σου…

 

5) Βαγιανή, Βαϊνή, η: η Κυριακή των Βαΐων.

Τση Βαγιανής κατελυούνε ψάρια. Ανήμερα τση Βαϊνής ηγένηκε ο σεισμός.

Βαγιοβδόμαδο, το: η εβδομάδα των Βαΐων.

 

βάγια, τα: δαφνόκλαδα, δαφνόφυλλα. Με βάγια, πάπιες, αβιουρέτες, μαθιές και λοής λοής πούλουδα ηστολίζανε στην Πατρίδα το Πιτάφιο μας.

Τον ηξεμάτιασε με τα βάγια τση Λαμπρής.

 

βάγια, βαγιά, η: δάφνη.

βαγιοκούκουτσο, βαγιοκουκουτσάκι, το: ο καρπός της δάφνης. Τον έβραζαν και λούζονταν με το νερό αυτό, που έκανε στιλπνά και πιο μαύρα τα μαλλιά.

 

6) Νύφια, τα: η ακολουθία του Νυμφίου. Ηπήατε στα Νύφια;

 

7) Ιγιούδας, ο: Ιούδας. Συνεκδ. προδότης. Επίσης το εύφλεκτο ανδρείκελο που έκαιγαν πανηγυρικά σε μερικά χωριά της Ερυθραίας τη Μεγ. Παρασκευή ή το Μεγα Σάββατο, ως εκδίκηση για την προδοσία. 

Βρε Ιγιούδα, βρε ναμουσούζη, ου να μου χαθείς!

 

8) Πιτάφιο, το: ο Επιτάφιος.

πιταφιοπούλουδο, το: γενικώς κάθε λουλούδι παρμένο από το στολισμό του ‘Πιτάφιου. Ειδικά η βιολέτα, η μανιτιά. Τα πιταφιοπούλουδα τα φυλούσαν στο ‘κονοστάσι και τους απέδιδαν ιαματικές ή προστατευτικές ιδιότητες (Ερ. – Σμ.).

καταλόι, το: μοιρολόι, ανεκαλητό. Κυρίως έτσι ονόμαζαν οι Σμυρνιοί το μοιριολόι τση Παναΐας, που τραγουδούσαν τη Μεγ. Εβδομάδα (Σμ.).

 

9) Ανέστης, ο: η τελετή της Ανάστασης (Δυτ. Ερ.).

Σήκω, καλομανίτσα μου, να πάμε στον Ανέστη. Χτυπά η καμπάνα για τον Ανέστη.

 

ανάσταση, η: εκκλησιαστικό λάβαρο (μπαργιάκι) με ψεύτικα λουλούδια, μπλίρες (ασημένιες και χρυσές ταινίες), ρεπαντιά (κορδέλες) και εικόνα της Ανάστασης του Χριστού. Ηβγάλαν την ανάσταση.

 

(α)νεστένω, ανεστήνω: α) κάνω Ανάσταση, πάω στην αναστάσιμη ακολουθία. Σε ποια εκκλησιά θ’ ανεστέσετε; Ανεστένουνε κάθε χρόνο σε μιαν αξαδρέφη ντως στη Σαλονίκη.

β) πασκάζω αβγό, τρώω αβγό πριν από την κατάλυση της νηστείας.

Αλί! Εσύ βρε αντίχριστε, ανέστησες κιόλας απ’ το πρωί!

γ) Μτφ. μεγαλώνω κάποιον, ανατρέφω, ανορθώνω.

Σαν ηπέθανε η μάνα τως, τα ηανέστησε ένας μπάρμπας που είχανε στην Κοκκινιά. Γαίμας ήφτυσε, άστε που να τ’ ανεστήσει ευτά τα δεντράκια. 

ανεστένομαι, ανεστήνομαι: ανασταίνομαι, συνέρχομαι, ξανανιώνω. Ηανεστήθηκε ο ζαμπούνης κ’ ηγίνηκε εφτάγιανος!

 

10) Λαμπροβδόμαδο, το και Λαμπρόσκολα, τα: η εβδομάδα του Πάσχα, η Διακαινήσιμος.

λαμπροκέρι, το: πασχαλινό αναστάσιμο κερί.

Λαμπριάτης, Λαμπροφορεμένος, ο: επίθετα του Απρίλη, λόγω του Πάσχα.

 

λαμπρίτσα, η: το έντομο κοκκινέλα, πασχαλίτσα. Συνώνυμα: παπαδιά, παπουτσής, μαμουνάκι τση Λαμπρής.

 

11) Νιοδεύτερο, το και Νια Δευτέρα, η: η Δευτέρα του Πάσχα, Λαμπροδευτέρα.

Νιότριτο, το: η Τρίτη του Πάσχα.

Το Νιότριτο στο Σεβντίκιοϊ ηβάναμε λέμπι κ’ ηκουνιόντουστε ούλοι για το καλό.

Όμορφη που ‘ναι η Λαμπρή κι όμορφα που γλεντούσι,

          σαν έρκεται το Νιότριτο ίδγκιοι αετοί πετούσι. (Μελί)

Νιόπεφτο, το: η Πέμπτη του Πάσχα.

 

12) ανελήβ(γ)ομαι, ανελήφτομαι, αναλήβγομαι, αναλήφτομαι:

α) εξαφανίζομαι στον ουρανό (Ερ. – Σμ.).

Τόμου τως είπε ετούτα δα ο Αράπακας, ανελήβεται κ’ ηχάθηκε πια.

β) Μτφ. βρέχομαι με θάλασσα την Πέμπτη της Αναλήψεως (Δυτ. Ερ.).

«Ανελήβετ’ ο Χριστός, ανελήβομαι κι εγώ»: συνηθέστατη φράση όσων έμπαιναν στη θάλασσα κατά την εορτή της Αναλήψεως.

Αναληφτήκαμε στην Αγριλιά κ’ ηπιάσαμε και τη μαλλιαρή.

 

συναλήβγομαι: α) συμμετέχω, γιορτάζω την Ανάληψη. Έκφραση ευχής κατά την πρώτη βουτιά στη θάλασσα την ημέρα της Αναλήψεως: συναλήβγετ’ ο Χριστός, συναλήβγομαι κι εγώ!

β) μτφ. αναλαμβάνω δυνάμεις, δυναμώνω. Συνώνυμα: ανεραώνω, καρδαμώνω (Δυτ. Ερ.). Καλέ γιε μου, συναλήφτηκε η Κυριακούλη σας;

 

13) Γονατιστή, η: Κυριακή της Πεντηκοστής. Του Ρουσελιού το Σάββατο και τση Γονατιστής ήπρεπε να πάμε στην Παναγιά μας.

Την ηλέανε Γονατιστή, επειδής ούλοι γονατίζανε με τσι ευκές του παπά.

 

14) μπαργιάκι, μπαϊράκι, το (τουρκ. bayrak: πολεμική σημαία):

α) εκκλησιαστικό λάβαρο. Στον Ανέστη σηκώνουν τα μπαργιάκια τση Παναΐας και τα βγάζουν όξω από την εκκλησιά.

β) οι εκκλησιαστικές σημαίες (λάβαρα), με επιζωγραφισμένες διάφορες εικόνες.

Έκφραση σήκωσα μπαϊράκι: επαναστάτησα, αντιστάθηκα, σήκωσα κεφάλι.

 

μπαργιάκια, τα: τουρκικό στρατιωτικό απόσπασμα, αλλά και οι ληστοσυμμορίες που τρομοκρατούσαν τους Χριστιανούς.

 

15) ουρανός, ο: φορητή μεταξωτή τέντα, κάτω από την οποία βάδιζαν ή στέκονταν ο μητροπολίτης και οι επίσημοι σε λιτανείες, λάβαρο (Σμ.).

 

16) βενέτικο, το: α) χάρτινο φαναράκι του Πιτάφιου.

β) είδος καλού βαμβακερού νήματος.

βενέτικος, ο: είδος σπάγκου για χαρταετό.

Βενέτικο, το: κάβος και παραθαλάσσια τοποθεσία στην Κάτω Παναγιά.

 

17) ντόρτσα, η: α) μεγάλη λαμπάδα με πολλά φιτίλια, πυρσός, μασαλάς.

β) μεγάλο ξύλινο κηροπήγιο, ειδικό για λιτανείες.

γ) λαμπάδα ύψους 1-1,5 μ. με ξύλινη βάση και ένα ή τέσσερα κεριά στην κορυφή (Σμ. – Ερ.).

 

18) ξώλαμπρα (επίρ.): μετά το Πάσχα.

Η αρρεβώνα τση Βγένας μας θα να γενεί ξώλαμπρα.

 

19) τσουκαρίζω, τσουκάρω, τσουκαρώ, τσουκέρνω: α) κάνω στράκες με τα δάχτυλα, κροταλίζω. Να ντον δεις πώς τσουκαρίζει τα δαχτύλια του στον καρσιλαμά! Στην Κατοχή, άμαν ητσουκέρνανε τα ντουφέκια τω Γερμανώ, ηντεριόμουνα πολύ.

β) συγκρούω, τσουγκρίζω. Στην Ανάσταση ούλοι τσουκάρουνε τ’ αβγά και λέν’ το «Χριστός Ανέστη», για το αντέτι.

γ) τρίζω, τσιτσιρίζω, Μ’ αρέσει έτσιδα που τσουκαρούνε τα ξερά φύλλα στο τζάκι. Οι κιοφτέδες τσουκέρνουνε στο τηάνι.

τσουκάρισμα, το: κροτάλισμα, κρούση, ήχος τηγανίσματος, τριβής ή σύγκρουσης, τρίξιμο. Το τσουκάρισμα τω δοντιώ, του ξύλου, τω δαχτύλω, του κριάτου κλπ.

τσουκαριστά (επίρ.): ηχηρά, τριζάτα, τσουγκριστά, με στράκες. Ηχόρευγε τσουκαριστά το μπάλλο. Ημίλειε τσουκαριστά.

τσουκαριστός, -ή, -ό: α) ηχηρός, τριζάτος. Τσ’ ήδωκα ένα τσουκαριστό φιλί στο μάουλο.  

β) τσουγκρισμένος, συμπιεσμένος, πατικωμένος. Αβγά τσουκαριστά.

Ο μπακάλης ηπούλειε κάτι τσουκαριστοί κολιοί σε κουτιά.

 

ΜΗΝΥΜΑ ΕΝΑΤΟ

Χριστός Ανέστη!

Νιοδεύτερο και τ’ Άη-Γιωργιού σήμερα! Γιορτάζει περίπου το 12% των Ελλήνων, οι Γιώργηδοι κι οι Γιωργίτσες! Έχει υπολογιστεί πως το όνομα Γεώργιος είναι το πιο διαδεδομένο από όλα τ’ άλλα στον ελληνικό λαό. Ξεπερνά ακόμη και τους Γιάννηδες σε διάδοση. Αυτό θα πει δημοφιλία κι αγάπη σε έναν άγιο!

Και του χρόνου καλύτερα!

Λόγω της Λαμπρής, σας παραθέτω τη δεύτερη συνέχεια με λέξεις σχετικές με τις πασχαλινές γιορτές και τις λιτανείες, τα γλυκά και τα φαγιά, τις δουλειές και τις συνήθειες των ημερών, τα ονόματα που γιορτάζουν και άλλα συναφή. 

    Αν θέλετε, μπορείτε να μας ζητάτε να σας εξηγήσουμε κάποιες ιδιωματικές λέξεις που θυμάστε, αλλά δεν γνωρίζετε την ακριβή σημασία τους. Επίσης μπορείτε να μας αποστείλετε ιδιωματικές σμυρναίικες ή ερυθραιώτικες λέξεις που γνωρίζετε εσείς. Αν δεν τις έχω ήδη καταγράψει, θα προστεθούν κι αυτές στο γλωσσάριο, για να το εμπλουτίσουν.

 Θοδωρής Κοντάρας

3 Μαΐου 2021

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΓΙΟΡΤΕΣ

 

1) Αγιωργίτης, Άη-Γιώργης, ο: επίθετα του Απρίλη, λόγω της γιορτής του Άη-Γιώργη.

 

Άη-Γιώργης, ο: πολλά τοπωνύμια στη Δυτική Ερυθραία.

α) Άλλη ονομασία του Μικρού Μουρδουβανιού ή Μικρού χωριού ή Πίσω Χωριού στα Καράμπουρνα.

β) Εκκλησάκι στο Γούνι και ονομασία κατ’ επέκταση ολόκληρου του νησιού, που ήταν κοντά στα χωριά Μελί και Λυθρί.

γ) Τοποθεσία της Κάτω Παναγιάς με ομώνυμο ξωκλήσι.

δ) Αγροτική παραλιακή τοποθεσία με μοναστηράκι και όρμο βορείως του Τσεσμέ και βορ.ανατ. του Κιόστε, κοντά στον όρμο του Μερσιντζικιού, που λέγεται και Λωβοχώρι ή στσι Λωβοί.

ε) Εξοχή των Αλατσάτων που λέγεται και Μπουτζάς (ουδεμία σχέση με το πασίγνωστο προάστιο της Σμύρνης).

στ) Σπανιότερη ονομασία του ελληνικού χωριού Τσιφλίκι τ’ Άη-Γιωργιού, μεταξύ Σμύρνης και Βουρλά.

 

Τ’ Άη-Γιωργιού η πλατέα: η μεγάλη πλατεία του Γκιούλμπαξε, μπροστά από τη νότια πλευρά του ομώνυμου ναού. Εδώ γινόταν το μεγάλο πανηγύρι του Άη-Γιώργη του Γκιουλμπαξώτη.

 

Άης Γιώργης, ο: τοπωνύμια στη Σμύρνη και τα Βουρλά.

α) Κεντρική ελληνική αρχοντογειτονιά της Σμύρνης με υπέροχη φερώνυμη εκκλησιά (ιδρυμένη πολύ πριν από το 1623) –την ωραιότερη της πόλης– ανάμεσα στην Άγια Φωτεινή, τα Σπιτάλια, την Αρμενιά και το Τσαρσί. Παλιότερα (πριν από το 17ο αι.) ήταν απλό μετόχι που βρισκόταν εκτός των παραθαλασσίων τειχών της πόλης και γι’ αυτό λεγόταν Άης Γιώργης ο Ξωκαστρίτης.

β) Κεντρικός λόφος του Βουρλά με παλαιά φερώνυμη εκκλησία, η καρδιά των ελληνικών μαχαλάδων της πόλης.

 

αγιωργίτικο, το: χαμομήλι, μαρτοπούλουδο (Δυτ. Ερ.).

 

2) διπλόσκολο, το: διπλή γιορτή, μεγάλη γιορτή.

Η Νια Δευτέρα οφέτι είναι διπλόσκολο, γιατί ‘ναι και τ’ Άη-Γιωργιού.

 

3) κεσκέκι, κεσκέσι, κιοσκέκι, το (τουρκ. keşkek): δημοφιλέστατο πανηγυριώτικο και γαμήλιο φαγητό με κρέας αρνιού, τράγου ή ταύρου, κρεμμύδια και στάρι ή μπλιγούρι, που βράζουν πολύ, ώσπου να γίνουν ένας πολτός. Στον Γκιούλμπαξε το μοίραζαν στη γιορτή τ’ Άη-Γιωργιού, αντέτι που τηρείται και σήμερα στα Μελίσσια Αττικής, όπου εγκαταστάθηκαν Γκιουλμπαξώτες πρόσφυγες.

 

4) χαιρέτιο, το: ονομαστική γιορτή, ονομασία (Ερ.).

Οι λυπημένοι δεν πααίνουνε σε βίζιτες και χαιρέτια.

Αύριο είν’ το χαιρέτιο τση Δημητρίας.

 

5) Λαμπρινός, Λαμπρινάκης, Λαμπράκης, Λαμπρίκος, Λαμπρούκας, Λάμπρακας, ο και Λαμπρί, Λαμπρό, Λαμπρινό, Λαμπράκι, Λαμπρινάκι, το: μορφές του ονόματος Λάμπρος (Ερ. –Σμ.).

 

Λαμπρώ, Λαμπρούκα, Λαμπρουκώ, Λαμπρή, Λαμπρινώ, Λαμπρινιώ, Λαμπρινίτσα, Λαμπρινού, Λαμπρινούκα, η και Λαμπρό, Λαμπρινό, Λαμπρινιό, το: μορφές του ονόματος Λαμπρινή (Ερ. –Σμ.).

 

3) Βάγια, Βαΐτσα, Βαγιώ, Βαγιούλα, η και Βαΐ, Βαγιό, το: μορφές του σπάνιου ονόματος Βαΐα (Ερ. –Σμ.).

 

4) Ανεστασία, Στασία, Ανεστασίτσα, Στασίτσα, Ανέστα, Ανεστώ, Στάσα, Στασώ, Στασινή, Στασούλα, η και Ανεστό, Στασάκι, Στασουλιό, Στασί, Στασινιό, Στασό, το: μορφές του πολύ δημοφιλούς ονόματος Αναστασία (Ερ. –Σμ.). Οι Σμυρνιές Αναστασίες γιόρταζαν όχι τη Λαμπρή, αλλά κυρίως την Κυριακή του Θωμά, που γινόταν το μεγάλο πανηγύρι της Αγ. Αναστασίας στο Χορόσκιοϊ.

 

Καρακίζ, η (τουρκ. Karakız: Μαύρη Κόρη): ονομασία που έδιναν οι Τούρκοι, αλλά και οι τουρκόφωνοι Έλληνες, στην περίφημη θαυματουργή εικόνα της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολυτρίας του Χορόσκιοϊ, στη Μαγνησιά.

 

Ανεστάσης, Ανέστης, Ανέστος, Ανεστάκης, Στάσης, Στασός, Στασινός, ο και Ανεστάκι, Ανεστό, Στασάκι, Στασό, το: μορφές του δημοφιλούς ονόματος Αναστάσιος (Ερ. –Σμ.).

 

5) Επίσης στα Λαμπρόσκολα γιορτάζουν ο Ζώης κι η Ζωή (την Παρασκευή της Ζωοδόχου Πηγής) και ο Θωμάς κι η Θωμαή (την ομώνυμη Κυριακή). Τα ονόματα αυτά ήταν πολύ σπάνια στη Σμύρνη και την Ερυθραία.

Την Παρασκευή της Ζωοδόχου Πηγής γιόρταζε το Λεθρί κι είχε μεγάλο πανηγύρι, λόγω της φερώνυμης κεντρικής εκκλησίας του χωριού. (Η Αγ. Ματρώνα ήταν «ξωκλήσι» κι όχι ενοριακός ναός).

 

6) Μαρκής, Μαρκάκης, ο και Μαρκί, Μαρκάκι, το: μορφές του ονόματος Μάρκος, που ήταν πολύ συνηθισμένο στη Δυτ. Ερυθραία. Τα Μαρκάκια, όταν η 25η Απριλίου πέφτει μέσα στη Μεγαλοβδομάδα, γιορτάζουν το Νιότριτο, όπως φέτος.

 

ΕΜΦΑΝΙΣΗ - ΣΥΓΥΡΙΣΜΑΤΑ

 

1) ασουλούπωτος, -η, -ο: κακοφτιαγμένος, ατημέλητος, άμορφος, πρόχειρος, ασιστάριστος. Δεν πααίνω έτσιδας ασουλούπωτη στο ξένο σπίτι.

 

2) ασιστάριστος, -η, -ο: ατημέλητος, απεριποίητος, ασυγύριστος, ατακτοποίητος. Ηγύρναε ασιστάριστη στα ντουρσέκια.

Συνώνυμα ιδιωματικά: ασουλούπωτος, ατυπόδετος, αδιάρμιστος, άτσαλος, κλεντιάρης, τσολόχης.

 

3) τυποδεμένος, -η, -ο: καλοντυμένος, περιποιημένος, προσεγμένος στην εμφάνιση, κομψός, νοικοκυρεμένος.

Συνώνυμα: αλλαμμένος, τριζάτος, καλοφορεμένος, σισταρισμένος, ζαρίφης, σένιος. Τυποδεμένη κοπέλα, τυποδεμένο σπίτι.

 

τυποδένω, τυποδεύ(γ)ω, -ομαι: α) καλοντύνω, -ομαι, περιποιούμαι τον εαυτό μου, έχω ευπρεπή και νοικοκυρεμένη εμφάνιση, κομψεύομαι, καλοφοραίνω, σισταρίζομαι.

Να τον τυποδέσετε καταπώς πρέπει, να γενεί σα γαμπρός.

Τυποδεύτηκα κ’ ηπήα στο παναΰρι.

β) μτφ. νοικοκυρεύω, διευθετώ, τακτοποιώ, συμματζεύω, διαρμίζω.

Ετυπόδεψε την κάμαρη κομμάτι.

 

τυποδεσ(ι)ά, τυπόδεψη, η και τυπόδεμα, το: το ευπρεπές και καλό ντύσιμο, η ωραία εξωτερική εμφάνιση, σιστάρισμα, ζαριφλίκι.

Ο τσελεμπής γρωνίζεται αφ’ την τυποδεσιά του.

 

4) ζαρίφης, ζαρίφισσα, ζαρίφικο (τουρκ. zarif): κομψευόμενος, εκλεπτυσμένος, καλοντυμένος, χαριτωμένος, αβρός, ωραίος, ευγενής. Συνώνυμα: ντιλικάτος, γαρμπόζος, τυποδεμένος, σισταρισμένος, κοκέτος.

ζαρίφικα (επίρ.): κομψά, χαριτωμένα, λεπτά, αρχοντικά.

Ήσιαξε ζαρίφικα το ζουνάρι ντου.

ζαρίφικος, -ια, -ο: κομψός, λεπτός, όμορφος, αβρός, ταιριαστός, περιποιημένος, γαρμπάτος, τυποδεμένος.

Ζαρίφικο φέρσιμο, ζαρίφικια παλτουδιά.

 

ζαριφιλίκι, ζαριφλίκι, το (τουρκ. zariflik): αρχοντιά, κομψότητα, λεπτότητα, αβρότητα, ωραιότητα, χάρη, γάρμπος, τυπόδεμα.

Τη γούνα την ήβαλε για το ζαριφιλίκι.

Παροιμία: Το ζαριφλίκι κολαούζο δε θέ’.

 

5) γάρμπι, γάρμπος, το (ιταλ. garbo): κομψότητα, χάρη.

Ετούτο δα το πορκάκι δεν έχει γάρμπι απάνω σου.

Μωρ’ σεις, για δέτε γάρμπος τ’ Αντρονικό!

γαρμπόζος, -α, -ικο (ιταλ. garboso): καλαίσθητος, κομψός, εκλεπτυσμένος, ζαρίφης, κοκέτος. Συνεκδ. ευγενής, καλότροπος.

γαρμπάτος, -η, -ο: εφαρμοστός, ταιριαστός, κομψός, συμμετρικός, ζαρίφικος. Λέγεται μόνο για ρούχα. Γαρμπάτη ρομπίτσα, γαρμπάτο μπουστάκι.

 

6) πίσηνος, πίσηνη, πίσηνο: επίσημος, γιορταστικός, σκολιανός.

Ήβαλε τσι πίσηνες βράκες του για να πά’ στην εκκλησά.

 

7) διαρμίζω, ντιαρμίζω (ίσως από το αρχ. ελλ. διαρμόττω ή το μτγν. διαρρυθμίζω): συγυρίζω, τακτοποιώ, διευθετώ, νοικοκυρεύω.

Συνώνυμα: σισταρίζω, ντουζντίζω, ντονατίζω.

Είναι νοικοκερά και χρουσοχέρα κι ούλα στο σπίτι τσης τα ‘χει διαρμισμένα απίκου. Κάθα μέρα ντιαρμίζει τσ’ αυλές.

Ρητό: Διαρμισμένο σπίτι κουσέλια δε φοβάται.

 

διάρμισμα, ντιάρμισμα, το: συγύρισμα, συμμάζεμα, τακτοποίηση, διευθέτηση, περιποίηση. Συνώνυμα: σιστάρισμα, πάστρεμα, ντονάτισμα, ντούστισμα.

Καλή κοπέλα, μα από διάρμισμα δε γεραντίζει τίποτας.

 

αδιάρμιστος, -η, -ο: ασυγύριστος, ακατάστατος, αταχτοποίητος, ανοικοκύρευτος. Συνώνυμα: αξεπάστρευτος, ασιστάριστος.

Απαράτησα το σπίτι μου αδιάρμιστο και πά’ να ξετελεύω στο μαγαζί.

Ρητό: Το αδιάρμιστο σπίτι μουσαφίρη παντέχει.

 

8) ντονατίζω (ίσως από το ιταλ. donato: χαρισμένος): στολίζω, διακοσμώ, συγυρίζω. Συνώνυμα: πρεπίζω, διαρμίζω, σισταρίζω, ντουζντίζω (Βουρλά). Ντονατισμένο σπίτι.

 

9) ντουζντίζω, ντουστίζω, -ομαι (τουρκ. düzeltmek): α) διαμορφώνω, στολίζω, διευθετώ, τακτοποιώ. Συνώνυμα: διαρμίζω, ντονατίζω, σισταρίζω.

Ντουστίζομε το σπίτι για του Μαρικακιού τη βλόγα.

Τράβα να ντουζντίσεις τη φωτιά.

β) Ισοπεδώνω, ισιώνω, στρώνω. Συνώνυμο: γκιντίζω.

Στα σεργιά το χώμα ήπρεπε να ‘ναι καλά καλά ντουζντισμένο.

Πιέτε και κάνα ρακί ακόμας, να ντουστίσει ο χορός.

Ηντουζντίστηκε στο σοφαλίκι και δεν ήλεε να ξεκολλήσει.

Άμα σε βάνει κάτου, θε’ να σε ντουστίσει!

γ) Μτφ. απαυδώ, αποκάμω, ξεθεώνομαι, πέφτω ξερός.

Ηντούζντισα από τσι δουλειές σήμερα! Ήπεσα ντουστισμένη απ’ τη λάτρα.

Μην ντουζντίσεις πάλι απ’ το τρεχαλητό!

 

ντούζντισμα, ντούστισμα, το: α) στολισμός, τακτοποίηση, διευθέτηση, Συνώνυμα: διάρμισμα, ντονάτισμα, σιστάρισμα.

Κάνει τα ντουστίσματα του σπιτιού κάθε Σαββάτο.

β) ισοπέδωση, στρώσιμο, διαμόρφωση.

Δεν ητελέψανε ακόμας το ντούζντισμα του δρόμου.

γ) μτφ. κούραση, κάματος, ξεθέωμα.

Καλέ, τι ντούστισμα κι αυτό σήμερο, με τόσο γυναικειοθέμι!

 

10) πρεπίζω: στολίζω, ομορφαίνω, διακοσμώ.

Συνώνυμα: πλουμίζω, ντονατίζω.

Πήαινε να πρεπίσεις τον οντά και θε’ να ‘ρτουνε μουσαφιριά.

Ήρτε κ’ ηπρέπισε την παρέγια μας.

Δώστε του, για να πρεπίσει

κι ο χορός να νοστιμίσει.

(τσάκισμα τραγουδιού από την Κάτω Παναγιά)

πρεπή, πρεπιά, η (πληθ. τα πρεπά): στολισμός, διάκοσμος, πλουμιά.

Τσ’ άφηκε το σπίτι μ’ ούλη την πρεπή του.

Ήσαξε την κουζίνα τσης μ’ ούλα τα πρεπά.

Το μουστάκι είναι τ’ αντρούς η πρεπιά.

πρεπό, το: πρέπον, σωστό. Δεν ήτανε πρεπό να τόνε μπαγιάρεις έτσιδας.

πρεπός, -ή, -ό: ταιριαστός, αρμόζων, όμορφος.

Η νοικοκερά ούλα πρεπά κι άξα τα κάμει.

Ετούτη η ρόμ-πα είναι πρεπή για λείψανο κι όχι για τ’ ελόου σου.

πρεπούμενος, -η, -ο: ταιριαστός, αρμόζων.

Πρεπούμενος κατρέφτης, πρεπούμενη ρόμπα, πρεπούμενα φαγιά.

Τα πρεπούμενα: τα απαραίτητα.

Τσ’ ήδωκε προύκα μια σπιταρόνα μ’ ούλα τα πρεπούμενα.

Έχει ούλα τα πρέπει του και τα πρεπούμενά του.

 

ΑΝΤΕΤΙΑ, ΦΑΓΗΤΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑ

 

1) Για το λέμπι, που είναι πολύ χαρακτηριστικό αντέτι τση Λαμπρής, οι σχετικές λέξεις παρατίθενται στο πέμπτο μήνυμα.

 

2) τσερκένι, τσερκένιο, τσιρκένι, το: α) γενικά ο χαρταετός και ειδικά ο τριγωνικός χαρταετός, το σμυρνάκι. Εκτός από τις Αποκριές και την αρχή της Σαρακοστής, το πέταγμα των τσερκενιών συνηθιζόταν πολύ και τη Λαμπροβδομάδα και λίγο αργότερα.

β) μτφ. άφαντος. Τσερκένι ηγένηκε ο γαμπρός, άμα τηνέ ‘δε!

 

σμυρνάκι, σμυρνιωτάκι, το: είδος κωνικού χαρταετού, τσερκένι (Αν. Ερ. – Σμ.).

 

φιλάντρια, φιλάντρα, φιλιάντρα, φιλίντρα, η και φιλάντρι, φιλαντράκι, φιλιαντράκι, φιλιντράκι, το (ιταλ. filandra: κάτι ιπτάμενο ή κινούμενο):

α) είδος χαρταετού, τσερκένι, χαμάζα (Ερ. – Σμ.).

β) μτφ. ομοφυλόφιλος, γυναικωτός. Συνώνυμα: μαργίτσα, πουστρίνα, τζουρτζίνα.

 

χαμάζα, η: α) γύπας, όρνιο, ψοφοπούλι (Βουρλά).

β) Μεγάλος χαρταετός, χαλαμάντρα, φιλάντρια.

 

3) στράκα, η: α) χτύπημα των δαχτύλων σε χορό ή τραγούδι, τσουκάρισμα.

Στσι στράκες και στσι τάκλες του αφτάλικου κανείς δεν τον ήφτανε.

β) τσούγκρισμα ποτηριών. Άιντε, στράκα τα ποτήρια!

γ) βαρελότο, στρακατρούκα. Ο σκύλος μας γουρλιέται και γιόζεται, άμαν ακούσει τσι στράκες που αμολέρνουνε στον Ανέστη.

Έκφραση κάνω στράκες: προκαλώ το θαυμασμό, είμαι πάρα πολύ ωραίος, άφθαστος. Τα φαντά τση Κυριακούλης ηκάνανε στράκες!

 

στρακαστρούκα, τρακατρούκα, η: βαρελότο, στράκα, κολόρι.

Φοβάται τσι στρακαστρούκες και δεν πηαίνει στον Ανέστη.

 

κολόρια, τα (ιταλ. colori: χρώματα):

α) βεγγαλικά, πυροτεχνήματα, στρακαστρούκες (Βουρλά – Σμύρνη).

β) χρωματιστά σπίρτα και μολύβια (Σμ. – Ερ.).

γ) παιδικό ομαδικό παιχνίδι (Σμ.).

δ) είδος καραμέλας (Ερ.). 

 

4) ροβιθοντολμάδες, οι: νηστήσιμοι ντολμάδες με ρύζι ή μπλιγούρι και ρεβίθια μέσα σε αποξηραμένες μελιτζάνες. Συνήθιζαν πολύ να τους παρασκευάζουν το Σάββατο και την Κυριακή του Θωμά στη Σμύρνη και στα γύρω χωριά.

ροβιθοπίλαβο, το: ρύζι με ρεβίθια, προσφιλές φαγητό της φτωχολογιάς.

Το έφτιαχναν πάντα την επόμενη μέρα, προσθέτοντας ρύζι στα μαγειρεμένα ροβίθια που περίσσευαν από την προηγουμένη, για να φτουρήσουν.

 

5) μάης, μας, ο (πληθ. μάηδοι): α) το λουλουδένιο στεφάνι της Πρωτομαγιάς, πρωτομαγιά. Ηπήανε να πιάσουνε το μα. Πότε τσι καίνε τσι μάηδοι;

β) είδος κίτρινου αγριολούλουδου (Αλάτσατα).

 

6) μουνταρία, η: υφαρπαγή, υποκλοπή, απατεωνιά (Σμ. – Ερ.).

Συνώνυμα: μαγκαρία, μουρντάρεμα Λέγεται κυρίως για τα παιδικά παιχνίδια, κατά τα οποία κάποιοι επωφελούνται από τη δεινή κατάσταση του αντιπάλου και υποκλέπτουν τη νίκη, παίρνουν τα σύνεργα του άλλου κλπ.

Πάμε να κάνομε μουνταρία στα τσερκένια.

Επίσης λέγεται για τη συνήθεια των πιστών να παίρνουν τα πιταφιοπούλουδα. Ηκάνανε μουνταρία στα πούλουδα του πιτάφιου.

 

μουντάρικος, -ια, -ο: επιθετικός. Είχε δυο σκυλιά πολύ μουντάρικα.

μουντάρισμα, το: επίθεση, εφόρμηση, γιούρντισμα.

Ηντριγιότανε νά μπει στην αυλή, γιατίς ηφοβούντανε το μουντάρισμα τση σκύλας.

μουντέρνω, μουντάρω (ίσως από το τουρκ. yürümek): α) εφορμώ, επιτίθεμαι, γιουρντάρω. Ο σκύλος μας δε μουντέρνει τσι αθρώποι.

β) Επιτιμώ, μαλώνω, κατσαδιάζω.

Τον ημούνταρε απ’ τα μούτρα, τόμου ήμπε στο μαγατζί. 

 

ΜΗΝΥΜΑ ΔΕΚΑΤΟ

Συνεχίζουμε την παράθεση ιδιωματικών ερυθραιώτικων και σμυρναίικων λέξεων και εκφράσεων. Ευχαριστώ πολύ τις κυρίες Δέσποινα Δαμιανού και Στέλλα Χατζηφωτίου – Βογιατζή για μερικές λέξεις που μου υπενθύμισαν και τις παραθέτω σήμερα.

    Αν θέλετε, μπορείτε να μας ζητάτε να σας εξηγήσουμε κάποιες ιδιωματικές λέξεις που θυμάστε, αλλά δεν γνωρίζετε την ακριβή σημασία τους. Επίσης μπορείτε να μας αποστείλετε ιδιωματικές σμυρναίικες ή ερυθραιώτικες λέξεις που γνωρίζετε εσείς. Αν δεν τις έχω ήδη καταγράψει, θα προστεθούν κι αυτές στο γλωσσάριο, για να το εμπλουτίσουν.

 Θοδωρής Κοντάρας

6       Μαΐου 2021

 

    Ψάχνοντας σήμερα για άλλες λέξεις στο γλωσσάριό μου, έπεσα πάνω σε τούτες εδώ, που ανήκουν στις λαμπριάτικες των δυο προηγούμενων μηνυμάτων (Λ1, Λ2, Λ3, Λ4): 

Λ1) παρασπώ: τσουγκρίζω τα κόκκινα αβγά, παρακουντουλώ (Σμ.).

παρακου(ν)τουλώ: α) συγκρούω, τσουγκρίζω, παρασπώ.

Τη Λαμπρή παρακουτουλούνε τα κόκκινα αβγά.

β) Συγκρούομαι, κουντουλώ (Σμ.). Ηπαρακουντούλησα στο ντουβάρι.

 

Λ2) Του Ρουσαλιού το Σάββατο: το Σάββατο της Πεντηκοστής.

 

Λ3) Μας, ο: ο Μάιος (Δυτ. Ερ.). Τον Απρίλη και το Μα, π’ αθίζουν οι μπαξέδες. Εγεννήθη Μα και μάγια ‘ε φοβάται.

Σχετικές με τον Μάη και οι ακόλουθες λέξεις:

μαγιοπούλουδο, το: οποιοδήποτε μαγιάτικο αγριολούλουδο. Του απέδιδαν και μαγικές ιδιότητες. Με μαγιοπούλουδα ησιάζαμε τσι μάηδοι κι απέ ηβάναμε κι ένα μονοσκίλιδο, για το μάτι.

μαγιοδιώχτης, ο: φυλαχτό ή προφυλακτικό μέσο που διώχνει τα μάγια.

Έχει το μαγιοδιώχτη και μάγια δε φοβάται.

μαγιόξυλο, το: υποτιθέμενο μαγικό κι αποτροπαϊκό ξύλο. Η λέξη συνηθίζεται μόνο στη φράση (πάντα ειρωνική και υπαινικτική) πιάνω το μαγιόξυλο.

Μωρ’ σείς για πού το βάλατε; Πάτε να πιάστε το μαγιόξυλο;

Ερηνούκα, το ήπιασες το μαγιόξυλο;

 

Λ4) Την πέμπτη μέρα του Μάη γιορτάζει η Ειρήνη, όνομα πάρα πολύ συνηθισμένο τόσο στη Σμύρνη, όσο και σε όλη την Ευθραία, στις ακόλουθες μορφές:

Ερήνη, Ερηνάκη, Ερηνιά, Ρηνιά, Ερνιά, Ερηνιώ, Ρηνιώ, Ερηνώ, Ρηνώ, Ερηνού, Ρηνού, Ερηνούλα, Ρηνούλα, Ερηνούκα, Ερηνουκώ, Ρηνουκώ, Ερηνίτσα, η και Ερηνιό, Ερνιό, Ρηνιό, Ρηνό, Ερηνάκι, Ρηνάκι, Ερηνουκό, Ρηνουκό, Ρηνουκάκι, το.

 

Ετούτη η λέξη όμως είναι άσχετη με τον Μάη:

1) μαγιασίλι, το (τουρκ. mayasıl): έκζεμα. Ήβγαλε το μαγιασίλι στα χέρια.

 

2) βούτα, η (λατ. butta): α) βαρέλα. Ήπιανε ίσαμε μια βούτα κρασί.

β) κάδος απορριμμάτων (Κουκλουτζάς).

βουτίνα, η (αρχ. βυτίνη): βυτίνα, βαρελάκι ειδικό για τη συντήρηση τυριών (Δυτ. Ερ.). Είχενε τσι βουτίνες με τσι μουζήθρες αραδιασμένες στην υπόγα.

βουτσί, βουτί, το (αρχ. ελλ. βυτίον > λατ. butta > βυζ. βουτσίον): βαρέλι.

βουτσάς, ο: βαρελάς (Ερ. – Σμ.).

βουτσαδάκι, το: βοηθός βαρελά (Σμ.).

βουτσάδικο, το: βαρελοποιείο.

Βουτσάδικα, τα: περιοχή στο Κε της Σμύρνης με καφενεία, θέατρα και κέντρα αναψυχής, κοντά στο Φραγκομαχαλά. Παλιότερα (ίσως μέχρι τα μέσα του 19ου αι.) φαίνεται πως είχε βιοτεχνίες βαρελιών.

 

3) παντάπασι (επίρ., αρχ. ελλ.): εξ ολοκλήρου, εντελώς, ολότελα, ολωσδιόλου, Συνώνυμα: μπίμπατι, πλύμ’-πλώρη.

Είναι παντάπασι γούργιος. Παντάπασι στ’ αληθιανά το ήλεε.

Δεν ηπόμεινε παντάπασι Ρωμιός στην Ανατολή. 

 

4) κατάδρομα (επίρ.): μέσα στο δρόμο, στη μέση του δρόμου.

Τού ‘ρκε νταμπλάς κ’ ηπόμεινε ξερός κατάδρομα.

Τσ’ είδαμε κατάδρομα που ηκαβγαλαντίζανε κ’ ηβριζούντουστε.

 

5) καταής, καταή (επίρ.): καταγής, κατάχαμα, χάμου.

Κρίμας είναι να πετάς καταή το ψωμί! Ήκατσε καταγής και δεν ηκούνειε ρούπι.

 

6) κάθα (αόριστη αντωνυμία): κάθε.

Κάθα γιορτή και σκόλη ηφόρειε τσι βράκες τση Πατρίδας.

Κάθα πεζεβένγκης στον μπάνγκο του!

Με τρώει και με ψήνει κάθα μέρα με τσι παραξενιές του.

 

καθανείς, καθενείς, καθαείς, καθαμιά, καθένα (αόρ. αντων.): καθένας, καθεμιά, καθένα, Συνών.: πάσα.

Ο καθανείς στη δουλειά του! Καθαείς ήτζειε κατά πως εμπόρειε.

Η καθαμιά σας πάρετε από ‘να μπανκετάκι και κάτσετε ‘κειδανά στο δροσό. Ήπαιρνε τα ποφοράκια τση καθαμιανής, για να πορευτεί.

Ήδωκα ‘πό καθενούς παιδιού ένα διφραγκάκι.

Ο καθενείς τως ήπιασε τα πόστα στην κοινότη κι ηβολευτήκανε ούλοι. 

 

7) κανκανένας, κανκαμιά, κανκανένα: κανείς απολύτως.

Ανοιώ την πόρτα, κανκανένας μέσα!

Μωρ’ σεις, κανκαμιά μας δεν τήνε φτάνει τη Φταλιώ στα πιτσίλια!

 

8) κανκάγια, η: πολύ γριά, μπαμπόγρια, ξεκουτιασμένη, ξεμωραμένη, Συνώνυμα: κουρκούτα, σάψαλο, ραμολί. Μτφ. ασκημομούρα, άχαρη και κακιά γυναίκα, ιδιότροπη γεροντοκόρη. Συνώνυμα: φαρμακομύτα, τζαντόγρια.

 

9) μπαλάδια, τα (τουρκ. bala: παιδί): α) κουρελάκια, κουκλόπανα, κουτσόπανα.

β) το κοριτσίστικο παιχνίδι με τις κούκλες. Καλέ κόρες, ελάτε να παίξομε τα μπαλάδια.

γ) στολίδια κοσμημάτων. Σκουλαρίγκια με μπαλάδια.

 

Ουδεμία σχέση με την προηγούμενη η λέξη μπαλαδόρος, ο: συσκευαστής, εργάτης ειδικός στο αμπαλάρισμα (στο μπάλιασμα) διαφόρων προϊόντων (Σμ.). Οι μπαλαδόροι δουλεύανε στα εργοστάσια της Σμύρνης κατά εκατοντάδες.

 

10) μούμνιος, ο και μουμνί, το: είδος πήλινου αγγείου για αποθήκευση τροφίμων (ελιές, τουρσιά, τυριά κλπ.).

Συνώνυμα: κούμνα, καβανόζι (Αγ. Παρασκευή του Τσεσμέ).

Μούμνιος, ο: παραλιακή τοποθεσία της Αγιά-Παρασκευής.

 

11) αχιρλάντιστος, αχριλάντιστος, -η, -ο (τουρκ. hırtlık: αγένεια, απρέπεια): ακοινώνητος, απρεπής, αδέξιος, ανάγωγος, άξεστος, σαχλός. Συνώνυμο: ακαγιάρωτος (Ερ. – Σμ.).

Η μάνα τως ήτανε αχριλάντιστη και δεν ηνόγαε ούτες από νοικοκιουριό ούτες από τίποτας.

 

12) (α)ξεσόγιαστος, ασόγιαστος -η, -ο: χωρίς σόι, άκληρος, μονόχνωτος, άμοιρος. Τση δώκανε έναν Αμερικάνο, μα πομείνανε ξεσόγιαστοι.

Είντα να τα κάμει τόσα λεφτά, ο αξεσόγιαστος;

 

13) ακριβοθώρητος, -η, -ο: αυτός που δεν εμφανίζεται συχνά, που σπάνια τον βλέπουν. Ακριβοθώρητη γένηκες, καλέ Καλλιοπό μου! Πού ‘σουνε τόσες μέρες;

 

14) φκιασίδι, φτιασίδι, φιασίδι, το: καλλυντικό, ψιμύθιο.

Μόνου φτιασίδι και σεργιάνι ξέρεις, λωλοσερβάγια!

φκιασιδώνω, φτιασιδώνω, φιασιδώνω, -ο(υ)μαι: βάφω, μακιγιάρω, καλλωπίζω, -ομαι.

Καλέ, ντροπής πράματα, πώς την ηφκιασιδώσατε έτσιδα τη νενέ μας;

Φιασιδωμένη και τυποδεμένη θε’ ναν την εύρεις την πάσα μέρα.

 

15) μάλι, το (τουρκ. mal): α) ακίνητη περιουσία, βιος, έχειτα (Ερ. – Σμ.).

Ποιος θα να ‘ναι ο τυχερός στο μάλι και στο έχει ντως, άμα κλείσουνε τα μάτια;

β) Το ζωικό κεφάλαιο ενός αγρότη (Καράμπουρνα).

Παροιμία: Κάλλια νά ‘ναι στο μάλι μου, παρά νά ‘ν’ στο κεφάλι μου.

Έκφραση: του διαόλου το μάλι: η γάτα (Αλάτσατα).

 

Ουδεμία ετυμολογική σχέση με το μάλι οι επόμενες λέξεις:

16) μαλιμάτι, μαλιμάτσι, το (ίσως από το τουρκ. malumat: πληροφορία, γνώση): κολακεία, φιλοφροσύνη, αβροφροσύνη, κομπλιμέντο. Συνώνυμα: γαλιφιά, μαλαγανιά, κολάκι, τζιρβές, τεμενάς.

Την ηκατάφερε με τα μαλιμάτσια του και τήνε κουκουλώθηκε.

Άσε πια τα μαλιμάτια

κι έλα φίλα με στα μάτια.

μαλιματεύ(γ)ω, μαλιματσεύω: κολακεύω, καλοπιάνω.

Συνώνυμα:  γαλιφιάζω, μαλαγανεύγω.

Μη με μαλιματεύεις και δε θα σου κάνω τη χάρη!

μαλιματσής, μαλιματσού, μαλιματσούδικο και μαλιματσ(ι)άρης, μαλιματσάρα, μαλιματσάρικο: ναζιάρης, γαλίφης, κόλακας, καταφερτζής. Συνώνυμα: μαλαγάνας, μαριόλης, σάλιαγκας, τσεριμονιόζος, κομ-πλιμεν-τόζος, τζιλβελής.

 

17) λεχούδι, λουχούδι, λουχουνιάρικο, το: βρέφος, νεογνό, μωρό, βυζαναριό (Ερ. –Σμ.). Τη Χρουσώ μου λεχούδι την έχα στο σεισμό.

Το Κοραλλιό μας ήτανε λουχουδάκι ακόμας, σαν ηπέθανε.

Δε θυμούμαι, γιατίς ήμουνε λουχουνιάρικο, όντας μας ηδιώχτανε οι Τούρκοι απ’ την Πατρίδα.

 

λεχουνιάζω, λουχουνιά(τ)ζω: α) κάθομαι πολύ στο κρεβάτι, όπως οι λεχώνες. Το Σαββάτο ηλεχούνιασα ούλη μέρα.

β) συνεκδ. τεμπελιάζω, ξαπλώνω, ραχατεύγω.

Την έχουνε και λουχουνιάζει, αντίς να ντη βάνουνε σε καμιά δουλειά.

 

λεχούσα, λοχούσα, λουχούσα, λουχούνα, η (αρχ. ελλ. λεχώ): λεχώνα (Ερ. –Σμ.). Τι κάνει η λεχούσα σας;

Έφεραν αμπουρκούνες στη λουχούνα μας, που τις ερέχτη.

λεχουσά, λοχουσιά, λουχουσιά, λουχουνιά, η: λοχεία.

Στη λεχουσά η μάνα είναι με το ‘να ποδάρι στο λάκκο.

Τώρα που ‘σαι στη λουχουνιά, κοίτα να τρως καλά.

Παροιμία για αργοπορούντες: ηπήε για μαμή κ’ ηγένηκε λουχούνα (Μελί).

 

λεχουσά, η: τα υγρά της γέννας (Βουρλά).

λεχουσαρρώστια, η: επιλόχειος πυρετός (Σμ.).

 

αρίζικος, -ια, -ο: άνθρωπος χωρίς ριζικό, μελλοθάνατος, που δεν έχει ζωή. Έτσι αποκαλούσαν κυρίως τα μωρά, όταν πέθαιναν είτε στη γέννα είτε σε νηπιακή ή παιδική  ηλικία (Σιβρ.).

Η γιαγιάκα μου ηγέννησε έξι αρίζικα στη σειρά κι απέ ήκανε τον πατέρα μου. Όμορφη κόρη ήτανε, μα αρίζικια η κακομοίρα. Ηπέθανε δεκατέσσερω χρονώ!

 

18) λεφούσι, το (τουρκ. nüfus: πληθυσμός): ορδή, πλήθος, στίφος, τσούρμο. Ήπεσε λεφούσια ο κόσμος να ψουνίσουνε. Την ήχασα μέσα σε κείνο το λεφούσι.

 

19) ατσέσο, το (ιταλ. accesso): α) νευρικότητα, έξαψη, εγρήγορση (Δυτ. Ερ.). Τον ήπιασε ατσέσο να τα γλιτώσει ούλα σήμερο.

β) κρίση, παροξυσμός, φρενίτιδα, έξαρση, επιδείνωση (Σμ.).

Ο καιρός θα ‘χει ατσέσο απ’ αύριο.

 

20) μαρχαμάς, μαχραμάς, μερχαμάς, ο και μεχράμι, το (τουρκ. mahrama):

α) φερετζές, καλύπτρα.

β) είδος μποξά, εσάρπα, σάλι.

γ) παραπέτασμα, μικρή κουρτίνα από λεπτό ύφασμα.

δ) υφαντή μεγάλη πολυτελής πετσέτα με κρόσσια (πεσκίρα).

ε) είδος μικρού κροσσωτού τραπεζομάντιλου.

στ) κεφαλομάντηλο των ψαράδων.

ζ) τα κρόσσια των αντρικών ζωναριών.

Παροιμία (Ερ.): Κατά τα μούτρα κι ο μαρχαμάς.

 

21) γρούπος, ο (ιταλ. gruppo: ομάδα, σύνολο): α) πουγκί, βαλάντιο, παραδοσακούλα. Συνεκδ. κομπόδεμα, οικονομίες.

Ήβγαλε απ’ το γρούπο του δυο χιλιάρικα.

‘Γάλι-‘γάλι ήκαμε γρούπο αλάκερο με τη δουλειά του.

β) στοίβα, δέσμη, σωρός, μάτσο, γιγινάκι.

Είχενε γρούποι γρούποι τσι λίρες στο τεζιάκι.

 

22) ρουμάνι, το (τουρκ. orman): πυκνό δάσος. Όνταν πρωτοήρκαμε εδωνά στην Ελυθραία, ήντανε ο τόπος ρουμάνι, ούλο πεύκα και ντερεδιές.

Ρουμάνι, το: α) κάμπος βορειοδυτικά των Αλατσάτων με πολλές εύφορες τοποθεσίες και τιμάρια αμπελόφυτα.

β) και Ρομάνι: αγροτική τοποθεσία με γκιόλι (λίμνη) νοτιοδυτικά του Μελιού, κοντά στο Μαντράκι.

ρουμανιάζω: αναδασώνομαι, χερσώνομαι.

Ηρουμάνιασε τ’ αμπέλι ντως, παρατημένο χρόνια και ζαμάνια.

 

23) χουζμέτι, χουσμέτι, χοζμέτι, το (τουρκ. hizmet): θέλημα, υπηρεσία, εξυπηρέτηση, εκδούλευση.

Έλα, βρε γιέκα μου, Θεός σχωρέσ’ τη μάνα σου, να με κάνεις ένα χουζμετάκι! Είχανε μιαν αξαδρέφη ντως πολύ άξα και τσ’ ήκανε ένα σωρό χοζμέτια και δουλειές.

χο(υ)ζμετιάρης, χο(υ)ζμεκιάρης, χο(υ)ζμετιάρα και χο(υ)ζμετιάρισσα και χουζμετλής, χουζμετλού (τουρκ. hizmetkâr): υπηρέτης, άνθρωπος για θελήματα, βοηθός. Συνώνυμα: παραγιός, παρακόρη, κοπέλι, γιαρντιμτζής.

Η Φωτούκα την είχε χουζμετιάρα από μικρό στο μαγαζί ντως, μα τήνε καλοπάντρεψε κιόλας.

Ηπήε χουζμετλής σ’ έναν μπακάλη.

Ήστειλε κείνο το φισφιρή το γιο του χοζμεκιάρη στση Βαγγελιάς τση φουρναριάς.   

 

 

24) γρωνί(τ)ζω, -ομαι: γνωρίζω, -ομαι (Ερ.).

Δε σε γρωνίζω, βρε γιε μου! Ετούτος, καλέ, γρωνίζει ακόμα και τσι γκαγιάδες του Βουρλά! Και τσι πατουμαλίτσες ντου και κείνες τσι γρωνίτζω ακόμας!

Ο γεμιτζής γρωνίζεται αφ’ την πορπατηξιά ντου,

                  τρέμει το γελεκάκι ντου και χαίρετ’ η καρδιά ντου.  (Τσεσμές)

 

Τ’ άστρι μου το γρωνίζω ‘γώ, μ’ ακόμα δεν ηβγήκε

                     κι αγάπη που δεν ήρπιζα μέσ’ στην καρδιά μου μπήκε.   (Τσεσμές)

 

25) λαδικό, λαδερό, το: α) μικρό δοχείο λαδιού, ροΐ.

β) μτφ. γυναίκα φλύαρη, κουτσομπόλα, κουσελιάρα. Ήρτε πάλι το λαδικό για βίζιτα!

Παροιμία: Το λαδερό, το ξιδερό

                     ημανίσανε τα δυο.

λαδοκουρούπα, η: είδος λαδικού, αλλά και πήλινο δοχείο λαδιού.

 

26) λαχαίνει (ρήμα απρόσωπο, από το αρχ. ελλ. λαγχάνω): τυχαίνει, συμβαίνει.

Δεν τσή ‘λαχε κάνας καλός, μόν’ ηπήρε τον μπεζεβένκη.

Άμα λάχει και περάσεις απ’ αυτού, χάθηκες! Κακό να μη σας λάχει ποτές.

 

27) χαρούμι, χαρουμάκι, το (τουρκ. harım): ανοιχτός χώρος πίσω από το σπίτι, μικρή αυλή με δεντρόκηπο ή μπαξέ, περιβολάκι. Συνώνυμα: σώχωρο, χωράφι.

 

28) πωρικό, το (αρχ. ελλ. οπώρα): φρούτο (Δυτ. Ερ.).

Κόψετέ του, καλέ, κάνα πωρικό να το πά’ πεσκέσι στην τσάτσα-Σουρτανιώ.

Πωρικά ‘εν ήτρωε ποτές του.

Μτφ. πονηρούτσικος, πούλουδο. Σου ‘ναι ευτή ένα πωρικό!

Μού ‘ρκενε πάλε κείνο το πωρικό, η αγγόνα μου, κι εγύρευγέ μου γκλιουδάκια. 

 

29) Μπαργιάμι, Μπαϊράμι, το (τουρκ. Bayram): έτσι ονομάζονται δυο μεγάλες κινητές μουσουλμανικές γιορτές, το Σεκέρ Μπαϊράμι, που γιορτάζεται στο τέλος του Ραμαζανιού και στο οποίο κυριαρχούν τα γλυκά, ιδίως οι μπακλαβάδες, και το Κουρμπάν Μπαϊράμι, που γιορτάζεται με μεγάλη λαμπρότητα 70 μέρες μετά το Σεκέρ, με τελετουργικές σφαγές αρνιών. Γενικώς οι Ερυθραιώτες ονόμαζαν Μπαργιάμι κάθε γιορτή των Τούρκων.

Στα Μπαργιάμια των Τουρκώ, ηπηαίναμε για βίζιτες στα σπίτια ντως.

μπαργιαμλίδικος, μπαϊραμλίδικος, μπαργιαμλίδικια, μπαργιαμλίδικο: εορταστικός, εντυπωσιακός, χτυπητός. Συνώνυμο: σφανταχτερός.

Κάθα Τουρκαλίτσα ηφόρειε τα μπαργιαμλίδικα χρώματα.

Σήμερο τως ήψησα μπαϊραμλίδικο φαΐ, ατζέμ πιλάβι.

 

30) ανέκαρα, νέκαρα, νάκαρα, τα (βυζ. ανάκαρα): κουράγιο, αντοχή, δύναμη, τόλμη, Συνώνυμο: τακάτι (Δυτ. Ερ. – Σμ.).

Δεν έχω νέκαρα μήτε να σηκωθώ απ’ εδωνάκι!

Ανέκαρα, Κρινώ μου, και κοντεύγουμε σε λι’άκι.

Ήθελα να πάω στην Τήνο, μα πού νάκαρα πια!

Ούτε νάκαρα δεν είχε να κουνήσει τα κανιά του.

(α)νεκαρώνω: δυναμώνω, ενθαρρύνομαι, παίρνω κουράγιο.

Άμαν ήψανε τα φώσια, ηανεκαρώσανε τα φύλλα τση καρδιάς μου.

Τρίψε με το σπίρτο τα ποδάρια σου, να νεκαρώσουνε κομμάτι αφ’ το μπούζι.

 

31) ανέκαρδα (επίρ.): χωρίς καρδιά, ανόρεχτα, ακούσια.

Ανέκαρδα ηπήαμε στη βλόα.

ανέκαρδος, -η, -ο: άκαρδος, σκληρός.

 

32) παρασόλι, παρασολάκι, το (ιταλ. parasole): αλεξήλιο, αλεξιβρόχιο, ομπρέλα, ομπρελίτσα.

παρασόλα, η: ομπρελάρα. Ηκράτειε μια παρασόλα σαν τσαρδάκα!

παρασολάκι, το: το φυτό νυχτολούλουδο ή δειλινό.

παρασολάς, ο: ομπρελάς, επιδιορθωτής ομπρελών (Σμ.).

 

33) πούλουδο, το (αλβαν. λούλιε: άνθος): α) άνθος, λουλούδι.

Ένα γύρο στο μπαξέ ντως είχανε χίλιω λογιώ πούλουδα.

β) μτφ. σκανταλιάρικο, πονηρό παιδί, πωρικό.

Σου ‘ναι ‘να πούλουδο ευτός ο άγγονάς μου!

Παροιμία: Απέ κείνο το κλαδάκι είναι κι ευτό το πουλουδάκι (Λεθρί).

πουλουδάς, -ού: λουλουδάς, ανθοπώλης, ανθοκόμος.

Πολλοί πρόσφυγοι δικοί μας ηδουλεύανε πουλουδάδες στα πρεβόλια τση Κηφισάς.

Πουλουδάς, ο: επίθετο του Απρίλη και του Μάη.

πουλουδάτος, πουλουδιασμένος, -η, -ο και πουλουδένιος, -α, -ο: λουλουδάτος, λουλουδένιος, πλουμιστός, ανθοστόλιστος.

Μτφ. παρδαλός, εμπριμέ (τώρα το λένε πιο… κορέκτ ελληνικά: ΦΛΟΡΑΛ!)

Συνώνυμο: τζιτζικλίδικος.

Πουλουδιασμένος μπαξές, πουλουδάτη ρομπίτσα, πουλουδένιο πιατάκι.

πουλουδιάζω, πουλουδίζω: ανθίζω, λουλουδίζω. Συνώνυμα: αθολοώ, φιορίζω. Οι γιασεμιές αθούνε και πουλουδιάζουνε ούλο το καλοκαίρι.

Μτφ. ακμάζω, αναπτύσσομαι. Τα ‘χει τα χρονάκια τσης, μα πουλουδίζει ακόμας.

πουλουδιέρα, η: α) ανθοδοχείο, βάζο (Ερ.).

β) λάμπα γυάλινη με πουλουδάτη διακόσμηση (Αλάτσατα).

πουλουδοθέμι, πουλουδικό, το: πληθώρα λουλουδιών, το σύνολο των λουλουδιών σε ένα σπίτι, λουλουδομάνι, γλαστρικό (Ερ. – Σμ.).

Στο χαρούμι τσης να δεις πουλουδοθέμι, που θε’ να σασιρντίσει ο νους σου!

Δεν το κουνά ρούπι το καλοκαίρι, επειδής έχει να ποτίσει το πουλουδικό κάθα μέρα. 

πουλουδόκηπος, ο: ανθόκηπος.

 

κλεφτοπουλουδάς, κλεφτοπουλουδού: άνθρωπος που ξέρει να «κλέβει» πολλά λουλούδια την παραμονή της Πρωτομαγιάς, χωρίς να τον πάρουνε χαμπάρι (Ερ. – Σμ.). Ηπέσανε οι κλεφτοπουλουδάδες στσι αλτανίτσες μου και δε μ’ αφήκανε μήτε φιντάνι, πανάθεμά τσι!

 

Σχετικό με τα πούλουδα και το γυναικείο όνομα Λουλουδιά ή Πουλουδιά, που ήταν πολύ δημοφιλές κυρίως στην περιφέρεια του Τσεσμέ και των Αλατσάτων με τις ακόλουθες μορφές: Λουλού, Πουλού, Λουλούδη, Λουλουδάκη, Λουλουδή, Πουλουδή, Λουλούκα, η και Λουλούδι, Λουλουδάκι, Πουλουδάκι, το.

 

34) ταμάχι, το και ταμαχιά, η (τουρκ. tamah): ζήλος, διάθεση για επίδοση, άγχος, απληστία, πλεονεξία, λαιμαργία. Να μη σε τρώει το ταμάχι.

Έχει ταμάχι για τσι παράδες. Το ταμάχι τζης ήβγαλε νάμι.

Ηαρρώστησε από την ταμαχιά του.

Παροιμία: το πολύ μου το ταμάχι ήφαέ μου το στομάχι.

ταμαχ(κ)ιάρης, ταμαχιάρα, ταμαχιάρικο (τουρκ. tamahkâr): άπληστος, αγχώδης, πλεονέκτης, λαίμαργος, αχόρταγος.

Κακό πράμα η ταμαχιάρα γυναίκα μες στο σπίτι.

Ήφαε το κεφάλι ντου, ο ταμαχκιάρης ο Κοκόλης!

 

35) τερλίκι, τιρλίκι, το (τουρκ. terlik: παντόφλα): πλεχτό μάλλινο ή πάνινο πρόχειρο παπούτσι για το σπίτι, είδος παντόφλας.

 

ΜΗΝΥΜΑ ΕΝΔΕΚΑΤΟ

Σήμερα παραθέτουμε ιδιωματικές λέξεις σχετικές με το ζωικό κόσμο. Όπως ξέρετε, κάθε τόπος, ακόμη και μέσα στα στενά όρια μιας περιοχής (π. χ. νησιά) μπορεί να χρησιμοποιεί διαφορετικές ονομασίες για ζώα, ερπετά, έντομα, αμφίβια και πουλιά, που δεν είναι κατανοητές από τους άλλους Έλληνες. Στα φυτά είναι ακόμη πιο περιπλεγμένα τα πράγματα. Έτσι συμβαίνει στην Ερυθραία και στη Σμύρνη. Υπάρχουν και εκεί ποικίλες ονομασίες και λεξιλογικές ή νοηματικές παραλλαγές από χωριό σε χωριό κι από πόλη σε πόλη. Κάποιες από αυτές μπορεί να τις γνωρίζετε ως επώνυμα οικογενειακά (από παρατσούκλια φυσικά) και άλλες από συνήθως περιγελαστικούς χαρακτηρισμούς ανθρώπων.

    Αν θέλετε, μπορείτε να μας ζητάτε να σας εξηγήσουμε κάποιες ιδιωματικές λέξεις που θυμάστε, αλλά δεν γνωρίζετε την ακριβή σημασία τους. Επίσης μπορείτε να μας αποστείλετε ιδιωματικές σμυρναίικες ή ερυθραιώτικες λέξεις που γνωρίζετε εσείς. Αν δεν τις έχω ήδη καταγράψει, θα προστεθούν κι αυτές στο γλωσσάριο, για να το εμπλουτίσουν.

 Θοδωρής Κοντάρας

12  Μαΐου 2021

 

ΖΩΑ ΘΗΛΑΣΤΙΚΑ

 

1. ζο, τζο, το: γενικώς κάθε υποζύγιο, κατοικίδιο ζώο ή όποιο ζωντανό οικόσιτο. Ηπήανε με τα ζα στη Σμύρνη. Ήπεσε αφ’ το τζο κι ήσπασε το χέρι ντου.

Μτφ. βλάκας, μπουνταλάς. Βρε συ, τούτος είν’ καλά καλά ζο!

 

2. τζαναβάρι, το (τουρκ. canavar): οποιοδήποτε θηρίο, άγριο ζώο και ειδικά ο λύκος. Ημπρόβαλε άξαφνα ένα τζαναβάρι, να σε πά’ τρεις και μία από το φόβο σου!

Μτφ. αγριάνθρωπος. Ήκανε σαν το τζαναβάρι, να γιουρντήσει να με φά’!

 

3. ζούμπερο, το (σλαβ. ζόμπρου): αγρίμι, θηρίο, καπλάνι. Φοβάται τα ζούμπερα και δεν πά’ για χόρτα.

Μτφ. αγροίκος, μονόχνωτος, ιδιότροπος (Αν. Ερ.). Κείνο το ζούμπερο, ο Νικολής, σε γύρευε.

 

4. ζεχτιλάνι, ζετλάνι, ζατλάνι, ζιτλάνι, τζικλάνι, το και ζιτλάνος, τζικλάνος, τζιτλάνος, ο (τουρκ. sırtlan): είδος αιλουροειδούς με βούλες στη γούνα του, μικρός πάνθηρας της Ιωνίας. Σε διάφορα μέρη της Ερυθραίας και της Σμύρνης, αλλά και εδώ, στη Ν. Ερυθραία Αττικής, έτσι ονόμαζαν επίσης μερικά άγρια θερία, που ήταν είδη τσακαλιού ή ύαινας ή αγριόγατου (λύγκα). Οι περιγραφές για το ζώο ποικίλλουν από τόπο σε τόπο.

Τα βουνά και τα ρουμάνια τση Πατρίδας ήντουστε γιομάτα ζιτλάνια και καπλάνια. Γιουρντά το ζατλάνι απάνω τους και το πέτυχε ο Κωστής ο Αγουρίδας στον αγέρα!

Ηκατέβαινε αξημέρωτα ο τζικλάνος απ’ την Πατερίτσα κι ήτρωε τσι κότες του Γιακειμίδη.

Προπολεμικά, ηπερνούσανε τα τζικλάνια μέσ’ αφ’ το Μουχτερό κι ηπηαίνανε στου Τατογιού τα δάση.

 

5. τζαμούζα, τζαμούσα, τσαμούσα, η (τουρκ. câmus, camız): α) βουβάλι, βουβάλα. Οι τζαμούζες ησέρνανε τσι αραμπάδες.

β) μτφ. χοντροκαμωμένη, αδέξια, ατίθαση, ιδιότροπη, δύστροπη γυναίκα.

Ευτή η τσαμούζα τον έχει αφτούμενο και καβγούμενο τον άντρα τζης.

Πάψε, μωρή τζαμούσα, τη γρίνα σου!

Με πάτησε στην εκκλησά κείνη η τσαμούσα η Βδοκίτσα και με ξενύχιασε.

 

6. ντανάς, ο και ντανάδι, τανάδι, νταναδάκι, το (τουρκ. dana): νεαρός βούβαλος ή ταύρος, κυρίως μοσχάρι χρονιάρικο.

Ήθρεφα ένα νταναδάκι μπεσλεμέ για το κεσκέκι τση κόρης.

Ήσφαξε ένα τανάδι για το κεσκέκι τ’ Άη-Γιωργιού.

Μτφ. άντρας εύσωμος, γεροδεμένος.

Για ’δέ τονα, κοτζάμου ντανάς και του φύανε αφ’ το φόβο ντου!

νταναδίσος, ταναδίσος, -α, -ο: μοσχαρίσιος.

Νταναδίσος κιγμάς, ταναδίσο κριάσι.

ντανατζής, ο (τουρκ. danacı): γελαδάρης, βοσκός βοοειδών.

Τσι γελάδες και τα μοσκάρια τα ηπαίρνανε χώρια κάθα πρωί Τούρκοι ντανατζήδες και τα πηαίνανε να βοσκήσουνε στσι μεράδες όξου απ’ το χωριό.

7. μπουγάς, μπογάς, ο και μπο(υ)γαδάκι, το: (τουρκ. boğa): νεαρός ταύρος.

Μτφ. παλληκαράκι, ρωμαλέος έφηβος.

8. βούδι, βούι, το: βόδι. Τα βουδάκια ηχουχουλούσανε το Χριστούλη, τόμου ηγεννήθηκε.

Μτφ. αργόστροφος, μπουνταλάς, αλλά και παχύσαρκος, χοντρός.

Βρε βούι, πάλι το χάλασες; Ηγένηκα βούδι αφ’ το πολύ φαΐ.

Παροιμία: αλλού ο ζευγάς κι αλλού τα βούδια (Σεβντίκιοϊ).

βούδακας, ο: ηλίθιος, βλάκας, βραδύνους, αργόστροφος, χοντροκέφαλος, μπουνταλάς, αργοξύπνητος, κουτούκος, χαϊβάνι.

Δε νογά ο βούδακας, όσα και ναν του πεις.

στραβόβουδο, το: μτφ. ανόητος, ηλίθιος, βλάκας, μπουνταλάς, αργοξύπνητος, βούδακας. Έκφραση ώχα, στραβόβουδο!: βλέπε, πρόσεχε!

βουδοσύνη, η: βλακεία, ηλιθιότητα, μπουνταλοσύνη. Ηπαριάσανε στην βουδοσύνη τα δυο ντως!

βουδίσ(ι)ος, -α, -ο: βοδινός. Βουδίσος κιγμάς, βουδίσα γλώσσα, βουδίσιο κριάσι.

βουδόμαντρα, η: βουστάσιο.

βουδομάτης, βουδομάτα, βουδομάτικο: άνθρωπος με μεγάλα μάτια.

Μτφ. αφελής, αγαθιάρης, αγαβός.

Η βουδομάτα η νύφη μου, που ό,τι και να τση λένε, το χάφτει!

βουδιά, η: περίττωμα βοδιού, αγελάδας, βουλιθκιά, βουνιά (Δυτ. Ερ.).

 

9. Για τον ντεβέ ή τη ντεβέδα (αρσενική καμήλα) γράψαμε τα σχετικά στο έβδομο μήνυμα.

 

10. προβάτα, η: προβατίνα. Οι χιώτικιες κι οι καραμαλίδικιες προβάτες ήτανε οι πια φουμισμένες στα μέρη μας.

Είσ’ άσπρη σαν τα γάλατα π’ αρμέγουν τσι προβάτες,

                    εσύ ‘σαι η πιο όμορφη από τσι μαυρομάτες. (Αλάτσατα)

 

11. ρίφι, ριφάκι, το (αρχ. ελλην. ερίφιον): κατσικάκι (Ερ.).

Τη Λαμπρή ησουγλίσαμε ριφάκι. Του ριφκιού το κριατσάκι είναι γλυκύ και λιμπισίμιο.

τράος, ο και τραΐ, το: τράγος, τραγί.

Αλλά και τραόπαπας, ο: άσωτος ιερέας.

Χαρακτηριστικές ονομασίες για κατσίκες, κυρίως από το χωριό Μελί που είχε πολύ ανεπτυγμένη κτηνοτροφία

τραγουλή, η: γίδα με όρθια κέρατα (Μελί).

ταμπάκα, νταμπάκα, καμπάκα, η: κατσίκα χωρίς κέρατα (Δυτ. Ερ.).

σούτα, η (αλβαν.;): γίδα χωρίς κέρατα (Μελί).

σουγλοκέρα, η: γίδα με σουβλερά κέρατα.

στραβοκέρα, η: γίδα με στραβά κέρατα.

πισωκέρα, η: γίδα με τα κέρατα προς τα πίσω (Δυτ. Ερ.).

ψαρόμουσκα, η: γκρίζα γίδα (Μελί).

ρούσα, η (ιταλ. rossa: κόκκινη): καφετιά γίδα (Μελί).

ρουσόγκιοσα, η: γίδα καφετιά με σκούρες κηλίδες ή ρίγες (Μελί).

σακουλοβύζα, η: γίδα με μεγάλους μαστούς. Μτφ. γυναίκα βυζαρού.

 

12. τσουμπάτη, τζουμπάτη, η (τσούμπα: φούντα μαλλιού, χαίτη): γελάδα, γίδα ή προβατίνα με πολύ μαλλιαρό κούτελο.

φαρδοκάπουλος, -η, -ο: ζώο με μεγάλα καπούλια.

Φαρδοκάπουλη: γυναίκα με χοντρή περιφέρεια, κωλαρού.

χιόνης, χιόνα: ολόλευκο ζώο (άλογο, κατσίκι, βόδι, σκύλος κλπ.).

Ήζεψε τη χιόνα στ’ αμαξάκι, για να πά’ τη νύφη στο γάμο.

 

13. κουλούκι, το (τουρκ.;;): α) κουτάβι, σκυλάκι, φινάκι (Δυτ. Ερ.). Βρε συ, τρέμεις σαν το κουλούκι αφ’ το κρύο! Μπας και θέτε ένα κουλουκάκι σερνικό;

β) (από το τουρκ. kolluk kuvveti): αστυνομική δύναμη περίπολος, απόσπασμα, καρακόλι, κιζάνι (Βουρλά).

Ηπέσανε τα κουλούκια να τόνε γυρεύουνε, μα κείνος ηκατσίρντισε για τη Χίος.

γ) (από το τουρκ. kulluk: δουλεία):  αστυνομικός σταθμός (Σμ.).

Τον ηπήανε στο κουλούκι και τόνε χώσανε στη χάψη.

τρεμοκούλουκο, τρεμο(υ)λοκούλουκο, το: τρεμουλιάρικο σκυλί, φοβισμένο. Μτφ. κρυουλιάρης, τουρτούρης. Πάψε να κάμνεις έτσιδας, τρεμοκούλουκο!

σκυλοκούλουκο, το: υβριστικά, παλιόσκυλο, κιοπέκι.

Άντε φύε από ‘δώ χάμου, σκυλοκούλουκο!

κουλουκαριά, η: σκύλα που μόλις γέννησε, που τρέφει τα κουλούκια της. Αλάργα απ’ την κουλουκαριά, για’ θε’ να σας παρτσαλαντίσει!

κούλουκας, ο: μεγαλόσωμο νεαρό σκυλί, σκύλαρος.

κουλουκιάζω: τρέμω σαν σκυλί από κρύο ή φόβο, ριγώ, νταντανιάζω.

σοκακόσκυλο, το: αδέσποτος σκύλος. Μτφ. αλητόπαιδο.

Πού γύρναες ούλη τη μέρα, βρε σοκακόσκυλο;

εφταβυζού, εφταβύζα, φταβύζα, η: σκύλα. Μτφ. αγριογυναίκα.

Μην το πείτε και θα να μας παρτσαλαντίσει αυτή η εφταβυζού, η μάνα του!

 

14. σκρόφα, η και σκροφί, σκροφάρι, σκροφαράκι, το (ιταλ. scrofa): γουρούνα, γουρουνάκι.

Μτφ. πονηρή, δαιμόνια γυναίκα, βρομοθήλυκο.

Εκείνη δα σου ‘ναι μια σκρόφα, Θε μου φύλαε!

Τση το ‘πα τση σκρόφας να το κάνει, μα έχει νου μοναχά για τσι γιαβουκλούδες. 

 

οχτωβύζα, η: γουρούνα. Μτφ. κακή γυναίκα, παλιοθήλυκο, σκρόφα.

Διαόλου κόρη, πώς ηγένηκες έτσινα σύχριστη, σαν τσ’ οχτωβύζας το παιδί!

- Ποιόνανε ηπήρε η κόρη ντως, καλέ; - Μμμ, τσ’ οχτωβύζας τον υγιό!

 

15. μποντικός, μπόντικας, πεντικός, πέντικας, ο, μποντικίνα, η (μ)ποντικαλάκι, πεντικαλάκι, το: ποντικός, ποντικάκι, κουφό.

Ήβγεν ένας μπόντικας μεάλος σαν κάτης! Τα ηφάανε οι πεντικοί.

Τα δόντια σου μ’ αρέσουνε, oπού ‘ν’ ανάρια ‘νάρια

                     και μπαινοβγαίνουν πεντικοί και κάνουν κουκουνάρια. (Αλάτσατα)

ποντικάλα, μποντικάλα, η: ποντίκαρος, μπόντικας (Ερ.).

Ο κάτης μάς ήφερε μια μποντικάλα να, ίσαμε δυο απεθαμές μεγάλη!

μποντικός, ο και μποντίκι, το: α) μυς, μούσκουλο. Το Θεμελιό είχε κάτι μποντικοί να!

β) Κομμάτι κρέατος από τους μυς του σφαχτού. Ηψούνισε μποντίκι για βραστό.

ποντίκια, τα: είδος παστίτσιου με πατάτες και μικρά πουλάκια του κυνηγιού (Βουρλά).

μποντικοκούραδο, πεντικοκούραδο, το: περίττωμα ποντικού, κουκουνάρι.

Μτφ. ασήμαντος, μικρούλης, τοσοδούλης.

Ρητό: Μιλούνε ούλοι, μιλούνε και τα πεντικοκούραδα!

πεντικοφαωμένος, μποντικοφαωμένος, -η, -ο: ποντικοφαγωμένος, χιλιοτρυπημένος, άχρηστος (Δυτ. Ερ.).

Σαβούρντα τα ούλα τα πεντικοφαωμένα του κατώγειου.

μποντικόλαδο, πεντικόλαδο, το: παρασκεύασμα με φίνο ελαιόλαδο, στο οποίο έριχναν νεογέννητα μποντικαλάκια και μετά από καιρό το χρησιμοποιούσαν ως φάρμακο για ορισμένες παθήσεις (ωτίτιδα κλπ.).

 

ΠΟΥΛΙΑ

 

1. πουλοθέμι, πουλολόι, το: πλήθος πουλιών, πουλομάνι.

Απάνου στον πεύκο βαρταλαλούσε το πουλοθέμι.

Ησασίρντησε ο νους μου απ’ το πουλολόι.

πουλοπιάστης, ο: ο ειδικευμένος στην αιχμαλωσία πουλιών, ορνιθοθήρας.

Εσύ, Παντελάκη μου, που ‘σαι πουλοπιάστης, φέρε μου ένα πουλί να μου κελαδεί.

πουλοφάς, πουλοφάος, ο: είδος πουλιού.

 

2. φτερουχαριά, φτερουγαριά, η: πουλί πληγωμένο στο ένα φτερό, που χαμοπετά τρέχοντας.

Μτφ. άνθρωπος που ξαφνικά κουτσαίνει ή περπατά γέρνοντας στο πλάι. Ηπάαινε σαν τη φτερουγαριά, τοίχο τοίχο.

 

3.τουρκοπετεινάρι, τουρκοπούλι, το: τσαλαπετεινός, τσακλοπετεινός.

 

4. σισινάκι, το: μικρό πολύχρωμο πουλάκι που βγάζει χαρακτηριστικό συριστικό ήχο.

 

5. τσιλιβήθρα, τσιλιβίδα, η και τσιλιβίδι, το: α) είδος μικρού πουλιού.

β) σουσουράδα, κωλοσούσα, κιτρινοκώλα.

γ) μτφ. πολύ αδύνατο παιδί, μικροκαμωμένος, γλαντί. Φάε, βρε τσιλιβιδάκι, να κριατσώσεις! Πώς τσι ξεκεφαλώνει τόσες δουλειές εκείνη η τσιλιβήθρα;

 

6. περδίκα, περντίκα, περδικομάνα, η: πέρδικα που κλωσά.

περδικάβγουλο, περντικάβγουλο, το: αβγό πέρδικας. Τα έβαζαν βαμμένα σε λαμπριάτικα κουλούρια για τα παιδιά (Ερ.).

περδικοπάτημα, το: είδος ραδικιού, ξινήθρα.

περδικομάτης, -α, -ικο: άνθρωπος με μικρά τσαχπίνικα μάτια, μπιρμπιλομάτης.

περδικοπορπατούσα, η: γυναίκα με τσαχπίνικο βάδισμα.

 

7. χαλάντρα, η: είδος βρώσιμου πουλιού (Σμ.).

 

8. χαμάζα, η: α) γύπας, όρνιο, ψοφοπούλι (Βουρλά).

β) Μεγάλος χαρταετός, χαλαμάντρα, φιλάντρια.

 

9. πατάκα, μπατάκα, η (τουρκ.;): α) αγριόπαπια.

β) μτφ. στρουμπουλή, κοντόχοντρη γυναίκα (Αν. Ερ.).

ψαλιδονουρά, ψαλιδονοριά, η: είδος αγριόπαπιας (Σμ.).

 

10. παώνι, το: α) παγώνι. β) Είδος διακοσμητικού θάμνου (Ερ.).

γ) Είδος παιδικού θαλάσσιου παιχνιδιού, στο οποίο έλεγαν

Το παώνι, το παώνι

                       με τη μάνα ντου μαλώνει.  (Αλάτσατα)

Παγώνη, Παώνη, Παγωνιώ, Παωνιώ, Πα(γ)ωνίτσα, Νίτσα, Πα(γ)ωνάκη, η και Πα(γ)ωνιό, Πα(γ)ώνι, Πα(γ)ωνάκι, το: μορφές του ονόματος Παγώνα.

παωνής, παγωνιά, παγωνί: παγωνής, στο μπλε-πράσινο χρώμα του παγωνιού. Παωνής μποξάς, παωνιά τσάν-τα, παωνί ρεπίδι.

 

11. νεκροπούλια, τα: γενικώς οι κουκουβάγιες και άλλα νυκτόβια πτηνά που το κράξιμό τους θεωρούνταν γρουσούζικο.

χαροπούλι, το: γκιόνης.

χουχουβάγια, χουχουγιάβλα, χουχουμάβλα, η (τουρκ. kukumav): κουκουβάγια, κουκουμάβλα (Ερ.). Με κοιτά σα χουχουμάβλα, άμαν τση μιλώ. Κείνο το χουχουβαάκι, τ’ αξαδρεφάκι σου, τι κάνει;

 

12. χιονοπούλι, το: είδος σπίνου (Δυτ. Ερ.).

 

13. σκαθάκι, σκαρθάκι, το: είδος μικρού ωδικού πουλιού, σπίζα.

 

14. σκορδαλλός, ασκορδαλλός, σκορδαλλιός, ασκορδαλλιός, σκορδαγιός, σκορδυαλλός, ασκορδυαλλός, ο: κορυδαλλός, τουρλιτάκι (Ερ.).

Ευτός είν’ αλαφροπάτης σαν το σκορδαλλιό. Τως ήψησα ασκορδυαλλοί πιλάβι.

Τ’ αμπέγια του Μπουτζά ήντουστε γιομάτα σκορδαγιοί.

 

15. ξυλόρνιθα, η: μπεκάτσα (Δυτ. Ερ.).

 

16. ξυλοφά(ο)ς, ο: δρυοκολάπτης.

 

17. ορδύκι, το: ορτύκι (Βουρλά).

 

18. παλάζι, το (τ. palaz: νεοσσός): α) περδικάκι (Βουρλά). β) Χηνάκι (Σμύρνη).

πιπίνι, το: α) ειδικά το πιτσούνι, αλλά και γενικώς κάθε νεοσσός, γιαβράκι, παλάζι. Σου ‘χω πιπίνια πιλάβι.

β) Μτφ. όμορφο κορίτσι.

Πιπίνι μου, πιπίνι μου,

διαμάν-τι και ρουμπίνι μου.

 

19. όρνιθα, η και ορνίθι, αρνίθι, ‘ρνίθι, το: α) κότα, κοτόπουλο. Στη Σμύρνη και την Ερυθραία η χρήση της λέξης κότα ήταν ασυνήθιστη και σπανιότατη. Κοιτάξανε οι όρνιθες στο κουμάσι.

β) μτφ. κουτός. Βρε ‘ρνίθι, τι πά’ να κάμεις εκειδά;

σκουφάτη, η: κότα με λοφίο (Αλάτσ.).

ορνιθάξιγκο, αρνιθάξιγκο, το: λίπος της όρνιθας.

ορνιθοσκουντουφλιά, αρνιθοσκουντουφλιά, η: οφθαλμοπάθεια των πουλερικών.

ορνιθοτυφλιά, η: πάθηση των ματιών, ίσως νυκταλωπία (Βουρλά).

 

20. διάνος, ο, διάνα, διανίτσα, η και διανί, το: γάλος, γαλοπούλα, γαλόπουλο. Στους Ερυθραιώτες και τους Σμυρνιούς οι λέξεις γάλος, γαλοπούλα και γαλόπουλο ήταν άγνωστες. Προσφιλές χειμωνιάτικο έδεσμα της Σμύρνης ήταν ο διάνος με τη γέμωση.

Έλα και σου ‘χω διανί παραγεμωστό. Μας ήφερε μια διάνα για ρεγάλο.

 

ΕΡΠΕΤΑ

 

1. όφιος, ο: μεγάλο φίδι, φίδαρος.

Ηπετάχτηκε ομπροστά ντως ένας όφιος θερίο και τως ηκοπήκανε τα ήπατα!

2. όχεντρα, η: οχιά.

Κατάρες: όχεντρα και φίδι να σε φάει! Όφιοι κι όχεντρες να τόνε φάνε!

3. τυφλίτης, ο (αρχ. τυφλίνος): είδος μικρού φιδιού.

4. σαΐτα, η: α) είδος μικρού φιδιού.

β) διακοσμητικό σχέδιο σε γελέκια κι εσλίκια.

5. νερόφιδας, ο και νεροφίδα, η: νερόφιδο.

Μτφ. όποιος πίνει πολύ νερό ή ποτό. Δεν ποτάζουνε κρασί, οι νεροφίδες!

 

6. δρεπανόραχος, ο: χαμαιλέοντας, κορκόδελας (Ερ.).

Του Λεθριού μας τα χτήματα ήτανε γιομάτα αφ’ τσι δρεπανόραχοι, μας δεν τσ’ ήγλεπες, έτσιδας που ηγενούσανε.

 

7. σαμιαμίτης, σαμιομίτης, ο και σαμιαμίθι, σαμιομίτι, το (βυζ.):

α) η νυκτόβια σαυρίτσα σαμιαμίδι ή μολυντήρι, μνιώμα.

Στο φως πααίνουνε οι σαμιομίτες και τρώνε τσι χαμπερολόοι.

β) μτφ. ο μικροκαμωμένος. Μωρ’ συ, τι σαμιαμίθι ηγέννησε τση ποφτής η κόρη;

 

8. σιλιγούδα, σιλιγούρδα, σιλι’ούδα, σιλι(γ)ουδίτσα, η και σιλιγουρδάς, ο και σιλι(γ)ουδάκι, σιλιγουρδάκι, το: α) είδος μικρής σαύρας, τοιχοβάτης (Ερ.).

Το παραμύθι «Η σιλι’ούδα με τα εφτά σιλι’ουδάκια» το ‘χετε ‘κουσμένο;

β) νυφίτσα (Μελί).

γ) Μτφ. ζωηρό, αεικίνητο παιδάκι. Ποιανού ‘ναι ευτή η σιλιγουδίτσα, η ναζού;

τοιχοβάτης, ο: είδος μικρής σαύρας, σιλιγούδα (Λεθρί).

 

9. αχελώνα, αχιλώνα, η: χελώνα.

Τσ’ αχιλώνας το καβούκι το ηκρεμούσανε για γούρι στσι βάρκες και στα σπίτια.

νεροχίλωνο, το: νεροχελώνα.

 

ΕΝΤΟΜΑ

1. εφταλουτρού, φταλουτρού, εφταλουτρούσα, η και φτάλουτρο, το: είδος δηλητηριώδους αράχνης, ρωγαλίδα. Το τσίμπημά της είναι πολύ οδυνηρό.

 

2. ρώγα, ρωγαλίδα, ρωγιά, η και ρωγαλίδι, ρωγαλάκι, το: α) αράχνη (Σμ.).

β) δηλητηριώδης μεγάλη τριχωτή αράχνη, εφταλουτρού (Δυτ. Ερ.).

γ) σκορπιός (Δυτ. Ερ.).

…το μιτσό το ρωγαλάκι

απέ κάτ’ αφ’ το πλακάκι…

(παιδικό τραγουδάκι από το Μελί)

ρωγιάζω: α) λιποθυμώ από πόνο ή φόβο. Ερώγιασένε αφ’ τη δαγκαματιά του σκυλιού. Να ρωγιάσεις και να μελανιάσεις με τα τόσα που ήφαες, λίξα!

Γιατί, καλέ γιε μου, ρωγιάζεις, άμα με γλέπεις;

β) είμαι τύφλα στο μεθύσι, έχω υπερβολικό φούσκωμα και δυσφορία από φαΐ, νταλακιάζω (Ερ.).

Μου τόνε φέρανε ρωγιασμένο κι ανεγνώριστο αφ’ την ταβέρνα!

ρώγιασμα, το: α) δάγκωμα σκορπιού ή ρώγας, οδυνηρό τσίμπημα.

β) φόβος, τρόμος. Σαν ηγένηκε ο σεισμός, μ’ ήπιασε ένα ρώγιασμα, ένα κακό!

γ) δυσφορία, υπερβολικό μεθύσι, φούσκωμα (Ερ.).

Το ρώγιασμα του ούζου δε νταγιαντιέται.

 

3. σκροπιός, ο: σκορπιός, ρώγα.

Τόνε τσίμπησε σκροπιός κ’ ηρώγιασε απ’ τον πόνο.

4. σκολόπεντρα, σκουλόπεντρα, η (αρχ. σκολόπενδρα): σαρανταποδαρούσα. Γενικώς έντομο με πολλά πόδια. Κατάρα: όχεντρα και σκουλόπεντρα να σε φά’!

 

5. ζίζικας, τζίτζιρας, ο (πληθ. ζιζίκοι, τζιτζίροι) και ζιζικάκι, τζιτζιράκι, το: τζίτζικας, τζιτζικάκι (Ερ. – Σμ.).

τζιτζιροπροβιά, η: το άδειο κέλυφος, το «πουκάμισο» του τζίτζικα.

Η Σταματώ είναι τόσο γλινή, θαρρείς και τρώ’ τζιτζιροπροβιές κι αβδελοκόκαλα! Έκφραση περιπαικτική: Τι φαΐ έχομε; - Τζιτζιροπροβιές!

 

6. βόσβογκας, ο: έντομο που βουίζει δυνατά, όταν πετά, μπάμπουρας.

τζόρτζινας, τζούρτζουνας, ο (ίσως από το τουρκ. curcuna: πανδαιμόνιο, σάλος): μεγάλη κόκκινη άγρια σφήκα, ξαθομπάμπουρας (Αλάτσατα).

ξαθομπάμπουρας, ο: κίτρινος ή κοκκινωπός μπάμπουρας, μεγάλη άγρια σφήκα, τζόρτζινας.

Μτφ. κατάξανθος, σαρής. Κείνος ο ξαθομπάμπουρας ο Σταματιός τα φταίχει.

 

7. ξαθομαμούνα, η: α) κοκκινωπή κατσαρίδα.

β) μτφ. άσκημη ξανθιά ή κοκκινομάλλα.

Τώρα δα μου γενήκανε ούλες ξαθομαμούνες, καστανές δεν έχει πια!

 

8. χαμπαρολόος, χαμπερτζής, ο: σκουρόχρωμη πεταλούδα της νύχτας, μουστουλουτζής, μουσαφίρης (Δυτ. Ερ.).

 

9. σουγλομύτης, ο: ειρωνικά, το κουνούπι, κούνουπας.

Με ντουμπανιάσανε απόψε οι σουγλομύτηδοι, πανάθεμά τσι!

 

10. παπαδιά, η: το έντομο πασχαλίτσα, λαμπρίτσα, παπουτσής, μαμουνάκι τση Λαμπρής (Αλάτσατα).

παπουτσής, ο: το έντομο κοκκινέλα, πασχαλίτσα, παπαδιά, λαμπρίτσα, μαμουνάκι τση Λαμπρής (Ανατ. Ερυθραία).

 

11. ψαράκι, το: γκρίζο έντομο, παράσιτο σε ντουλάπια, μπαούλα κλπ.

 

12. πεντόκα, η (ιταλ. pidocchio): ψείρα (Σμ.).

Ψείρες και πεντόκες ηγέμωσε η κεφαλή τση.

πεντοκατζής, πεντοκατζού: ψειριάρης. Μτφ. πάμπτωχος, ασήμαντος.

 

ΔΙΑΦΟΡΑ ΑΛΛΑ

σουλιά, η: γαιοσκώληκας, σκουληκαντέρα.

σκούληκας, ο (πληθ. οι σκουλήκοι): γενικά, οποιοδήποτε σκουλήκι και ειδικά ο γαιοσκώληκας.

Έκφραση: έχει (το) σκούληκα μέσα ντου: έχει στενοχώριες, βάσανα.

 

σάλιαγκας, σάλιακας, σάγιακας, σάλιαγκος [πληθ. σαλιά(γ)κοι, σαγιάκοι]:

α) σαλιγκάρι, καράολας (Ερ. – Σμ.).

β) είδος αναρριχητικού φυτού (Βουρλά).

γ) μτφ. κόλακας, μαλιματσής, μαλαγάνας.

σαλιακάς, ο: ειρωνικά, ο θρησκόληπτος, ο τυπολάτρης (Βουρλά).

 

βάρθακας, βάθρακας, ο (πληθ. οι βαρθάκοι, βαθράκοι): βάτραχος, ασφάρδακας, κούβακας, μπάκακας (Ερ. – Σμ.).

Κάτω στο γιαλό, στον άμμο,

οι βαρθάκοι κάνουν γάμο…

βαρθακομάτης, βαρθακομάτα, βαρθακομάτικο: εξόφθαλμος, γουρλομάτης, γρυλλομάτης, γούρλακας.

Η κόρη ντως η βαρθακομάτα ηπήρε ένα λεβέντη, έναν άντρα με τα ούλα

 του.

 

 


 

ΜΗΝΥΜΑ ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ

 

ΠΕΡΙ ΖΩΙΚΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Ο ΛΟΓΟΣ

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ ΚΑΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ

 

Παραθέτουμε σήμερα το τελευταίο μέρος με ιδιωματικές λέξεις σχετικές με τον ζωικό κόσμο. Θα κλείσουμε το θέμα με άφθονες λέξεις για πουλιά, έντομα και άλλα. Πολλές φυσικά δεν είναι αποκλειστικά ερυθραιώτικες ή σμυρναίικες, γιατί μπορεί να υπάρχουν επίσης σε άλλα γλωσσικά ιδιώματα, κυρίως νησιώτικα.

    Όπως ξέρετε, κάθε τόπος, ακόμη και μέσα στα στενά όρια μιας περιοχής (π. χ. νησιά) μπορεί να χρησιμοποιεί διαφορετικές ονομασίες για ζώα, ερπετά, έντομα, αμφίβια και πουλιά, που δεν είναι κατανοητές από τους άλλους Έλληνες. Στα φυτά είναι ακόμη πιο περιπλεγμένα τα πράγματα. Έτσι συμβαίνει στην Ερυθραία και στη Σμύρνη. Υπάρχουν και εκεί ποικίλες ονομασίες και λεξιλογικές ή νοηματικές παραλλαγές από χωριό σε χωριό κι από πόλη σε πόλη. Κάποιες από αυτές μπορεί να τις γνωρίζετε ως επώνυμα οικογενειακά (από παρατσούκλια φυσικά) και άλλες από συνήθως περιγελαστικούς χαρακτηρισμούς ανθρώπων.

    Αν θέλετε, μπορείτε να μας ζητάτε να σας εξηγήσουμε κάποιες ιδιωματικές λέξεις που θυμάστε, αλλά δεν γνωρίζετε την ακριβή σημασία τους. Επίσης μπορείτε να μας αποστείλετε ιδιωματικές σμυρναίικες ή ερυθραιώτικες λέξεις που γνωρίζετε εσείς. Αν δεν τις έχω ήδη καταγράψει, θα προστεθούν κι αυτές στο γλωσσάριο, για να το εμπλουτίσουν.

 Θοδωρής Κοντάρας

23 Μαΐου 2021

 

 

ΠΟΥΛΙΑ

 

ασπροΐτης, ο και ασπροϊτάκι, το: σπουργίτης, σπουργιτάκι, σπούργιτας.

ασπρόκωλος, ασπρόκωλας, ο και ασπροκώλα, ασπροκωλίνα, η: είδος μικρού πουλιού.

ασπρολαίμης, ο: είδος μικρού πουλιού.

μαυροπουλάδα, η: είδος πουλιού (Δυτ. Ερ.).

Θα πάρω ντέβρι τα βουνά σαν τη μαυροπουλάδα,

             να πά’ να βρω ‘να μπογιατζή, να βουτηχτώ στα μαύρα. (Λεθρί)

μαυροσκούφης, ο: είδος μικρού πουλιού (Ερ.).

κλειδωνάκι, το και κλειδωνάς, ο: είδος πολύ μικρού πουλιού με μαύρο κεφάλι και σταχτόλευκα φτερά (Δυτ. Ερ.).

κεφαλάς, ο: είδος πολύ μικρού πουλιού.

μουτζουράκι, το: είδος πουλιού (Μελί).

μυοχάφτης, ο: είδος μικρού πουλιού.

Μτφ. εύπιστος, αφελής, ευήθης, κουτός, αγαβός, αγαθιάρης, αλαφρόπιστος, μωροπίστευτος, χάφτης.

 

καλάντρα, η: α) το πουλί γαλιάντρα (Ερ. – Σμ.).

β) μτφ. φλύαρο κορίτσι. Κι αυτές δα οι καλάντρες ούλη την ώρα ημπουρουρίζανε και μας ηπήρανε τ’ αφτιά!

λούγαρος, ο και λουγαράκι ή λουράκι, το: μικρό γκριζοκίτρινο ή πρασινοκίτρινο ωδικό πουλί, παρόμοιο με το φλώρο.

γαρδέλι, το: σχετικά σπάνια ονομασία της καρδερίνας (Ερ.).

γιαννακουδάκι, γιαννάκι, κοκκινο(γ)ουλάκι, το: ο κοκκινολαίμης (Ερ.).

Το χειμώνα ηγεμώτζανε οι αυλές μας αφ’ τα γιαννακουδάκια που τσιμπολοούσανε το χώμα.

κιτρινοκώλα, κωλοσούσα, τσιλιβίδα, η: είδη σουσουράδας.

 

γερανιός, ο: α) το πουλί γερανός, τούρνα (Δυτ. Ερ.).

β) το μηχάνημα γερανός (Ερ. – Σμ.).

Σε πολλά καΐκια ηφορτώνανε την πραμάτεια ντως με ξυλένιοι γερανιοί.

λελέκι, το ή λέλεκας, ο (τουρκ. leylek): πελαργός.

Μτφ. ψηλός άνθρωπος, νταγλαράς.

 

μπικάτσα, η (ιτ. beccaccia): μπεκάτσα (Μελί).

μπιρντιτζίνι, το (τουρκ. bıldırcın: ορτύκι): αποδημητικό πουλί σαν ψαρόνι, με πολύ νόστιμο κρέας (Βουρλά).

αγιοπούλι, το: το πουλί ψαρόνι.

μελισσοφάς, μελισσοφάος, ο: το πουλί μελισσοφάγος.

κιτρινοπούλι, κιτιρνοπούλι, το: συκοφάγος, μπεκαφίγκος, συκοφάς (Αν. Ερ.).

μπεκαφίγκος, μπεκαφίκος, ο (ιταλ. beccafico): συκοφάγος, κιτρινοπούλι, συκοφάς (Σμ.).

κερομύτης, ο: αρσενικός κότσυφας (Ερ.).

Είχα δυο κερομύτες στο κλουβί κι ηχαλούσανε τον κόσμο απ’ το κελάδημα.

κότσυφος, ο (αρχ. ελλ. κόσσυφος): κότσυφας (Δυτ. Ερ.).

γαδουρότσιχλα, η: είδος του πουλιού τσίχλα.

 

καρτάλι, το (τουρκ. kartal): α) γυπαετός, αρπακτικό, όρνιο, αγιούπας, ψοφοπούλι.

β) μτφ. αδηφάγος, λαίμαργος, λίξης. Ηπέσανε σαν τα καρτάλια στσι γκιοζλεμέδες.

αγιούπας, ο (αρχ. ελλ. γύψ): γύπας, όρνιο, χαμάζα, ψοφοπούλι, καρτάλι.

Μτφ. άρπαγας, ληστής. Βρε αγαθοβιόληδοι, δεσπότης είν’ αυτός γιά αγιούπας;

 

καλόγρια, καλογριά, η: α) είδος βρώσιμου πουλιού.

β) είδος βρώσιμου σαλιγκαριού.

γ) είδος μικρού ψαριού (Δυτ. Ερ.).

καλόερος, καλόερας, ο (πληθ. καλοέροι): α) είδος μικρού πουλιού (Ερ.).

β) είδος δοθιήνος, μαύρη.

 

καλαμουχανάς, ο: το υδρόβιο πουλί καλαμοκανάς.

Μτφ. μακρυπόδης, αλετροκάνης.

καραμπατάκα, καραπατάκα, η (τουρκ. karabatak: φαλακροκόρακας): αγριόπαπια (Σμ. – Αν. Ερ.).

καραμπλά(γ)κα, η: είδος μαύρου υδρόβιου πτηνού, βουτηχτάρι; (Δυτ. Ερ.).

καρανταβούκα, η (τουρκ. karatavuk): νερόκοτα (Δυτ. Ερ.).

κωλοβούτι, το: βουτηχτάρα, είδος υδρόβιου πουλιού (αίθυια;).

καλικατσού, καλικατσούνα, καλικαντζού, καλικαντζούνα, η: μαυριδερό θαλασσοπούλι, κουρούνα της θάλασσας, φαλακροκόρακας (;), μίχος.

μίχος, ο: θαλασσοπούλι, καλικατσούνα (Δυτ. Ερ.).

 

αγέρακας, ο (γεν. τ’ αγερακιού, πληθ. οι αγεράκοι): γέρακας, γεράκι, σαΐνι (Δυτ. Ερ.). Ευτός ο άγγονάς μου τ’ αγερακιού τα νύχια έχει κι ούλο με τζαγκουρνά.

κιρκινέζι, το (τουρκ. kerkenez): είδος γερακιού.

ανεμογάμης, ο: α) είδος κιρκινεζιού, πετρίτης, γεράκι.

β) μτφ. αιθεροβάμων, αγωνιζόμενος χωρίς αποτέλεσμα, επιπόλαιος.

Ήτρεχε ούλη μέρα σαν τον ανεμογάμη και σάματις ήκαμε και τίποτας;

καντινέλι, το (τουρκ. kadın: κυρία): α) το πουλί κάργια (Αλάτσ.).

β) είδος γερακιού (Δυτ. Ερ.).

γ) μτφ. κοριτσόπουλο, κοπελούδα. Τραγουδά και χορεύγει σαν το καντινέλι.

 

γουργουλα(γ)ού, η: είδος νυκτόβιου πουλιού με στριγκιά φωνή, νυχτοπούλι (Ερ.).

κουκουγιάβλα, κουκουμάβλα, η (τουρκ. kukumav): κουκουβάγια, χουχουμάβλα, χουχουβάγια (Δυτ. Ερ.).

Μτφ. γυναίκα με γουρλωτά μάτια.

Τι μας γλέπετε, μωρ’ σεις, σαν τσι κουκουμάβλες;

Παροιμία για ανάξιους που κάνουν εντύπωση:

Ασημένιο το κλουβάκι, μά ‘χει μέσα κουκουγιάβλα.

 

κουκουφτούρα, η: δεκοχτούρα, περιστερά η αιγυπτιακή.

κουκουφτουρής, κουκουφτουριά, κουκουφτουρί: στο χρώμα της δεκαοχτούρας, σταχτορόδινος. Κουκουφτουρής μποξάς, κουκουφτουριά παν-τοφλάκια.

 

κλωσσαριά (Δυτ. Ερ.), κλωσσού (Αλάτσ), η: κλώσσα.

Καλέ, γιάντα ήκατσες σταυροχέρι, σαν την κλωσσαριά;

κλωσσούδι, κλωσσόπουλο, το: α) το κοτοπουλάκι β) το μικρό στρογγυλό αντζούρι, ξυλάγγουρο.

κοιτάζω (αρχ. ελλ.): α) φωλιάζω, κουρνιάζω (μόνο για τις όρνιθες και άλλα οικόσιτα πτηνά). Ηκοιτάξανε στο κουμάσι τα πουλιά.

Τως ήκαμα μιαν αψηλή κοίτα, να κοιτάζουνε ‘πλόχωρα.

β) μτφ. κοιμούμαι, βρίσκω κατάλυμα (Ερ.).

Βρε σεις, πού ηκοιτάξατε απόψε; Κοίταξε στο γιατάκι σου και τσιμουδιά!

κοίτα, κοιτάστρα, η (αρχ. ελλ. κοίτη): ορνιθώνας, κοτέτσι, κουμάσι (Δυτ. Ερ.). Ήμπε μιαν αλεπού στην κοίτα και δεν μ’ άφηκε όρνιθα ζωντανή!

κοίτασμα, το: φώλιασμα, κλώσσημα. Η όρνιθα πά’ για κοίτασμα.

κοιτ, κοιτ, κοιτ!: επιφώνημα για όρνιθες και άλλα οικόσιτα πτηνά.

κόρυζα, η: ασθένεια των ορνίθων.

Κατάρα: που να βγάλει την κόρυζα και να σκάσει, η αξελέστατη!

κορυζ(ι)άζω: α) πάσχω από κόρυζα, πνίγομαι στην κατάποση.

Ηκορυζιάσαμε αφ’ το τραβούδι και μήτε νερό δε μας ηδώκανε!

β) μτφ. διψώ πολύ, κορακιάζω, γανιάζω.

Κατάρα: να γανιάσεις και να κορυζιάσεις, αφρίτη!

 

ΕΝΤΟΜΑ

 

ακρίθα, η και ακριθάκι, το: α) ακρίδα. β) το σπυρί του ματιού, «κριθαράκι».

 

αράχνη, η: έτσι καλείται μόνο ιστός της αράχνης (Σμ.). Το έντομο λέγεται πάντα ρωγαλίδι, ρώγα και ρωγαλίδα.

μαρμάγκα, η (αλβαν. merimange): φαρμακερή αράχνη. Συνηθέστατη στην Ερυθραία και τη Σμύρνη, όπως και αλλού, η έκφραση τον ήφαε η μαρμάγκα: δυστύχησε, κακόπαθε.

 

μύα, η: μύγα.

κριατσόμυα, κρεατσόμυα, η: κρεατόμυγα.

μυάγγιχτος, -η, -ο: ευερέθιστος, εύθικτος, μυγιάγγιχτος, τσιτσιμπλίκος.

μύαστρο, το και μυαστούρα, η: φούντα με μαλλί για να διώχνουν τις μύγες,

μυόποφτα, μυοχέσματα, τα: α) περιττώματα μύγας.

Τρίβε τα τζάμια καλά, να φύουν τα μυόποφτα.

β) μτφ. ασήμαντα πράγματα, ψυλλόποφτα.

Ήδωκε για ριγάλο των παιδακιώ κάτι μυόποφτα.

γ) πολύ μικρά γράμματα. Έμι, γράμματα είν’ ευτά που κάμεις γιά μυοχέσματα!

 

κούνουπας, ο (πληθ. οι κουνούποι): κουνούπι, σουγλομύτης.

Κείνος ο μπουνταλάς ο υγιός του ήβλεπε τ’ αγερόπλανα κι ηθάρρειε πως ήντουστε γερο-κουνούποι!

λίλικας, ο: σφήκα (Δυτ. Ερ.). Τον ηφάανε οι λιλίκοι κ’ ηντουμπάνιασε.

 

λι(γ)ουνάκι, το: μικρή ψείρα (Σμ.).

Στα κατσαρά σου τα μαγιά

λι’ουνάκια χτίσαν τη φωγιά. (Σμ.)

κονίδι, το (αρχ. ελλ. κονίς): κόνιδα, αβγό ψείρας (Ερ. – Σμ.).

Ηγιόμωσε η κεφαλή του κονίδια απ’ το σκολειό.

κονιδάς, κονιδού: ψειριάρης, ψείρης. Εμ, με τσι κονιδούδες που νταλαβερίζεσαι, ηγιόμισες κι εσύ ψείρες και λι’ουνάκια!

κονιδάτος, -η, -ο: ψειριάρικος, ψειριασμένος. Τι τση λιμπίστηκες, βρε γούργιε, το μαλλί τση το κονιδάτο γιά τη σέλλα τση την ανίπλυτη;

 

μαμούνι, μαμούδι, το: α) γενικά οποιοδήποτε έντομο και ειδικά ο μεταξοσκώληκας. Η μανή μου ήθρεφε μαμούνια και μας ήκαμε κουκουλήθρες. Έκφραση βάνω μαμούνι: εκτρέφω μεταξοσκώληκες.

Οφέτι ήβανα μαμούνια για τα πουρκιά τση Ψεβίας μας.

β) μτφ. άνθρωπος πολύ εργατικός, δραστήριος, αλλά και η φιλεργία, η εργατικότητα, το κίνητρο. Ο Θανασός πολεμά σαν το μαμούδι αδειάν ώρα.

Άμα δεν έχει ο άθρωπος μαμούνι μέσα ντου, χέσ’ τονα!

μαμούνα, η: οποιοδήποτε μεγάλο έντομο.

γυαλομαμούνα, γυαλομπουμπούρα, η: χρυσόμυγα, χρουσομπάμπουρας.

λυσσομαμούνα, η: αλογόμυγα.

Ήκαμε σαν τη λυσσομαμούνα απάνου απ’ το κεφάλι μου!

μαυρομαμούνα, η: κατσαρίδα (Ερ. – Σμ.).

κουκομάμουνο, το: το έντομο που πιάνουν τα ξερά αξεμάτιαστα κουκιά.

 

μελιτζάρισσα, η: έντομο της οικογένειας των μελισσιδών (Αλάτσ.).

αγριοκούβανο, το: κυψέλη αγρίου σμήνους μελισσών.

 

μπάμπουρας, μπούμπουρας, ο και μπαμπούρα, η (πληθ. οι μπαμπούροι): άγρια σφήκα και οποιοδήποτε μαυριδερό ή άλλο μεγαλούτσικο κανθαροειδές έντομο, σκαθάρι.

μπαμπούρα, η: είδος αντρικού δαχτυλιδιού.

μπαμπουροφαωμένος, μπουμπουροφαωμένος, -η, -ο: τσιμπημένος από μπάμπουρα, σφηκοφαγωμένος, εντομοφαγωμένος.

 

μέρμηγκας, ο (πληθ. οι μερμήγκοι και τα μερμήγκια): α) μυρμήγκι.

β) μτφ. δουλευταράς, πολύ εργατικός, μαμούνι.

Ηπολέμαε ούλη την ώρα σαν το μέρμηγκα.

μερμηγκιά, η: α) πλήθος, στίφος, μελεούνι, μυριοψύχι, πήχτρα.

Ήπεσε μερμηγκιά ο κόσμος να ψουνίσουνε.

β) οζώδες δερματικό εξάνθημα. Η μάνα μου ξέρει να γητεύγει τσι μερμηγκιές.

μερμηγκιάζω: μουδιάζω από κακή κυκλοφορία του αίματος, μαμουδιάζω.

Στον ύπνο είχα πλακωμένο το χέρι μου κ’ ημερμήγκιασένε.

Μερμήγκι, το: βραχονησίδα του κόλπου των Ερυθρών κοντά στο Μαντράκι του Μελιού, β.ανατ. από το Γούνι.

 

μουσαφίρης, ο: είδος νυκτόβιας φαιάς πεταλούδας, μουστουλουτζής, χαμπαρολόος. Να τζι σκοτώνετε τσι μουσαφίρηδοι, γιατί γεννούνε την κουγιά.

μουστουλουτζής, μουζντουλουτζής, ο (τουρκ. muzde: είδηση, νέο): νυκτόβια σκουρόχρωμη πεταλούδα που τριγυρίζει στο φως, μουσαφίρης, χαμπαρολόος. Θεωρείται προάγγελος καλών ειδήσεων.

κουγιά, η: σκώρος (Ερ. – Σμ.).

 

κωλοφωτιά, η: α) πυγολαμπίδα. β) είδος βεγγαλικού.

 

κοψαντερίδες, κοψεντερίδες, οι: παράσιτα του εντέρου (Δυτ. Ερ.).

 

ΑΛΛΑ

 

καρά(β)ολας, ο [πληθ. οι καρα(β)όλοι, βενετ. caraguol]: α) μεγάλο βρώσιμο σαλιγκάρι, είδος σάλιαγκα (Ερ. – Σμ.).

β) σχέδιο διακόσμησης αντρικών γελεκιών και γιανελιών, καραολάκι (Ερ.).

γ) Μεγάλη γυάλινη μπίλια με κοχλιοειδή σχέδια, τσαλάκι, αγκάθι (Ερ.).

δ) καρα(β)όλοι: τα κοχλιοειδή και σπειροειδή φυτικά σχέδια στις σιδεριές των μπαρμακλικιών (κιγκλιδωμάτων) και των μπαλκονιών, καθώς και στις σιδεριές ή στα μάρμαρα των φουρουσιών.

ασπρίτες, οι και ασπράκια, ασπριτάκια, τα: είδος βρώσιμων σαλιγκαριών με άσπρους και καφετιούς δακτυλίους (Βουρλά - Δυτ. Ερ.).

γίδες, οι: είδος βρώσιμων σαλιγκαριών.

 

αβδέλλα, η: βδέλλα. Μου κολνά σαν την αβδέλλα.

αβδελοκόκκαλο, το: λέξη χωρίς νόημα, με ανύπαρκτη έννοια, αφού η βδέλλα δεν έχει κόκκαλο. Λέγεται πάντοτε σε περιπτώσεις αδύνατων ή λιγόφαγων ανθρώπων, ειρωνικά και περιπαικτικά.

Κείνο το λιμιγκέρικο τζιτζιροπροβιές κι αβδελοκόκκαλα το ταΐζουνε κι είν’ έτσιδας γλαντί;

 

κοπροσκούληκας, ο: σκουλήκι της κοπριάς.

 

κούβακας, ο: α) βάτραχος, ασφάρδακας, βάρθακας, μπάκακας (Δυτ. Ερ.).

Μας ελωλάναν οι κουβάκοι που εγουργουλίτζαν αλάκερη τη νύχτα.

β) μτφ. ψάρι κατώτερης ποιότητας (Αγ. Παρ.).

κουβακομάτης, κουβακομάτα, κουβακομάτικο: εξόφθαλμος, βαρθακομάτης, γούρλακας, γρυλλομάτης.

κουβακόχορτο, το: είδος υδρόβιου φυτού με πλατιά φύλλα (Μελί).

αθρωποκούβακας, ο: βατραχάνθρωπος (Λεθρί).

Ο άγγονάς μου ηπήε στο στρατό, στις αθρωποκουβάκοι.

 

ΜΗΝΥΜΑ ΔΕΚΑΤΟ TETAΡTO

Συνεχίζουμε την παράθεση ιδιωματικών ερυθραιώτικων και σμυρναίικων λέξεων και εκφράσεων. Ευχαριστώ πολύ τις κυρίες Φεβρωνία Ρεβίνθη και Στέλλα Χατζηφωτίου – Βογιατζή για πολλές λέξεις που μου υπενθύμισαν και τις παραθέτω σήμερα.

    Αν θέλετε, μπορείτε να μας ζητάτε να σας εξηγήσουμε κάποιες ιδιωματικές λέξεις που θυμάστε, αλλά δεν γνωρίζετε την ακριβή σημασία τους. Επίσης μπορείτε να μας αποστείλετε ιδιωματικές σμυρναίικες ή ερυθραιώτικες λέξεις που γνωρίζετε εσείς. Αν δεν τις έχω ήδη καταγράψει, θα προστεθούν κι αυτές στο γλωσσάριο, για να το εμπλουτίσουν.

 Θοδωρής Κοντάρας

27 Μαΐου 2021

 

 

1) σαπλίκι, το (τουρκ. sap: στειλιάρι, λαβή, χερούλι και saplı: με λαβή):

α) το στειλιάρι των αγροτικών εργαλείων, κολντάμι, στελιάρι.

β) Μτφ. ξυλοδαρμός, νταγιάκι, σουλτάν μερεμέτι, μπερντάχι, σοπάκι, ντουμπί, ματσούκι.

Ένα γερό σαπλίκι θένε, για να στρώσουνε, τα βρομόπαιδα!

σαπλίκα, η: μεγάλο σαπλίκι. Μτφ. σανίδα, μπαστούνι, νταγιάκα, σόπα, τοπούζα.

σαπλικιά, η: ξυλιά, χτύπημα με σαπλίκι, νταγιακιά, ματσουκιά, καζικιά.

Τον αρκίνησε στσι σαπλικιές κ’ ήφαε τση χρονιάς του, ο παλιοκιαρατάς!

σαπλικιάζω, σαπλικώνω: ξυλοφορτώνω, νταγιακώνω, ματσουκώνω, καζικώνω. Του τσι σαπλίκιασε για τα καλά.

Ήρτε σαπλικωμένος αφ’ το σκολειό κι ημυξόκλαιε ίσαμ’ το βράδυ.

 

2) σουλτάν ή σουρτάν μπερντάχι (μπερντάκι) και σουλτάν μερεμέτι, το (τουρκ.): άγριος ξυλοδαρμός, νταγιάκι, ντουμπί, σαπλίκι, σοπάκι, στελιάρι.

Τού ‘ριξα ένα σουλτάν μπερντάχι και λούπαξε, το σκατόπαιδο!

Έγνοια σου και θα σε σάξω για τα καλά, να δεις σουλτάν μερεμέτι που σου παντέχει!

 

3) σουρουκλεμές, σουρτουκλεμές, ο και σουρ(τ)ουκλεμέ ή σπανιότερα σουρ(τ)ουκλεμού, η (τουρκ. sürüklemek: παρασύρω και sürükleme: κατρακύλισμα): αλήτης, αχαΐρευτος, άσωτος, πρόστυχος, αλανιάρης, τιποτένιος, παραλυμένος, γυρουλάς, μπερμπάτης, σουρτούκης, τσολπός (Ερ. –Σμ.).

Σου ‘πα να μην τα μπλέξεις μ’ αυτή τη σουρουκλεμέ.

Ήκανε έναν υγιό σουρτουκλεμέ κι αδιαφόρετο.

 

4) σουρτούκης, σουρντούκης, σουρ(ν)τούκα και σουρ(ν)τούκισσα, σουρ(ν)τούκικο (τουρκ. sürtük): αλήτης, περιφερόμενος, μπερμπάντης, άσωτος, ανοικοκύρευτος, ακατάστατος, πορτογύρης, γυρουλάς, γιόστρα, σουρουκλεμές, τσολπός.

Θα σ’ αφαλοκόψει ο κύρης σου, παλιοσουρντούκα!

Ημάτζεψε ούλοι τσι σουρτούκηδοι και τα μέκια τση Αθήνας να κάνουνε, λέει, κόμμα!

σουρτουκιά, σουρντουκιά, η: αλητεία, γυρουλιό, ασωτεία, γυρίσι, μπερμπατιά. Ο νους του είναι στο σεΐρι και στη σουρντουκιά.

σουρτουκεύ(γ)ω, σουρντουκεύω: αλητεύω, περιφέρομαι ασκόπως, μπερμπαντεύω, πορτοϋρίζω.

Οληνυχτίς σουρτουκεύεις και την πρωινιά δεν έχεις ξυπνημό!

Η κόρη ντως ησουρτούκευγένε με τσι μαν-τινούτοι.

 

5) σουρτούκα, η και σουρτούκο, το (βενετ. sortu): είδος αντρικού πανωφοριού, πατατούκα, κεπενέκα.

 

6) σουρταρής, ο: περιφερόμενος άσκοπα, χαζολόγος, αλητάκος, γυρουλάς, σεϊρτζής, σουλατσαδόρος, σουρτούκης, χωριογύρης (Δυτ. Ερ.).

σουρτάρισμα, το: άσκοπος περίπατος, χαζολόγημα, γυρουλιό, σεΐρι, σουλάτσο, σουρτουκιά. Τήνε φάγανε τα σουρταρίσματα και το γυρίσι στσι μαχαλάδες.

σουρτασαλιά(γ)κης, ο: περιφερόμενος, αλανιάρης, αλήτης, μπερμπάτης, σουρντούκης (Σμ.).

 

7) σουρουλού, η: πολυλογού, φλύαρη, λαλιαρού (Αγ. Παρ.).

 

8) σκροπαλευράς, σκρουπαλευράς σκρο(υ)παλευρού: σπάταλος, σκορποχέρης, ανοικοκύρευτος, τρουποχέρης.

Η γυναίκα του η σκροπαλευρού δεν ποτάζει φράγκο στην μπουζού τσης!

 

9) σάλια-μπάλια, τα: ανοησίες, μπούρδες, βλακείες, μπαρούφες, κουρέντες, μπαρόλες. Ούλο σάλια-μπάλια είναι κι όμορφες κουβέντες δε λέ’ ποτέ του.

Μην αρκινάς τα σάλια-μπάλια και μας μπαφιάσεις!

σαλιαμπάλιας, ο και σαλιαμπάλια, η: ανόητος, σαχλός, κενολόγος, μπαρνταμπούρντας, μπούρδας.

 

σαλιάρης, σαλιαρής, σαγιαρής, σαλιαρού, σαλιαρούδικο: μτφ. φλύαρος, κενολόγος, λαλιαρής, λαφαζάνης, λογάς, τσατσαρόνης, μπαρνταμπούρντας, χασολόος, σαλιαμπάλιας, σαμσακούλιας, φασαφίσος, φαλακούπας, φαρφαλιάρης. Πάψε, μωρή σαλιαρού, και μας ηπήρες τα μυαλά!

 

σαλιάζω: μτφ. ερωτοτροπώ, γλυκοκοιτώ (Ερ.). Η κόρη ντως ησάλιαζε μ’ εκείνονα το τζαναμπέτη, του Πανανακιού τον αξάδρεφο.

 

10) κουρμπάτσι, κουρπάτσι, σκρουμπάτσι, το (τουρκ. kırbaç): μαστίγιο, βούρδουλας, καμουτσί.

κουρμπατσιά, κουρπατσιά, σκρουμπατσιά, η: χτύπημα με μαστίγιο, βουρδουλιά, καμτσικιά.

Ήμπε ο Τούρκος και του ‘δωκε δυο κουρπατσιές καταμούτσουνα.

σβούρδουλας, σβούρντουλας, ο: βούρδουλας, κουρμπάτσι, καμουτσί.

 

11) κωλοφοβερίδας, ο και κωλοφοβερίδα, η: φοβιτσιάρης (Δυτ. Ερ.).

 

12) κύπερη, η: το φυτό κύπειρος η στρογγυλόρριζος, με τους τριμμένους βολβούς του οποίου αρωμάτιζαν τα ρούχα, τα φορτσέρια, τα γιούκια. Επίσης οι γυναίκες της περιφέρειας του Τσεσμέ τη μασούσαν, για ν’ αρωματίσουν το στόμα τους, ή την έριχναν στον κόρφο τους, για να μυρίζουν όμορφα.

Μελαχρινή μου κύπερη, δάφνη μου φουντωμένη,

                    η νιότη μου στα χέρια σου είναι παραδομένη.   (Τσεσμές)

 

13) κρεπέρνω, κρεπάρω (ιταλ. crepare): α) σπάω, σκάζω, εκρήγνυμαι, πατλακώ. Θε’ να κρεπάρει η καμπάνα απ’ το χτύπημα! Οι Σμυρνιοί στη Δεύτερη Ανάσταση ηκρεπέρνανε μεγάλοι χαρτένιοι κλόμποι.

β) μτφ. παθαίνω εγκεφαλικό, σκάω, λιγοθυμώ, μένω ξερός, ρεντέρνω, κολπάρω. Ηκρέπαρε αφ’ τη ζούλια τσης. Με τέτοιο τσιντάνι ηκρεπάραμε. Ηκόντευγα να κρεπάρω αφ’ την τρομάρα. Καλέ, αυτή θα κρεπάρει με τα λόγια που τση λέτε!

κρεπάρισμα, το: α) έκρηξη, σκάσιμο. Με το κρεπάρισμα του καζανιού, ηστραβώθηκε από το ‘να μάτι.

β) μτφ. εγκεφαλικό, νταμπλάς. Του ήρτε κρεπάρισμα με τα χαμπέρια τση γυναίκας του.

 

κρέπι, το (γαλλ. crepe): α) είδος σκουρόχρωμου υφάσματος.

β) πένθιμη δαντέλα, σκούρα μεταξωτή μαντίλα, πλερέζα, κρέσπα (Ερ. – Σμ.). Έκφραση: ηκρέμασε τα κρέπια: πενθεί, τα ‘βαψε μαύρα.

 

14) αναμικιόρης, ανεμικιόρης, αναμκιόρης, ανεμκιόρης, ναμικιόρης, ναμκιόρης, αναμικιόρα και αναμικιόρισσα, αναμικιόρικο (τουρκ. namkör): αχάριστος, αγνώμων, μνησίκακος, εκδικητικός.

Οι Τούρκοι μας δεν ήντοστε αναμκιόρηδοι, μα καλοί αθρώποι και μπεσαλήδες.

Αυτή η αναμικιόρισσα ημαντάτεψε το καημένο το δουλάκι στην κερά τσης.

Στου δαιμόντρου τον κώλο να πας, ναμικιόρικο κορμί!

αναμικιορεύω, αναμκιορεύ(γ)ω, ανεμ(ι)κιορεύω, ναμ(ι)κιορεύω: γίνομαι αχάριστος, μνησικακώ, εκδικούμαι.

Τωραδά αναμκιορέψανε οι αθρώποι και μοναχά την πάρτη τως κοιτούνε.

Ετούτος πώς ναμικιορεύει έτσιδας απ’ τη μια μέρα στην άλληνα;

αναμικιοριά, αναμκιοριά, ανεμικιοριά, ανεμκιοριά, ναμικιοριά, ναμκιοριά, η και αναμκιορλίκι, αναμικιορλίκι, ναμκιορλούκι, ναμικιορλίκι, το: αχαριστία, αγνωμοσύνη, μνησικακία, εκδικητικότητα.

Με τσι ναμικιοριές του, κανείς δεν τόνε θέ’ πια.

Τέτοιο αναμικιορλίκι ούτες που το ηφανταζούτανε απ’ την κόρη του!

Ήπεσε ανεμκιοριά στσι αθρώποι σήμερα.

 

15) ανεγέλιο, νεγέλιο, το: περίγελο, εμπαιγμός, κοροϊδία, χλεύη. Συνεκδ. ρεζίλι. Πάψετε τ’ ανεγέλια με το ζαβο-Μανόλη! Ντροπής πράματα! Ηγενήκαμε το νεγέλιο του ντουνιά!

ανεγέλαστα, αναέλαστα (επίρ.): χωρίς κοροϊδία, στα σοβαρά. Μου το ‘πε ανεγέλαστα.

 ανεγελώ, νεγελώ, αναελώ: εμπαίζω, κοροϊδεύω, σκώπτω, περιγελώ, ειρωνεύομαι, περπαίζω, μπαγιάρω.

Ανεγέλα τσι φτωχοί, η ψευτοπασόρα! Δεν το νταγιαντώ να με νεγελά μια μπομπή! Παροιμία: Αναελά ο χέστης τον κλανιάρη! (Τσεσμές).

 

16) πάστρα, η: α) καθαριότητα (Ερ. – Σμ.). Την ήγλεπες κ’ ήλαμπε αφ’ την πάστρα.

β) είδος χαρτοπαιγνίου, ξερή (Βουρλά – Σμ.). Όποιος ήχανε στην πάστρα ηπλέρωνε τσι καφέδες των αλλωνώ.

παστρικός, -ιά, -ό: α) καθαρός, περιποιημένος, συγυρισμένος. Παστρικός οντάς, παστρικιά ποδιά, παστρικό μαγαζί, χέρια παστρικά.

β) υβρ. - περιφρ. παστρικιά: πόρνη, ρουσπού, καλοπλυμένη, καρακαλτάκα, μαν-τενούτα, παστρικό τσανάκι.

πάστρεμα, ξεπάστρεμα, το: καθάρισμα, συγύρισμα, διάρμισμα. Έχομε παστρέματα και ξεσηκώματα, γιατί έρκεται Λαμπρή. Τα ψάρια θένε πάστρεμα.

παστρεμένος, -η, -ο: καθαρισμένος, νοικοκυρεμένος, διαρμισμένος. Τα μύγδαλα θα τα βάνεις παστρεμένα και ξάσπρα στα κόλλυβα, να ‘ναι σαν κουφέτες.

Τα ‘χει ούλα παστρεμένα στο σπίτι ντως.

παστρεύ(γ)ω, ξεπαστρεύ(γ)ω: α) καθαρίζω, συγυρίζω, ξεσηκώνω, διαρμίζω. Ερηνάκι, πάστρεψε καλά τα χόρτα, μην τα φάμε με τα κοτσάνια.

Ηπετάξανε τσι σαβούρες κι ηπάστρεψε ο τόπος.

β) μτφ. σκοτώνω, δολοφονώ. Ήμπλεξε με τσι σερσερήδες και τόνε ξεπαστρέψανε. Ήτανε πολύ μουρμουρισμένος στο Βουρλά, επειδής είχε δυο Τούρκοι παστρεμένοι.

παστρικομουρντάρης, ο: αυτός που παριστάνει τον ευυπόληπτο, τον καθώς πρέπει, μα μουρνταρεύει κρυφά, ασελγής, ψευτοκύριος, παλιάνθρωπος (Σμ.).

 

17) πάτσαλα, τα: κομμάτια, παρτσάδες. Τα πάτσαλα τω ρουβελιώνε οι παλιές τα φαίνανε κουρελούδες και τσουλάκια.

Έκφραση τρώω τα πάτσαλά μου: λυσσώ, εξοργίζομαι, φαγώνομαι, εντείνω τις προσπάθειές μου, τρώω τα λυσσιακά μου, τρώω τα θρέμπελά μου, τρώω τα χούπετρα.

Ήφαε τα πάτσαλά του ν’ αγοράσει σπίτι στην Αθήνα.

Είντά ‘χει ευτή η αφρογκαμήλα η καρσινή σας και τρώ’ τα πάτσαλά ντης ούλη την ώρα;

πατσάλι, το (τουρκ. paçal): α) μείγμα ομοειδών πραγμάτων, ανάμειξη, μπατζίνα, μουσκουλάντζα, ανεκάτωμα.

Έκφραση τα κάνω πατσάλια: ανακατεύω, μπερδεύω, πατσαλεύω, τα κάνω μαντάρα.

β) δέμα καπνών, παστάλι.

πατσαλεύ(γ)ω, πατσαλιάζω: ανακατώνω, μπερδεύω.

Τση μήνυσα να διαρμίσει το σπίτι κι εκείνη μου τα πατσάλιασε κ’ ήφυε.

Τσι μπάμιες δεν τσι πατσαλεύγουνε στο τσουκάλι.

πατσαλτζής, ο: εργάτης για τα πατσάλια της σταφίδας (Βουρλά).

 

17) προμάτζεμα, το: α) συμμάζεμα, συγύρισμα.

Ητέλεψα τα προματζέματα του σπιτιού.

β) περιμάζεμα, ό,τι φέρνει ο αέρας, σκουπίδι.

γ) μτφ. καθετί ανάξιο λόγου, αλλά και ο πρόσφυγας.

προματζεύω, -ομαι: α) περιμαζεύω, συμμαζεύω, συγυρίζω. Προματζέψου και κοίτα τι θα κάμεις! Τα πράματά σου τα προμάτζεψες;

β) περιορίζω, συγκρατώ, ελέγχω, -ομαι.

Δεν είχανε κύρη να τσι προματζέψει και γιά ‘δε τσι πώς ηκατηντήσανε τώρα.

 

18) γκιόλι, το (τουρκ. göl): α) λίμνη, έλος, βάλτος, τέλμα.

β) λάκκος με νερό, λότσος.

Η νενέ μου ηγεννήθηκε όντας ημπάστισε το γκιόλι τ’ Αλατσάτου.

γκιολιάζω: α) πλημμυρίζω, λιμνάζω. Με τσι βροχές γκιολιάζουνε τ’ αμπέλια.

Το ηγκιόλιασε το φαΐ!

β) μτφ. καταβρέχομαι, μουσκεύω. Καλέ Αφεντώ μου, ηγκιόλιασες αλάκερη!

Και τα τοπωνύμια:

Γκιόλι, το: α) εξοχική τοποθεσία νοτίως του Ρεΐσντερέ.

β) τοποθεσία νοτίως του Σιβρισαριού.

Γκιόλια, τα και Γκιόλι, το: πολύ εύφορη τοποθεσία ν.ανατ. των Αλατσάτων, με εδάφη βαρικά, μπαλκάμια, ούμουδα, σουλούδικα. Θεωρούνταν ο σιτοβολώνας της Δυτ. Ερυθραίας. Στα Γκιόλια το στάρι και το βρωμάρι δερφώνανε.

Γκιόλα, η και Γκιόλι, το: μικρή αβαθής λίμνη και αγροτική περιοχή ανατ. του Μελιού.

Γκιόλαγάτς, το (τ. Gölağaç): μικρό ελληνοχώρι του Σεβντίκιοϊ.

 

19) σουλα(ν)τίζω (τουρκ. sulandırmak): α) καταβρέχω, ποτίζω (Ερ. – Σμ.). Μωρ’ συ, πάρε το κουρτούμι κι έβγα να σουλατίσεις κομμάτι τσ’ αυλές.

β) ραντίζω τη σταφίδα με καλιά κατά την επεξεργασία της, σερπίζω (Ερ.).

σουλά(ν)τισμα, το: α) κατάβρεγμα, πότισμα. β) ράντισμα της σταφίδας.

σουλα(ν)τιστήρα, η: καταβρεχτήρας, υδροφόρα.

Άμαν ήμαστουν μικρά, ηπέρναε η σουλαντιστήρα τση κοινότης κ’ ησουλάντιζε τσι χωματόδρομοι.

σουλα(ν)τιστήρι, το: ποτιστήρι, ποτιστής, φρεσκαδούρο.

σουλατζής, σουλα(ν)τιστής, ο: αυτός που καταβρέχει, συνήθως κοινοτικός υπάλληλος.

 

20) κουρτούμι, χουρτούμι, κουλτούμι, κολτούμι, το (τουρκ. hortum):

α) το λάστιχο του ποτίσματος. Ησουλάντιζε τσ’ αυλές με το κουρτούμι.

β) πάνινος υδροσωλήνας πλοίου. Οι Γάλλοι ηρίχνανε καυτό νερό με τα κουλτούμια πάνω στσι Σμυρνιοί, για να μην ανεβούνε στα καράβια τως και σωθούνε! 

 

21) σούγελο, σούργελο, το (τουρκ. su yolu: ο δρόμος του νερού): α) το επικλινές κέντρο του καλντεριμιού, όπου τρέχουν τα νερά (όμβρια, ακάθαρτα κλπ.). Ήσπασε το ποδάρι του στο σούγελο του δρόμου.

β) μτφ. παλιάνθρωπος, τιποτένιος (Σμ. – Ερ.).

Τι σέ ‘θελε κείνο το σούργελο, ο Πανανός;

σουγιουλτζής, ο (τουρκ. suyolcu): υδρονόμος (Σμ.).

Αυτονώνε το σόι αναντάμ μπαμπαντάμ ήντοστε σουγιουλτζήδες στο Μπουτζά.

 

22) σατίρα, τσατίρα, η και σατίρι, το (τουρκ. satır): μπαλταδάκι για το κρέας, ταλιάρα. Συνεκδ. μεγάλο χασαπομάχαιρο.

 

23) σάτσι, το (τουρκ. sac): θολωτή χοντρή αλαμαρίνα. Τη βάζουν πάνω από τα κάρβουνα να πυρώσει καλά, για να ψήνουν διαφόρων ειδών πίτες (ραμαζανόπιτες, γκιοζλεμέδες, τσαρκαμαδάκια), φύλλα (κρούστες) και άζυμο ψωμί.

σατσόπιτα, τσατσόπιτα, η: είδος λειψανέβατης πίτας ψημένης στο σάτσι ή στο τηγάνι, πασπαλισμένης με τυρί, φεσάκι.

 

24) σβούο, σβούος, το: α) βιασύνη, φόρα, ορμή, στίμη, χίζι (Αλάτσατα).

Τον έδα κ’ ηρκούντανε μ’ ένα σβούο, ίσα να με ρίξει τα πίκουπα.

Ήπαιρνε σβούο αφ’ το ντουβάρι κ’ ησάρτα από πάνω αφ’ το ρέμα.

β) βουητό, βοή, θόρυβος, βουητιό (Ερ.).

Τη νύχτα ηπερνούσανε μεγάλα πουλιά κ’ ηξύπνησα από το σβούος.

 

ολοσβουάτος, -η, -ο: πολύ βιαστικός, ορμητικός, τρεχάτος, δρομαίος, φουριόζος (Αλάτσ.).

 

25) φαρφαλιάρης, φαρφαλιάρα, φαρφαλιάρικο (ιταλ. farfallone): φλύαρος, πολυλογάς, κενολόγος, λαλιαρής, λαφαζάνης, τσατσαρόνης, λογάς, σαλιαμπάλιας, σαλιαρής, σαμσακούλιας, χασολόος, μπαρνταμπούρντας, φασαφίσος, φαλακούπας.

Μελιώτικο ρητό: ο κουφός βγκάτζει τουμπί το φαρφαλιάρη: ο κουφός σκάει γάιδαρο.

 

26) φρεσκαδούρο, το (ιταλ. frescatore;): ποτιστήρι, ψεκαστήρας, ποτιστής, σουλαντιστήρι (Σμ.).

 

27) φτονώνω, φτώνω: «αυτώνω», ποφτώνω (Αν. Ερ.). Χρησιμοποιείται αντί όλων των ρημάτων, όταν δεν θυμόμαστε αμέσως την κυριολεξία ή όταν υποτιμάμε μια ενέργεια ή όταν δεν θέλουμε, για κάποιο λόγο, να αναφέρουμε τη συγκεκριμένη ενέργεια.

Άιντε, καλέ Ζηνοβάκι μου, φτόνωσέ τα πράματα ‘κειδανά και πήαινε να πέσεις.

Τι φτώνεις αυτού, βρε τζιτζικώλη;

Ούλο φτονώνει κι αλικουντίζει κι από δουλειά τίποτας!

 

φτος, φτη, φτο: συντομευμένος τύπος της αντ. αυτός, ευτός.

Μέσα ‘ναι φτος;

Τι τήνε θες φτη την παλιοσακούλα;

Το ‘πα τση φτηνής, καλέ, τση κόρης του Ζωρζή.

Εμόνα κανείς τους δεν τα τρώνε φτα τα φαγιά.

Ο σκύλος φτουνού του παιδιού μάς ηγιούρνταρε

 

ΜΗΝΥΜΑ ΔΕΚΑΤΟ ΕΚTO

Συνεχίζουμε την παράθεση ιδιωματικών ερυθραιώτικων και σμυρναίικων λέξεων και εκφράσεων.

    Αν θέλετε, μπορείτε να μας ζητάτε να σας εξηγήσουμε κάποιες ιδιωματικές λέξεις που θυμάστε, αλλά δεν γνωρίζετε την ακριβή σημασία τους. Επίσης μπορείτε να μας αποστείλετε ιδιωματικές σμυρναίικες ή ερυθραιώτικες λέξεις που γνωρίζετε εσείς. Αν δεν τις έχω ήδη καταγράψει, θα προστεθούν κι αυτές στο γλωσσάριο, για να το εμπλουτίσουν.

 Θοδωρής Κοντάρας

20 Ιουνίου 2021

 

 

1) μπαραμπαρίζω, παραμπαρίζω, παραμπερί(τ)ζω, -ομαι (τουρκ. beraber: μαζί): εξισώνω, εξισορροπώ, παραλληλίζω, συγκρίνω, εξομοιώνω. Μπαραμπαρίζομε στο τρεχιό με τον Αντρίκο. Αυτές οι δυο παραμπερίζουνε στα εργόχερα. Ευτός ‘εν παραμπερίτζεται με κανένανε στην ψευτιά!

μπαραμπαρίζομαι, παραμπαρίζομαι, παραμπερί(τ)ζομαι: συναγωνίζομαι, αμιλλώμαι. Δεν μπαραμπαρίζεσαι με κανείνε στη σουρτουκιά.

 

2) μπαρδάκι, μπαρντάκι, το (τουρκ. bardak: κύπελλο, ποτήρι): πήλινο δοχείο νερού, χαμηλό και φαρδύ, σταμνάκι, λαγηνάκι.

μπαρδακοβούλι, μπαρδακοβούλωμα, μπαρντακοβούλωμα, το: βούλωμα μπαρδακιού (συνήθως κουκουνάρα). Μτφ. ο κοντόχοντρος άνθρωπος, κοντοστούμπης, σφιδοβούλωμα.

μπαρδαξής, ο (τουρκ. bardakçı): σταμνάς, αγγειοπλάστης.

μπαρδαξίδικο, μπαρνταξίδικο, το: βιοτεχνία ή πωλητήριο αγγείων κλπ. κεραμικών.

Μπαρδαξίδικα, τα: εμπορική περιοχή της Σμύρνης.

 

3) μπάρεμ, μπάρεμου (επίρ., τουρκ. bari, barim): τουλάχιστον, τουλάιστο.

Να σου ’δωνε, μπάρεμ, σημασία! Ήφαες, μπάρεμου;

Ακούσετέ μου, μπάρεμ, είντα θα να σας πω.

Είν’ όμορφη η γιαβουκλού σου, μπάρεμ;

Δεν είπε, μπάρεμου, μήτε να μας τρατάρει!

 

4) μαχμουρλής, -ού, -ούδικο και μαχμούρης, -α, -ικο (τουρκ. mahmur, mahmurlu): νυσταλέος, αγουροξυπνημένος, μισοκοιμισμένος, υπναλέος, νωθρός, βαρύθυμος, ράθυμος, άκεφος μετά από τον ύπνο. Είναι μαχμουρλού και μην τση μιλάτε ακόμας. Ξύπνα, βρε μαχμούρη, κ’ ημεσημέριασε πια!

μαχμουρλίκι, μαχμουρλούκι, το: η ιδιότητα του μαχμουρλή, υπνηλία, αγουροξύπνημα, νωθρότητα, ραθυμία, βαρυθυμία, ακεφιά, λήθαργος, αποκάρωμα. Για ‘δέ τονα, μωρ’ συ κόρη μου, αφ’ το μαχμουρλίκι δεν ανοιεί ούτες τα μάτια ντου! Άμα θε’ να φάω, με πιάνει το μαχμουρλούκι.

μαχμουρλίδικα, μαχμουρλούδικα (επίρ.): νυσταλέα, νωθρά, βαριεστημένα, κοιμισμένα, ράθυμα. Μας ηκοίταε μαχμουρλούδικα, σα βούδι.

μαχμουρλίδικος, μαχμουρλούδικος, -ια, -ο: αυτός που έχει τη μορφή, την εμφάνιση ή τις ιδιότητες του μαχμούρη. Από φυσικού του έχει μαχμουρλούδικια μούρη. Μαχμουρλίδικο φέρσιμο.

 

5) μαγλαβίζω (βυζ. οι μαγκλαβίται: σωματοφύλακες, αστυνόμοι και τα μαγκλάβια: όργανα βασανιστηρίων, από το λατιν. manuclavium): τυραννώ, επιπλήττω, μαλώνω, κατσαδιάζω, κατσάρω (Δυτ. Ερ.).

Φεύγω, γιατί θε’ να με μαγλαβίσει η μάνα μου που επολλάργησα εδωνάκι.

Ευτή η σκρόφα η μητριά του ούλο το μαγλάβιζε και το τυράννειε, αφ’ τα παιδικάτα του.

 

6) μαζεύγω, ματζεύω, μαζώχνω, ματζώχνω, ματζώνω, -ομαι: μαζεύω, συγκεντρώνω, -ομαι. Ημάζωχνε χόρτα. Να ματζωχτείτε τ’ απόεμα στην πλατέα. Μάζευγε, βρε συ, κι ας είν’ και ρώες! Ματζώνει ούλοι τσι νταλκαβούκηδοι και πηαίνουνε στσι καφενέδες. Ημαζευγούντανε αργά το βράδυ στο σπίτι ντως.

Τσ’ ηύραμε γούλοι ματζωμένοι ‘κειδάς. Ματζεύει τη μπουγάδα.

Τον ηύρα κ’ ημάτζωχνε μυργαλάκια. Ματζέψου και σπίτι σου καμιά βολά, βρε πορτογύρη! Του Σταυρού την είχαμε ματζεμένη πια τη σταφίδα.

‘Κειδά ηματζωχτήκανε πάλι ούλες οι κουσελούδες τση γειτονιάς.

μαζίτσα (επίρ.): μαζί, ματζί. Καλέ Κοκόλη μου, νά ‘ρτω κι εγώ μαζίτσα;

μαζωχτά, ματζωχτά (επίρ.): μαζικά. Ητρέχανε μαζωχτά, άλλοι ‘σα ‘κεί κι άλλοι ‘σα ‘δώ. Ηκαθούμαστε ούλοι ματζωχτά μέσα στην Παναγιά κ’ ηπεριμέναμε να μας σφάξουνε!

μαζωχτός, ματζωχτός, -ή, -ό: μαζικός, μαζεμένος. Μας ήρτανε ούλοι μαζωχτοί στο χαιρέτιο τ’ αντρούς μου και δεν ηγλιτώναμε τα τραταρίσματα.

Γιουρντά ‘κειδά που ήντουστε τα παιδάκια ματζωχτά και τσι κάνει γιάλα ούλοι!

 

7) μέλισσα, η: κατ’ άλλους το θαμνώδες αρωματικό φυτό λουίζα και κατ’ άλλους το μελισσοβότανο ή μελισσοχόρταρο. Και τα δυο τα έπιναν ως ροφήματα (μαντζούνια) καταπραϋντικά.

μελισσάκι, το: είδος ανοιξιάτικου άνθους των δασών (Ερ.).

μελισσιά, τα: εκλεκτή ποικιλία ψιλοκούκουτσων ροδιών από το Μπουνάρμπασι τση Σμύρνης.

μελισσούρα, η: η συμπαγής κόλλα (ασθένεια) της αμυγδαλιάς.

μελισσοφάς, μελισσοφάος, ο: το πουλί μελισσοφάγος.

μελιτζάρισσα, η: έντομο της οικογένειας των μελισσιδών (Αλ.).

μελίχλωρος, -η, -ο: ημίχλωρος, νωπός. Λέγεται κυρίως για τυριά.

Μουζήθρα μελίχλωρη.

μελογαλούσα, η: κατ’ ευφημισμό, η ασθένεια ευλογιά, γλυκές, ζαχαρένιες, ξορκισμένη, μαύρη (Σμ.).

μελόπιτα, η: α) ειδική γαμήλια πίτα, που την έκοβε με τα χέρια η νύφη πάνω στο κεφάλι της και μοίραζε τα κομμάτια κυρίως σε ανύπαντρα άτομα (Ερ. – Σμ.). Στη Σμύρνη τραγουδούσαν την ώρα που ζύμωναν τη μελόπιτα:

Νύφη μου, καλορίζικο το πρώτο ζυμωτό σου,

ζάχαρη να ‘ν’ τ’ αλεύρι σου και κάντιο το νερό σου.

β) είδος χοντρού φύλλου ψημένου στο σάτσι, που το βουτούσαν μετά σε μελόνερο. Το έκαναν της Αγ. Βαρβάρας στα ντουρσέκια του Σεβντίκιοϊ, για να ξορκίσουν τη μελογαλούσα, και το μοίραζαν στους περαστικούς.

μελόψωμο, το: ζεστό ψωμί βουτηγμένο σε διάλυμα μελιού και γάλακτος, πασπαλισμένο με κανέλα. Το έκαναν στη Σμύρνη ανήμερα της Αγ. Βαρβάρας, για να ξορκίσουν τη μελογαλούσα, και το μοίραζαν στα παιδιά και στους περαστικούς, που έλεγαν, τρώγοντάς το, την ευχή «μέλι και γάλα στη στράτα τση».

μέλωμα, το: μτφ. γλύκα, ηδυπάθεια.

Μελώματα, τα: ο ερωτισμός. Τα νιόπαντρα είναι τωραδά στα μελώματά ντως.

μέλωση, η: το σιρόπι ορισμένων γλυκών. Έχεις χαζίρικια τη μέλωση κι απέ ποτίτζεις τσι μπακλαβούδες. Δεν τα ’πιασε καλά τα φοινίκια η μέλωση.

 

8) μωρή, μωρ’ συ: προσφώνηση σε γυναίκα ή κορίτσι, που χρησιμοποιείται πολύ συχνά με την έννοια του καλέ, καλέ συ και όχι πάντα υβριστικά ή μειωτικά. Μωρή κόρη μου, βάνε μου λίγο νεράκι.

Μωρ’ σεις, ελάτε να σας δώκω γκλεούδια.

Μωρή Αντρονικώ, πού το ηύρες ευτό το χαρανί το πολλοχρονίτικο;

Φύε από ‘δώ χάμω, μωρή αλαλαχτή!

 

9) κάβω, κάβγω, -ο(υ)μαι: καίω, -ομαι. Κάβγουνε οι πατέτες;

Άμαν ηκαβούντανε η Σμύρνη, οι συμμάχοι ηκάνανε ζιαφέτι στα καράβια ντως. Εδώ κάβεται το σπίτι μας κι αυτός πέρα βρέχει!

Φύετε από τη σόμπα κ’ είναι καβούμενη!

Μέσα στα χιόνια κάβγομαι και στη φωτιά παώνω,

           στα κρούσταλλα ζεσταίνομαι και στη βροχή στεγνώνω. (Αλ.)

καβγούμενος, καβούμενος, -η, -ο (μτχ.): καιόμενος, πυρπολούμενος (Δυτ. Ερ. - Σμ.). Ηγιούρντησε μέσα στο καβγούμενο ντάμι να σώσει τ’ αλόγατο.

Ηκλούσα τα μάτια και το στόμα, επειδής μ’ ήπνιε το ντουμάνι από τα καβούμενα σπίτια. Αφήκαμε τη Σμύρνη καβούμενη κ’ ηπήραμε το δρόμο του Μερσιλιού.

 

10) καγιάς, γκαγιάς, ο (τουρκ. kaya): λίθος, βράχος, μεγάλη πέτρα. Ηκαθούνταμαι σ’ έναν καγιά κ’ ήπαιζα το παγιαυλάκι μου.

Ηπέταξε τσι γκαγιάδες κ’ ήσπασε τα τζαμλίκια τση καρσινής.

Καγιάς, ο: εξοχική τοποθεσία και πηγή βα. του Μπουτζά, που λέγεται και Ακτσέκαγιάς.

καγιαδιά, γκαγιαδιά, η: πετριά. Τον ηπήρανε στσι γκαγιαδιές τα παιδιά.

καγιαλίκι, γκαγιαλίκι, το (τουρκ. kayalık): τόπος γεμάτος πέτρες, βραχώδης περιοχή, βραχότοπος.

Καγιαλίκια, τα: λαϊκή ονομασία του σμυρναϊκού προαστίου Μπόζγιακά, Άγι’-Ανάργυροι  ή Καβακλί Μπουνάρι.

Καγιαλίκια τση Καραντίνας, τα: οι σχεδόν παραλιακοί μεγάλοι βράχοι της Καραντίνας στη Σμύρνη. Στις χριστιανικές γειτονιές που ήταν χτισμένες επάνω τους ανέβαιναν με το ασανσέρι των Οβριώ.

 

11) γκάγια, κάγια, η (τουρκ. gaye: σκοπός): συμπεριφορά, τρόπος ζωής, προκοπή, μοίρα. Τι κάγια είν’ αυτή, μωρή ναμουσούζα;

Την έδα κι ευτουνού την κάγια του, που αφήκε στσι πέντε δρόμοι τα παιδιά του!

 

12) καγιανάς, ο (τουρκ. kaygana): ομελέτα με φρέσκια ντομάτα και κρεμμύδι, σφουγγάτο, φρουτάγια.

 

13) κακαβρακάτος, -η: α) τολμηρός, αποφασιστικός, ζωηρός, δυναμικός. Ήρτε κακαβρακάτη να μου γυρέψει το λόο. Σαν το διάνο τον κακαβρακάτο ήκανε.

β) μτφ. ικανότατος, καταφερτζής, πολυμήχανος (Ερ. – Σμ.).

Κείνος ο κακαβρακάτος στη δουλειά τσι βάνει ούλοι κάτου.

Η κακαβρακάτη η νύφη μου του κολοβού σκυλιού οργιά βάνει!

κακαειδής, κακαειδού: δύσμορφος, κακάσχημος (Δυτ. Ερ.).

Είντα του ζούλεψε κείνου του κακαειδή και τον ηκουκουλώθηκε;

Ούλα περνούνε, μα η κακαειδού ‘πομένει. (Παροιμιώδης φράση για τις άσχημες συζύγους).

κακανάθρεφος, -η, -ο: κακαναθρεμμένος, αγενής, ανάγωγος, κακοβέσουλος, εντεψίζης. Μτφ. ο δύσκολα αναπτυσσόμενος.

Καρνάξτε πια, κακανάθρεφα πλάσματα!

Αυτή η γαρουφαλιά τόσα τση κάμω, μα είναι κακανάθρεφη και δε μου φκιορίζει.

κακαντερία, η: μνησικακία, κακία, δυστροπία.

Ήτρωε τα πάτσαλά του απ’ την κακαντερία του.

κακάντερος, -η, -ο: μνησίκακος, κακός, στριμμένος, τζαναμπέτης, πικράντερος.

κακάρεστος, κακάρεσκος, -η, -ο: ανικανοποίητος, όποιος δεν ευχαριστιέται, δεν ικανοποιείται εύκολα με κάτι, ιδιότροπος, δύστροπος.

κακοβέσουλος, -η, -ο: κακότροπος, δύστροπος, κακοφτιαγμένος, ακατάστατος, αγενής, δυσήνιος, κακανάθρεφος. Τι κακοβέσουλο πλάσμα η πεθερά σου!

Καμιά βολά τα μουλάρια είναι τα πιο κακοβέσουλα και τζαναμπέτικα ζα του ντουνιά.

 

14) κάκανο, κακανητό, το: δυνατό γέλιο, χαχανητό. Ούλο γέλια και κάκανα είσαι! Άμα μ’ έδανε, ηπατήσανε το κακανητό.

κακανιστά (επίρ.): καγχάζοντας, χαχανίζοντας. Ηγέλασε κακανιστά.

κακανιστός, -ή, -ό: καγχάζοντας, χαχανίζοντας, χασκογελώντας, ξεκαρδισμένος στα γέλια. Ήρχανε κακανιστοί να με κογιονάρουνε.

Ήκατσα κακανιστή στο ντουβαράκι, για να μη μου φύουνε! 

κακανί(τ)ζω, κακανογελώ: καγχάζω, χαχανίζω, γελώ ασυγκράτητα. Ηκακάνιτζε ο ντουνιάς με το ρεζιλίκι ντως. Τι κακανογελάτε έτσιδας, μωρ’ σεις;

 

15) κάκαρο, κακάρι, το και κακάρα, η (ίσως από το αρχ. κάρα): α) το πίσω μέρος του κεφαλιού, το ινίο, αντικούτικας. Ήδωκε μια στο κάκαρο κ’ ηαπόμεινε σέκος.

β) γενικά, κρανίο, κάρα, νεκροκεφαλή. Ήσπασε το κακάρι του με τέτοιο σαβούρντηγμα. Κατάρα: που να σου σπάσει το κάκαρο!

κακαρώνω (αρχ. καρώ: ναρκώνω): α) σκωπτ. πεθαίνω, ξεψυχώ.

Ο παππούκας μου δεν έχει ζήση πια, κοντεύει να τα κακαρώσει.

β) μτφ. τρομοκρατούμαι. Τα ηκακάρωσε από το φόβο ντου!

κακάρα, η (αρχ. κάρα;): α) νεκροκεφαλή (Αλ.). Στην κοκκάλα τσι Απόκριες ηβάζανε μια κακάρα τ’ αλοάτου γιά μια βουδίσια.

β) πετρώδες χτήμα, ημιορεινό και άγονο, καυκάρα (Ερ.).

Ποιος να τήνε ζευγαρίσει τέτοια κακάρα, που μήτε αστεβιά δε φυτρώνει!

 

16) κεμέρι, κιομέρι, κιμέρι, το (τουρκ. kemer): α) είδος δερμάτινης ζώνης με θήκες. Είχε στο κεμέρι του την παραδοσακούλα.

β) συνεκδ. κομπόδεμα, βαλάντιο, πουγκί. Ήβγαλεν αφ’ το κεμέρι ντου μια λίρα κ’ ηχρούσωσε τα νιόγαμπρα.

γ) μτφ. μεγάλο στομάχι. Βρε γιέκα μου, τι κιομέρι είναι τούτο που ‘καμες απ’ το φαΐ;

κεμεριάζω: αποταμιεύω.

Ξόδευγε και μην τα κεμεριάζεις, γιατ’ άλλος θε’ να ντα φά’!

Κεμέρι, το: α) μικρός οικισμός δ. του Σεβντίκιοϊ.

β) τοποθεσία βα. της Σμύρνης με νεκροταφεία.

Κεμέραλτι, το (τ. Kemeraltı): κεντρικός δρόμος του Τσαρσιού της Σμύρνης.

 

17) κεντί, κεντινό, κεντιανό, το (τουρκ. ikindi): α) απομεσήμερο, απογευματάκι, δειλινό. Αφ’ το κεντί ηφαινούντανε πως θε’ να χιονίσει.

Φεύγει από χαραής και γιαγέρνει το κεντιανό.

β) Το πρόχειρο απογευματινό φαγητό ή καφεδάκι με συνοδεία βουτημάτων και συνεκδοχικά η ευκαιρία για συνάντηση, κυρίως των γυναικών, που έπιναν καφέ, έτρωγαν γλυκά και κουλουράκια, κουσέλευαν και κεντούσαν.

Ήφαες κεντινό; Κάθα κεντιανό ηπηαίναμε στη θεια σου τη Βαγγελίτσα κι ηκουτουρντίζαμε, να ξεβαρεθούμε κομμάτι.

 

18) κερά, κιαρά, κιουρά, η: κυρά, αφέντρα, οικοδέσποινα, σύζυγος.

Πού ‘ν’ η κερά σου; Στση κιαρά-Θοδώρας το σπίτι.

Είπανε τση κιουράς να ντως ανοίξει το πορτί.

Ηπήαμε στην Αγιά-Κιουρά κ’ ήψαμε τα καντήλια.

Παροιμία: η καλή νοικοκιουρά είναι δούλα και κιουρά.

Κερά-Γαλατιανή, η: τοποθεσία με αγίασμα και ξωκλήσι βδ. των Βουρλών.

κερά-Λένη, η: το ουράνιο τόξο. Λέγεται και ζώνη τση κερά-Λένης ή ζώνη τσ’ Άγιας Ελένης (Βουρλά).

 

19) κερχανάς, κιρχανάς, κιρχανές, ο (τουρκ. kerhane): α) κεραμουργείο.

β) μτφ. πορνείο, οίκος ανοχής, αλλά και ο πόρνος, κίναιδος.

Ηγύρναε κάθα μέρα στσι κερχανάδες μ’ ούλοι τσι πουτούδηδοι του ντουνιά! Ματζέψου πια, βρε κιρχανά, και κοίτα τη φαμίλια σου!

κερχανατζής, κιρχανατζής, ο (τουρκ. kerhanecı): α) κεραμουργός, αγγειοπλάστης, τσουκαλάς.

β) μτφ. θαμώνας πορνείου, προαγωγός, σωματέμπορος, νταβατζής, ζαμπαράς, πουτούδης, σαβουρντίνης.

Κερχανατζίδικα, τα: α) γειτονιά του Απάνω Μαχαλά, κοντά στο Πανώκαστρο της Σμύρνης.

β) γειτονιά ψηλά στο Καρατάσι της Σμύρνης.

Και οι δυο αυτές είχαν κεραμουργεία κι αγγειοπλαστεία.

 

20) κουκόφαβα, η: φάβα από αλεσμένα κουκιά. Έδεσμα πολύ αγαπητό στους Ερυθραιώτες μέχρι σήμερα.

κουκοφάς, κουκοφαού και κουκοφάισσα, κουκοφαούδικο: άνθρωπος που τρώει πολλά κουκιά, που του αρέσουν τα κουκιά.

 

21) κουλούκι, το (τουρκ. kulluk: δουλεία και kolluk kuvveti: αστυνομική δύναμη): α) κουτάβι, σκυλάκι, φινάκι (Δυτ. Ερ.). Βρε συ, τρέμεις σαν το κουλούκι αφ’ το κρύο!

β) περίπολος, απόσπασμα, καρακόλι, κιζάνι (Βουρλά).

Ηπέσανε τα κουλούκια να τόνε γυρεύουνε, μα κείνος ηκατσίρντισε για τη Χίος.

γ) αστυνομικός σταθμός (Σμ.).

Τον ηπήανε στο κουλούκι και τόνε χώσανε στη χάψη.

κουλουκαριά, η: σκύλα που μόλις γέννησε, που τρέφει τα κουλούκια της. Αλάργα απ’ την κουλουκαριά, για’ θε’ να σας παρτσαλαντίσει!

κούλουκας, ο: μεγαλόσωμο νεαρό σκυλί, σκύλαρος.

κουλουκιάζω: τρέμω σαν σκυλί από κρύο ή φόβο, ριγώ, νταντανιάζω.

 

22) κουλουμπητής, κουλουμπής, κολυμπητής, ο: κολυμβητής.

κουλουμπώ: κολυμπώ, πλέχω (Δυτ. Ερ.). ‘Εν ήξερε να κουλουμπά.

Εκουλούμπα σαν το δέρφινα.

κουλουμπητάδες, κολυμπητάδες, κολυμπητές, οι (αρχ. ελλ. κολυμβάδες): ελιές στην άρμη.

 

23) κουμούτσα, η και κουμούτσι, το: α) μεγάλο κομμάτι ψωμιού, κόμματος, τάκος. Μας ήδων’ η μάνα μου από μια κουμούτσα ψωμί και κάνα πωρικό, άμαν είχε, κι έτσιδάς ηξετσουμίσαμε.

β) ξεροκόμματο (Αν. Ερ.). Σαν ήβγαμε πρόσφυγοι στη Σάμο, ηζητιανεύαμε ακόμα και το κουμούτσι!

 

24) κουμπές, κουπές, ο (τουρκ. kubbe): α) θόλος, τρούλος εκκλησίας, τζαμιού ή χαμαμιού, τούρλος. Οι κουμπέδες τω τζαμιών ήντοστε καπλαντισμένοι με κρουσούμι.

β) σκέπασμα, καπάκι σαχανιού, μανγκαλιού ή άλλου σκεύους (Σμ. – Ερ.).

Από ‘να μπουρτζένιο πουλάκι είχανε για κουλούπι οι κουπέδες τω σαχανιώνε. 

κουμπεδάκι, κουπεδάκι, το: τρουλίσκος.

Στη μέση ήτανε δυο μεγάλοι κουπέδες κι ένα γύρο έξι κουπεδάκια.

κουμπεδάτος, κουπεδάτος, -η, -ο: με σκέπασμα τρουλοειδές, τουρλωτός. Τζέτζερες κουπεδάτος, κουμπεδάτη τσουκαριέρα, μανγκάλι κουμπεδάτο.

κουμπελίδικος, κουπελίδικος, κου(μ)πελίδικια, κου(μ)πελίδικο (τουρκ. kubbeli): τρουλωτός, θολωτός.

Η εκκλησιά μας δεν ήτονε κουμπελίδικια, για’ δεν αφήνανε οι Τούρκοι.

Ο Παντελής ήχτιζε ωραίοι φούρνοι, κουπελίδικοι.

 

25) κουνέλι, το: υπερώριμο σύκο, παστάλι (Αλάτσ.).

κουνελιάζω: α) υπερωριμάζω, μαλακώνω ή ζαρώνω από την ωρίμανση, μαραγκιάζω, σταπιδιάζω.

Ματζέψετε τα καϊσιά, γιατί θε’ να κουνελιάσουνε ογλήορα.

Κανείς δεν τα ματζεύει πια τα τζάνερα, μόνε πέφτουνε κουνελιασμένα και μου γλιτζιάζουνε την αυλή.

β) μτφ. ρυτιδιάζω, γερνώ, ματσιδιάζω, ζουριάζω (Δυτ. Ερ.).

Το ‘δατε, καλέ, τ’ Αννουσό, πώς ηκουνέλιασε το μούτρο τζης;

Ηγένηκε σαν το κουνελιασμένο σύκο.

 

 

Κι αυτό εδώ το επίθετο που ακολουθεί, για τον κύριο Γιώργο από την Αμανή της Χίου

 

26) χαλίσικος, χαλίσ(ι)ος, χαλίσικια και χαλίσ(ι)α , χαλίσικο και χαλίσ(ι)ο (τουρκ. halis): γνήσιος, αγνός, ανόθευτος, ακραιφνής, χάσικος, χελαλίσος, άδολος.

Χαλίσικος Ρωμιός, χαλίσια Οβριά, χαλίσικο αραμπιστάνικο αλόατο.

Άκου το, ετούτο ‘δώ είναι χαλίσο βουρλιώτικο τραβούδι.

Εξ αυτού και τούτη η λέξη:

χαλίσια, τα: αμφιθαλή αδέλφια.

Δεν ήτανε χαλίσια αδρέφια, γιατίς ο κύρης τως ήτανε δευτεροπαντρεμένος.

 

ΜΗΝΥΜΑ ΔΕΚΑΤΟ ΕΒΔΟΜO

Συνεχίζουμε την παράθεση ιδιωματικών ερυθραιώτικων και σμυρναίικων λέξεων και εκφράσεων. Ευχαριστώ την κυρία Στέλλα Χατζηφωτίου – Βογιατζή που πάντα μ’ εφοδιάζει με μπόλικα λογάκια τση Πατρίδας!

    Αν θέλετε, μπορείτε να μας ζητάτε να σας εξηγήσουμε κάποιες ιδιωματικές λέξεις που θυμάστε, αλλά δεν γνωρίζετε την ακριβή σημασία τους. Επίσης μπορείτε να μας αποστείλετε ιδιωματικές σμυρναίικες ή ερυθραιώτικες λέξεις που γνωρίζετε εσείς. Αν δεν τις έχω ήδη καταγράψει, θα προστεθούν κι αυτές στο γλωσσάριο, για να το εμπλουτίσουν.

 Θοδωρής Κοντάρας

28 Ιουνίου 2021

 

1) βαβάς, ο και βαβού, η: α) αγαθιάρης, αφελής, χαζός, ανόητος, ξεμωραμένος. Είντα τον έθελε ευτό το βαβά;

Ξύπνα, βρε βαβά, μωροπίστευτε, που ό,τι σου πούνε, το χάφτεις!

Μωρ’ σύ, μπιτ βαβού είσαι και δε νογάς;

Κοινότατη λεθριανή έκφραση: σαν τη βαβού Πατρώνα…

β) μτφ. γηραλέος, χούφταλο.

Ακόμας ‘εν εγένηκα βαβάς, να μην ηξέρω είντα γίνεταί μου.

Η βαβού σας ακόμα ζει;

Έχω τη γριά βαβού κατακοιτάμενη.

 

2) βουρλίζω, βρουλίζω, φουρλίζω (ιταλ. frullare): στριφογυρίζω, σβουρίζω. Μτφ. ξετρελαίνω, ξεσηκώνω, φρενιάζω, παρενοχλώ, λωλαίνω, λωλαγγρίζω, ξεντρουλιάζω. Μας ηφούρλισε ο λωλαγέρας. Μη με βουρλίζεις και συ με το μπαταλαλητό σου! Του βρουλίσατε τα μυαλά του πάππου σας, πάψτε πια!

βουρλίζομαι, βρουλίζομαι, φουρλίζομαι (ιταλ. frullarsi: περιστρέφομαι): ξετρελαίνομαι, παθιάζομαι, χτυπιέμαι, είμαι έξαλλος, παραλοΐζομαι, λωλαίνομαι, λωλαγρίζομαι, ξεντρουλιέμαι. Ηβουρλίστηκε να πάρει γυναίκα Σμυρνιά. Τον έχει φουρλισμένο με τα κάλλη τσης. Μη βρουλίζεσαι μες στα πόδια μου, μόνε τράβα να ψουνίσεις. Ήκαμε σα βουρλισμένη, άμα μ’ έδε.

 

3) βρούλος, ο και βρούλο, το: το φυτό βούρλο, βρουλιά. Ήπεσένε μέσ’ στσι βρούλοι. Τούτα τα βρούλα τα θέμε για τα μακαρόνια και μην τα πετάξεις.

βρουλένιος, -α, -ο: κατασκευασμένος από βούρλο, βρουλίτικος. Βρουλένια απαλαριά, βρουλένιο τυροβόλι.

βρουλιά, η: το φυτό του βούρλου, βρούλο. Ηχώστηκε μες στσι βρουλιές.

βρουλιάζω, βρουλώνω: αρμαθιάζω, περνώ καρπούς ή ψάρια σε βούρλα. Ηβρουλώσαμε δέκα οκάδες μπάμιες και μελιντζάνες για γεμεκλίκι.

βρουλίδα, η και βρουλίδι, το: κοτσίδι, πλεξουδίτσα, μπουρμάδα. Τήνε βούτηξε η μάνα του από τα βρουλίδια και την ήφερε δυο βότες.

βρουλίτικα, τα: είδος σπιτικών μακαρονιών που ήταν τρυπημένα με βούρλο.

βρουλίτικος, -ια, -ο: κατασκευασμένος από βούρλα, ψάθινος, βρουλένιος. Βρουλίτικια καλαθούνα.

βρουλολαίμης, -α, -ικο: άνθρωπος με πολύ λεπτό και μακρύ λαιμό, μακρολαίμης.

Γαμπρέ μου βρουλολαίμη κι αρνταχτοπόδαρε,

             έβγκα στο παραθύρι κι η νύφη εμπρόβαλε. (Μελί)

Βρουλάς, ο: λαϊκή ονομασία των Βουρλών.

 

4) βρούτσα, βρούτζα, η (βυζ.): βούρτσα, χρωστήρας (Ερ. – Σμ.).

Χρόνια και ζαμάνια είχανε να πιάσουνε τη βρούτσα και τ’ ασβέστι, να μπαντανίσουνε μια στάλα κείνο δα το σπίτι!

Με τη βρούτζα του τριψιμάτου ήκανε τα ταμπάνια λαμπίκο.

βρουτσάκι, βρουτζάκι, το: 1. βουρτσάκι (Ερ. – Σμ.).

2. ρέλι ειδικό για την προστασία της γυναικείας μπέρτας (Αλάτσ.).

βρουτσίζω: 1. βουρτσίζω. 2. βάφω, ασπρίζω.

 

5) βοθώ, βουθώ: βοηθώ, δράμω, αγιουν-τάρω (Ερ.). Βοθάτε μας, γειτόνοι!

Τα ρεμέντια δε βοθούνε πούβετα, μόνε φέρτε τσι γιατροί.

Εφτά νομάτοι να μου βουθούν και πάλε δεν τελεύγω.

Παροιμία:

Βούθα μου, να σου βουθώ,

            ν’ ανεβούμε το βουνό. (Λεθρί)

 

6) ζαΐφης, -ισσα, -ικο και ζαΐφικος. –ικια, -ικο (τουρκ. zayıf): φιλάσθενος, αδύναμος, καχεκτικός, αποσκελετωμένος, κοκκαλιάρης, ζαμπούνης, ζαβοραγιάς, χαστατζιγιέρης, σπαζούρης, ασπροκαλιασμένος, χτικιάρης, βερέμης, ντιλικάτος.

Η μάνα του δεν την ήθελε για νύφη ντως, γιατ’ ήτανε, λέει, ζαΐφισσα και μαραζιάρα.

Είναι ζαΐφικο και δεν τρώ’.

ζαϊφιά, ζαϊφλίκι, το: καχεξία, αδυναμία, ζαβλάκωμα, ζαμπουνιά.

 

7) ζαμπαράς, ο (τουρκ. zampara): γυναικάς, πόρνος, ακόλαστος, κίναιδος, ερωτύλος, κερχανατζής, πουτούδης, μουρντάρης, μπερμπάτης, σαβουρντίνης.

 ζαμπαραλίκι, ζαμπαρλίκι, το (τουρκ. zamparalık): γυναικοθηρία, ερωτοδουλειά, πορνεία, αχρειότητα, μπερμπατιά, τσιλημπούρδισμα.

 

8) ζαμπούνης, -ισσα, -ικο (τουρκ. zebun): αδύναμος, ισχνός, καχεκτικός, ασθενικός, αρρωστιάρης, ζαΐφης, ζαβοραγιάς, σπαζούρης, ασπροκαλιασμένος, χτικιάρης, χαστατζιγιέρης, ντιλικάτος, γλαντί.

Μτφ. κακοδιάθετος, μουτρωμένος. Από μικράκι ήτανε ζαμπούνικο το Φτυχό μας. Ο ζαμπούνης ούτε καλημέρα δε λέ’ κανενούς.

ζαμπουνιά, η: αδυναμία, αδιαθεσία, καχεξία, εξάντληση, δυσθυμία, ακεφιά, ζαϊφιά.

ζαμπουνεύ(γ)ω: 1. αδυνατίζω, απισχνούμαι.

Αφ’ το ταμάχι ντως για το πλούτος θε’ να ζαμπουνέψουνε συφάμελοι αυτού μέσα.

2. μτφ. μουτρώνω, τζεριάζω. Τι τσ’ ήκανες κ’ ηζαμπούνεψε πάλι;

 

9) ζαράρι, το και ζαράτα, τα (τουρκ. zarar): βλάβη, ζημιά, στραπάτσο, χασούρα, πλήγμα, απώλεια, αβαρία, καζικιά, σότο, φύρα, χιλές.

Ποιος θα να πλερώσει τα ζαράρια του;

Πώς τα ήπαθες, βρε γιέκα μου, τέτοια ζαράτα; Ζαράρι είσαι, φεργάδα μου!

Το πολύ φαΐ ζαράρι είναι.

Παροιμία: όπου χάσει το καράρι, θα ντον εύρει το ζαράρι (όποιος δεν κρατά το μέτρο και την ισορροπία, στο τέλος ζημιώνεται).

ζαραρεύγομαι: πλήττομαι, ζημιώνομαι, καταστρέφομαι (Δυτ. Ερ.).

Στην Κατοχή πολύ ηζαραρευτήκαμε.

Εφύανε οι Ρωμιοί αφ’ τη Μικράν Ασία κι ο τόπος ηζαραρεύτηκένε.

 

10) ζαρίφης, -ισσα, -ικο (τουρκ. zarif): κομψευόμενος, εκλεπτυσμένος, καλοντυμένος, χαριτωμένος, αβρός, ωραίος, ευγενής, ντιλικάτος, γαρμπόζος, τυποδεμένος, σισταρισμένος, κοκέτος.

ζαρίφικα (επίρ.): κομψά, χαριτωμένα, λεπτά, αρχοντικά.

Ήσιαξε ζαρίφικα το ζουνάρι ντου.

ζαρίφικος, -ια, -ο: κομψός, λεπτός, όμορφος, αβρός, ταιριαστός, περιποιημένος, γαρμπάτος, τυποδεμένος.

Ζαρίφικο φέρσιμο, ζαρίφικια παλτουδιά.

ζαριφιλίκι, ζαριφλίκι, το (τουρκ. zariflik): αρχοντιά, κομψότητα, λεπτότητα, αβρότητα, ωραιότητα, χάρη, γάρμπος, τυπόδεμα.

Τη γούνα την ήβαλε για το ζαριφιλίκι.

Παροιμία: Το ζαριφλίκι κολαούζο δε θέ’.

 

11) ζάρω, ζέρνω (ιταλ. usare): συνηθίζω, προτιμώ.

Ήζαρε να κάθεται κάθε βράδυ στην αυλή ντως και να πίνει μια ρακή.

Κάθα πότε ζάρετε να κάνετε λουτρό;

Αυτοί δε ζέρνουνε μήτε παρέγιες μήτε φιλιές.

Ετούτα τα φαγιά εμείς δεν τα ηζάραμε στην Πατρίδα.

Τα ζάρει η μάνα σου τα μπαλίκια τσ’ Απόκριες;

Εσείς τα ‘χατε ζαρισμένα αυτά τ’ αντέτια στο χωριό σας;

Οι Βουρλιώτες ηβάλανε αμπέλια στο Μουχτερό, μα δεν τα ήζαρε ο τόπος.

 

12) γιατάκι, το (τουρκ. yatak): 1. φωλιά, άντρο, χωσά. Ήσαξα το γιατάκι του κουλουκιού. Ήψαχνε τα γιατάκια των αλεπούδω, να πιάσει αλεπουδάκια.

2. κοίτη, κρεβάτι, κλίνη, κατάλυμα, στρώμα. Θέσε το γιατάκι μου και νυστάζω. Το γιατάκι του ντερέ. Ούλοι στα γιατάκια σας!

3. κρυψώνα, λημέρι, κρησφύγετο, ορμητήριο. Ο Τσάκιτζης είχε τα γιατάκια του μέσα στα βουνά.

Εκφράσεις: 1. δίνω γιατάκι: προσφέρω κατάλυμα, φιλοξενώ. Άμαν ήρκαμε πρόσφυγοι στην Κηφισά, μας ηδώκανε γιατάκι σε κάτι ντάμια.

2. Τα κάνω γιατάκια: αποκρύπτω, κουκουλώνω, καλύπτω. Ηκαβγάδισε με το γαμπρό του, αμά τα κάνανε γιατάκια, μη λάχει και το μάθει η κόρη του.

γιατάκης, ο: αποδέκτης λαθραίων (καπνά, όπλα), συνεργός κατσιρματζήδων και κον-τραμπατζήδων (Σμ.).

 

13) λαπάν-τι, το (ιταλ. lampante: λαμπερός): διαύγεια, λαμπρότητα, καθαρότητα, λαμπίκο.

Φέτι το λάδι του ήβγε λαπάν-τι. Ηπούλειε κρασί λαπάν-τι.

Την ήβανα να συγυρίσει και τα ήκαμε λαπάν-τι!

 

14) λαπατζής, λαπατζού: αυτός που αγαπά τον λαπά.

Μτφ. βουτυρόπαιδο, νωθρός, μαμόθρεφτος, μανιανιούκος, κουραμπιές, πιλαφάς. Τι του ‘βρες, μωρ’ συ, ευτουνού του λαπατζή και τον ηπήρες;

 

15) (α)νεχουμίζω: ανακατώνω, ανασκαλεύω, σκαλίζω, ανασκάπτω, νεγκουφίζω. Τα φαγιά δεν τ’ ανεχουμίζουνε, για’ θε’ να γενούνε μπουλαμάτσι.

Τον ήβαλα να μου σκάψει τσ’ αρτάνες κι ευτός τ’ ανεχούμισε σαν τον κάτη! Νεχουμίζει τσι γλάστρες, για να πάρουνε τ’ απάνω τους τα πουλουδάκια.

 

16) ανευκαρίστητος, ανευχαρίστητος, ανευκάριστος, αφκαρίστητος, -η, -ο: ανικανοποίητος, αχάριστος, αναμκιόρης. Τόσα τσ’ έχουνε καμωμένα κι αυτή η ανευκαρίστητη ούλο μουρώνει, γιατί γυρεύει κι άλλα. Βρε αφκαρίστητο πλάσμα, ό,τι θες δε σου μαειρεύω; Για’ δεν τα τρως;

 

17) ανεϋρίζω, ανεγυρίζω, ανα(γ)υρίζω: αναποδογυρίζω, αντιστρέφω, -ομαι, τουμπέρνω, φέρνω τα πάνω κάτω, ανακατεύω, ανεγέρνω.

Ανεΰρισε τσι κιοφτέδες, να ροδιάσουνε κι αφ’ την άλλη.

Ανεγύρισα τον τόπο, μα δεν το ηύρα πούβετα.

Ανεγυρίζει απ’ την άλλη μπάν-ντα κι αρκινά το ρουχαλητό.

 

18) ακαγιάρωτος, (α)ξεκαγιάρωτος, -η, -ο: αχαλίνωτος, αγενής, ξεδιάντροπος, αναιδής, ανάγωγος, αχριλάντιστος.

Χάσου αφ’ τα μάτια μου, ακαγιάρωτη!

Μην περιμένεις χαΐρι και προκοπή από άθρωπο ξεκαγιάρωτο.

 

19) ακουλάντριστος, -η, -ο: αχρησιμοποίητος, αμεταχείριστος, καινούργιος. Μτφ. ανυπότακτος, ανυπάκουος, αδάμαστος, αζάφτιστος.

Ακουλάντριστος μαστραπάς, ακουλάντριστοι αθρώποι, ακουλάντριστη πεσκίρα, ακουλάντριστο αλόατο, ακουλάντριστα πιάτα.

 

20) ακουμαντάριστος, -η, -ο: επιπόλαιος, άτακτος, ανοικοκύρευτος άνθρωπος.

Τι τήνε θες και μου τη ματζεύεις εδωνά αυτήνα την ακουμαντάριστη;

 

21) ακούντητος, -η, -ο: ακούνητος, ακλόνητος, ατράνταχτος, αμετακίνητος, αξεκούντητος. Μτφ. τεράστιος.

Καγιάς ακούντητος, ακούντητη δεσπέντζα, ακούντητο βιος, ακούντητο γινάτι.

 

22) ακούρατος, ακουριάριστος, -η, -ο (ιταλ. curia: φροντίδα): άφροντις, ανέμελος, αμέριμνος, απερίσκεπτος, αμελής, απρόσεκτος, ασουλούπωτος, αξένοιαστος, ανέγνοιαστος, ασυλλόιστος, άμελος, ξενοιάς (Ερ. – Σμ.).

Τση το ‘πα να μην νταραβερίζεται μ’ αυτόνανε τον ακουριάριστο.

 

23) τσουμπλέκι, το (τουρκ. çömlek): οποιοδήποτε πήλινο δοχείο και ειδικά το δοχείο του γιαουρτιού, η τσανάκα.

Τσουμπλέκια: διάφορα σκεύη και πράγματα, κουζινικά, τσουκαλομπάρδακα, τσανάκια.

 

24) τσαρδάκα, η και τσαρδάκι, το (τουρκ. çardak): 1. καλύβα, παράπηγμα, υπόστεγο από καλάμια και κλαδιά, υποστατικό, υπαίθριο επιστέγασμα, πέργκολα, κρεβατίνα, φρίτζα, ντραβάκα.

Ηστένανε τσαρδάκια κ’ ηπουλούσανε καρπούζια.

2. μτφ. παλιομάγαζο, φτωχόσπιτο, ευτελές σπίτι, τσαντίρι.

Ήστεσε κι ευτός μιαν τσαρδάκα και τώρα μας κάμνει και το μεζατζή!

 

25) τσουτσέκι, το (ίσως από το τ. çiçek: λουλούδι και συνεκδ. κάτι σύνηθες, ασήμαντο): ασήμαντος, αδιάφορος, τιποτένιος, άχρηστος άνθρωπος.

Άμα σε ξαναδώ να παριάζεις με κείνο το τσουτσέκι, θε’ να σου κόψω τα ποδάρια!

 

ΜΗΝΥΜΑ ΔΕΚΑΤΟ ΟΓΔΟO

 

Συνεχίζουμε την παράθεση ιδιωματικών ερυθραιώτικων και σμυρναίικων λέξεων και εκφράσεων. Ευχαριστώ για άλλη μια φορά την κυρία Στέλλα Χατζηφωτίου – Βογιατζή που πάντα μ’ εφοδιάζει με μπόλικα λογάκια τση Πατρίδας!

    Αν θέλετε, μπορείτε να μας ζητάτε να σας εξηγήσουμε κάποιες ιδιωματικές λέξεις που θυμάστε, αλλά δεν γνωρίζετε την ακριβή σημασία τους. Επίσης μπορείτε να μας αποστείλετε ιδιωματικές σμυρναίικες ή ερυθραιώτικες λέξεις που γνωρίζετε εσείς. Αν δεν τις έχω ήδη καταγράψει, θα προστεθούν κι αυτές στο γλωσσάριο, για να το εμπλουτίσουν.

       Βρήκα πολύ ενδιαφέρον το ακόλουθο άρθρο, σχετικά με την ομορφιά και τη σπουδαιότητα των γλωσσικών ιδιωμάτων, και σας το παραθέτω.


Θοδωρής Κοντάρας

3 Ιουλίου 2021

 

Ο ΠΛΟΥΤΟΣ ΤΩΝ ΤΟΠΙΚΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ

 

Γράφει ο Βαγγέλης Βογιατζής

 

Αναδημοσίευση από τα Μεσοτοπίτικα Νέα (αρ. φύλλου 266, Μαρτ. – Απρ. 2021), δίμηνη έκδοση του Συλλόγου Μεσοτοπιτών Λέσβου «Η Αναγέννηση».

 

Όσοι υπήρξαμε παιδιά της πόλης, που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν σε κάποιο αστικό κέντρο, αλλά είχαμε την τύχη να βρισκόμαστε σε καθημερινή επαφή με την ομορφιά της γλωσσικής «βιοποικιλότητας» των τοπικών διαλέκτων, μέσω των παππούδων ή των γονιών μας, που διατήρησαν λίγο ή πολύ την ντοπιολαλιά του χωριού καταγωγής μας και δεν μας άφησαν να περιοριστούμε στην «μονοκαλλιέργεια» μιας άγευστης, άχρωμης και διεκπεραιωτικής καθομιλουμένης του σχολείου, του στρατού και της δημόσιας διοίκησης, θα πρέπει σίγουρα να νιώθουμε τυχεροί κι ευγνώμονες. Κι αυτό γιατί το φαντασιακό μας μπολιάστηκε με εικόνες, ρυθμούς, τόνους και γεύσεις που μπορεί να προέρχονταν μεν από ένα άλλο χωροχρονικό πολιτισμικό πλαίσιο, του οποίου οι χυμοί, ωστόσο, δεν έπαψαν ποτέ, με αγωγό τη γλώσσα, να αρδεύουν τον ψυχισμό και τη σκέψη μας.

     Ο αυθορμητισμός, η αμεσότητα και το πηγαίο στους φυσικούς ομιλητές μιας ντοπιολαλιάς –με όλες τις αποχρώσεις, τους κυματισμούς και τη μουσικότητα που αυτή φανερώνει στα χείλη αυθεντικών ανθρώπων– είναι ποιότητες που αναμφισβήτητα οξύνουν την αντίληψη και το γλωσσικό αισθητήριο του αστικοθρεμμένου ακροατή.

     Ερχόμενος κανείς απευθείας σε επικοινωνία μ’ έναν κώδικα έκφρασης απείραχτο κι ανόθευτο εν πολλοίς από ακαδημαϊκούς νάρθηκες, κρατικά φίλτρα εθνικοφροσύνης και γλωσσικής καθαρότητας, μαθαίνει με τρόπο αδιαμεσολάβητο από σκοπιμότητες ότι η γλώσσα είναι μια ρέουσα πραγματικότητα που ανταποκρίνεται στις ανάγκες των ανθρώπων, ανεξαρτήτως προέλευσης, και όχι στα στερεότυπά τους. Παραφράζοντας το γνωστό σύνθημα, θα λέγαμε ότι καθαρές και περιούσιες γλώσσες υπάρχουν μόνο σε βρώμικα μυαλά.

     Απωθώντας οποιουδήποτε είδους γραφικό όσο και αντιεπιστημονικό γλωσσικό εθνικισμό, που συνηθίζει να δαιμονοποιεί δάνεια κι επιρροές από λαούς, με τους οποίους συνυπήρξαν επί αιώνες οι πρόγονοί του, θα λέγαμε ότι μια υποψιασμένη συνείδηση με τον καιρό καταλήγει να εκτιμά το βιωματικό βάθος, την πλαστικότητα και την πρόσφυση ενός ιδιώματος στην πραγματική ζωή και όχι να παρασύρεται από μυθεύματα εθνογλωσσικής ανωτερότητας.

     Όπως συμβαίνει σχεδόν σε κάθε γεωγραφικό διαμέρισμα της χώρας μας, έτσι και στην περίπτωση του νησιού μας (της Λέσβου) η ντοπιολαλιά του φέρει έναν πνευματικό γλωσσικό πλούτο αποτελούμενο από πλήθος ξενικών εννοιών και λέξεων, που την κατέστησαν πληρέστερη κι ελκυστικότερη. Χωρίς αυτές είναι σαν να θέλουμε να πετάξουμε το μισό πολιτιστικό μας φορτίο στη θάλασσα.

     Τα στοιχεία αυτά, αρμονικά ενσωματωμένα στα ιδιώματα κάθε τόπου, πάντοτε δίνουν ερεθίσματα για εμβάθυνση στη γλώσσα και συνεπώς στην ιστορία του νησιού μας, στην ανθρωπολογική του βάση, στις συνθήκες διαβίωσης αλλά και συμβίωσης των ανθρώπων. Ασφαλώς και δεν τίθεται ζήτημα μεταφοράς και χρήσης του τοπικού ιδιώματος στο σύγχρονο λόγο, αλλά σε κάθε περίπτωση η μελέτη του έχει να μας προσφέρει πάρα πολλά.

 

 

 

1) πάρι, το (ιταλ. pari: όμοιος, ίσος): 1. ταίρι (ζευγάρια ή ομάδα) για παιχνίδι. Ήμαστουν δυο πάρια στο τάβλι.

2. συμπαίκτης, συνεργάτης. Θες να κάνομε πάρι στα χαρτιά;

παριάζω, -ομαι: 1. ζευγαρώνω, ταιριάζω, ομαδοποιούμαι, για να παίξω ένα παιχνίδι. Ομπρός, παριαστήτε να παίξομε. Ηπαριάσαμε στο κουμάρι με το Νικολή.

2. μτφ. συνεργάζομαι, σχετίζομαι, συνδέομαι, συναναστρέφομαι, πράζω, κουσουμάρω, κουνουστίζω, συγκολλεύομαι.

Μ’ αυτοί που παριάζεις, χαΐρι δε θα δεις!

πάριασμα, το: 1. συνταίριασμα, χωρισμός σε ομάδες ή ζεύγη, συνεργασία.

Τα παιδάκια για το πάριασμα ηλέανε τραγουδάκια, όπως το α μπέμπα μπλομ.

2. μτφ. συναναστροφή, συγκολλέματα.

Του δαιμόνου τα παριάσματα θε’ να σε φάνε, βρε απλάκωτε!

 

2) ζαπτιές, ζαφτιές, ζαπιές, ο (τουρκ. zaptiye): χωροφύλακας, αστυφύλακας, ζαμπίτης, τζανταρμάς.

 

3) ζέφκι, το (τουρκ. zevk): γλέντι, διασκέδαση, καλοπέραση, απόλαυση, ζιαφέτι, νταβαντούρι, πατιρντί. Έχει το νου ντου στα ζέφκια και τα τσιμπούσια. Ήρχε και μας ηχάλασε το ζέφκι.

ζεφκλής, -ού (τουρκ. zevkli): γλεντζές, χαροκόπος. Οι αξαδρεφάδες μου στα νιάτα τως ξέρεις τι ζεφκλούδες και ντερμπεντέρισσες και χορευταρούδες ήντουστε!

Γεια σου, Βουρλιώτη μου ζεφκλή,

                     με το βασιλικό στ’ αφτί.   (Αλάτσατα)

 

4) δαιμονίζω, -ομαι: 1. βασανίζω, ερεθίζω, εξάπτω, ταράζω, πειράζω, εκνευρίζω, φουρκίζω, αζντίζω, γκιντίζω, τσατίζω. Μη με δαιμονίζεις κι άφησ’ με στο χάλι μου.  Ατή τσης τόνε δαιμονίζει και δεν τον αφήνει ήσυχο.

2. σκανδαλίζω, αμαρτάνω, βάζω σε πειρασμό, κολάζω, κριματίζω. Το κορμί σου δαιμονίζει και τσ’ αγιούς ακόμας! Ο μυαλός του δαιμονίστη από τότε που την έδε.

δαιμοντράκι, διαοντράκι, το: 1. δαιμονάκι, διαβολάκι, σκανταλιάρικο παιδί. Κείνο το δαιμοντράκι, ο άγγονάς σου, πά’ στο σκολειό;

2. το καλλωπιστικό φυτό ζίνια, ατσιγγάνα, τζίνια (Δυτ. Ερ.).

δαιμόντρου, διαόντρου, του: δαιμόνου, δαίμονα, διαβόλου (Δυτ. Ερ.).

Λέγεται μόνο στις φράσεις βρε δαιμόντρου διαόντρου) γιε και του δαιμόντρου του διαόντρου) ο γιος, η κόρη, ο γάδαρος, το πράμα κλπ.

Για δέτε, καλέ, του δαιμόντρου τα παιδιά χατά που μου κάμανε στο μπαξεδάκι! Έγνοια σου, μωρή διαόντρου κόρη, και θα σε σιάξω και του λόου σου!

 

5) κοτζάκαρη, η (τουρκ. kocakarı): πολύ γριά, ηλικιωμένη γυναίκα. Μτφ. μπαμπόγρια, γριέντζω.

Έχω και την κοτζάκαρη κατακοιτάμενη δυο χρόνια.

Έχεις τα χαιρετίσματα τση κοτζάκαρης τση Χαραμήδαινας.

 

6) δράμω: βοηθώ, συνδράμω, βοθώ, γιαρντιμεύω.

Έδραμα τον αξάδρεφό μου στα λιοματζέματα. Δεν τσ’ ήδραμε η μοίρα τως.

 

7) δρίματα, τα ή δρίμες, οι (αρχ. ελλ. δριμύς): κυρίως ο καύσωνας του Αυγούστου, αλλά και η βαρυχειμωνιά. Ειδικά έτσι λέγονται, κατά περιοχές της Ερυθραίας και της Σμύρνης, οι έξι ή οι δέκα ή οι δώδεκα πρώτες μέρες του Αυγούστου, που είναι φορτωμένες με πολλές δοξασίες. Απέφευγαν π. χ. κάθε επαφή με το νερό (λουτρό, μπουγάδα, κολύμπι κλπ.), γιατί είναι μέρες πίζουλες και θα πάθαιναν κακό. Επίσης δεν έκοβαν κανέναν καρπό, γιατί θεωρούνταν μολυσμένα όλα, και δεν ασχολούνταν με εργόχειρα. Οι δουλειές αυτές γίνονταν μετά τσ’ Αγιά-Σωτήρας (Μεταμορφώσεως), οπότε όλα είχαν «μεταμορφωθεί» και καθαριστεί από κάθε μίασμα.

Στις δρίμες προμάντευαν και τον καιρό για τους μήνες όλου του χρόνου. Γι’ αυτό τις έλεγαν και μερομήνια.

δριμιάζω: προσβάλλομαι από τα δρίματα, καταστρέφομαι.

Φύετε αφ’ το γιαλό, μη λάχει και δριμιάσετε!

Δριμάρης, ο: επίθετο του Αυγούστου, λόγω των δριμάτων.

 

8) ζαχαρωτάδικο, ζαχαροπλάστικο, το: 1. ζαχαροπλαστείο, γλυκατζίδικο, παστιτσαρία (Βουρλά).

2. Καραμελάδικο (Σμύρνη).

ζαχαρωτάς, ο: 1. ζαχαροπλάστης, γλύκατζης, σεκερτζής (Βουρλά).

2. Καραμελάς (Σμύρνη).

ζαχαρώτο, ζαχαρωτό, τζαχαρώτο, το: καραμέλα κάθε λογής.

 

9) ζαχαρένια, η και κυρίως ζαχαρένιες, οι: κατ’ ευφημισμόν, η ασθένεια ευλογιά, ξορκισμένη, γλυκές, μαύρη, μελογαλούσα (Βουρλά).

Από τσι ζαχαρένιες είναι τα μούτρα του αλατζαδιασμένα.

 

10) ίδρος, ιδρός, ίδρωτας, ο: ιδρώτας.

Την Πατρίδα την ηποτίσαμε με τον ίδρο μας και τώρα άλλοι τήνε γοντίρουν.

Τον ήκοψε κρύος ίδρωτας αφ’ το φόβο ντου!

Έκφραση: ‘εν ηξέρει ίδρο ο τσούνικάς του: δεν κοπιάζει, δε δουλεύει (Μελί).

Να ‘μουνα τριαντάφυλλο, στ’ αστήθι σου να μείνω,

                        να με ποτίτζει ο ίδρος σου κι εγώ να τόνε πίνω.   (Αλάτσατα)

δρώνω (αόρ. έδρωσα): ιδρώνω (Ερ. – Σμ.).

Έδρωσες, βρε φωτιοκαμένο, αφ’ το παλετό και το γκιουλέσι!

δρωμένος, -η, -ο: ιδρωμένος. Πού πας δρωμένο; Θα πουν-ντιάσεις!

δρωτάρι, το: υπερβολικός ιδρώτας, εφίδρωση, ιδροκόπημα. Συνεκδ. δρωτσίλα, εξάνθημα, κοκκινίλα από ιδρώτα. 

δρωτσίδι, το: εξάνθημα, κοκκινίλα από ιδρώτα (Δυτ. Ερ.).

Ηγέμωσε δρωτσίδια το κορμί του.

 

11) συγκολλεύ(γ)ομαι: 1. προσκολλώμαι, «κολλάω», ταιριάζω, συναναστρέφομαι, παριάζω, πράζω, κουνουστίζω, κουσουμάρω, κολληγιάζω. Μου συγκολλεύτηκε να πάμε ματζί στο τσαρσί. Ποιος να τόνε συγκολλευτεί, τέτοιο γουρσούζη; Φύε, βρε νιάνιαρο, και μη συγκολλεύεσαι τσι μεγάλοι!

Ούλο πά’ και συγκολλεύγεται με τσι χήρες.

2. μτφ. ενοχλώ, σιρναστίζω, χαλομποδίζω. Ευτός πολύ σου συγκολλεύγεται.

συγκολλέματα, τα: συναναστροφή, συνταίριασμα, επαφές, σχέσεις, κουνουστίσματα, γκουνουσλούκια. Μτφ. παρέα, συντροφιά.

Δε μ’ αρέσουνε τα συγκολλέματα του γιου σου.

 

12) ζερντές, ζερτές, ζελτές, ο (τουρκ. zerde): κρέμα με ρυζάλευρο ή νισεστέ, ζάχαρη, ξηρούς καρπούς κι ανθόνερο, είδος νηστίσιμου ρυζόγαλου, που παρασκευαζόταν χωρίς γάλα. Τον έφτιαχναν συνήθως τη Σαρακοστή. Όμως τον έτρωγαν κυρίως στα τούρκικα σπίτια, ως κέρασμα, επειδή οι Τούρκοι αγαπούσαν ιδιαιτέρως αυτό το γλυκό.

ζερντελής, ζερτελής, ζερ(ν)τελού, ζερ(ν)τελίδικο: κουτός, κουφιοκεφαλάκης, ξίκης, ζεβζέκης.

 

13) στρώση, η: διπλό, μεγάλο στρώμα. Μτφ. κρεβάτι ετοιμασμένο για ύπνο. Χώσου στη στρώση να ζεστοκοπηθείς.

Στρωσίδι, το: μικρό, μονό στρώμα (Βουρλά).

Στρωματ(σ)όπανο, το: χοντρό πανί του αργαλειού ειδικό για στρώματα (Σμ. – Ερ.).

 

14) κατελώ, κατελυώ, κατελυέμαι: 1. καταλύω, φθείρω, χαλώ, αφανίζω, σιλντίζω, -ομαι. Κατελεί πολλά ρούχα στη δουλειά. Είν’ ακατέλυτο πράμα τούτο το τσούλι, το ‘χω χρόνια, φερμένο απ’ την Πατρίδα, και δεν κατελυέται.

Τα βάσανα κι οι καμοί τόνε κατελυούνε τον άθρωπο.

Για την αγάπη τ’ Αγγελή ηκατέλυσε τα νιάτα τζης κ’ ηαπόμεινε γεροντοκόρη. Κατελυμένα τα ‘χει τα τζισμέδια του.

2. ξοδεύω, καταναλώνω, εξαντλώ, -μαι, πολλοξοδιάζω, σώνω.

Τση ψούνισα δυο ντενεκέδες λάδι και τσι κατέλυσε ώσαμε τα Χρουστούεννα!

Τω Βαγιώνε κατελυούμε ψάρι. Αυτές οι λαμπούρδες, οι ανιψιές μου, κατελυούνε και τσι πέτρες ακόμας!

Παροιμία: όποιος πεινά, κάστρα κατελά.

3. τρώω μη νηστήσιμα σε περίοδο νηστείας. Του Σταυρού να μην την κατελάς.

Όπου περάσ’ αλυαριά και δεν τη χαιρετίσει,

        τα παπουτσάκια που φορεί να μην τα κατελύσει. (Λεθρί)

κατελύτρα, η: γυναίκα σπάταλη, πολυέξοδη, ξοδεύτρα, σκροπαλευρού.

 

15) καραμπουμπάς, ο: 1. η πρώτη καμήλα (ντεβέ) του καραβανιού, συνήθως φανταχτερά στολισμένη. Ηστολίστηκε κ’ ηλουσαρίστηκε σαν τον καραμπουμπά!

2. Συνεκδ. πρωτοπόρος, οδηγός, μπροστάρης, κολαούζος.

Να κάτσεις στ’ αβγά σου και καραμπουμπά δε θέμε!

καραμπουμπαλήδαινα, η (τουρκ): καμήλα έτοιμη για πάλη, αζντισμένη για το γκιουλέσι, που έχει μαυρίσει το μάτι της, έτοιμη για καβγά (Σμύρνη).

 

16) καραμπουζουκλής, ο (τουρκξ. karabıyıklı: μαυρομούστακος): λεβέντης, ανδρείος, άντρακλας, μπουγιουκλής.

Γεια σου, Γιάνγκο μου, τσίφτη και καραμπουζουκλή!

 

17) καραμπουγιουκλού, το (τουρκ. karabüyüklü): είδος άγριας λεβάντας. Την έβαζαν σε γλυκά, μαντζούνια και αφεψήματα, αλλά και στα ρούχα, για προστασία από την κουγιά (το σκόρο).

 

18) κλέντι, κλεντί, κλετί, το (τουρκ. eklenti: προσάρτημα): τσόντα υφάσματος, προσθήκη, κομμάτι πανιού, μπάλωμα, μάτισμα (Ερ. – Σμ.).

Ήσκισε τη βράκα ντου κ’ ήβανα κλεντί απ’ αλατζά.

Φύλα τούτο το πανάκι για κλετί.

Ως και τα κλέντια ηματζώχνανε οι Οβραίοι και τα ηπουλούσανε.

κλεντώ, κλεντίζω, κλεντιά(τ)ζω, κλετιάζω (τουρκ. eklenmek): μπαλώνω. Συρράπτω, τσοντάρω, ενώνω υφάσματα ή πλεκτά, ματίζω. Μτφ. προσθέτω, μακραίνω, επεκτείνω. Κλέντιασέ το κομμάτι τούτο το βρακί, ναν το βάνει και του χρόνου το παιδί. Ξέρει να κλεντά τα λόγια του.

κλέντιαρης, κλεντιάρης, -ισσα, -ικο: κουρελής, κακοντυμένος, ασουλούπωτος, ασιστάριστος, τσολόχης. Μτφ. φτωχός, ενδεής (Ερ. – Σμ.).

Ο μπουμπάς μας δεν ήθελε να φαινούμαστε κλεντιάρηδοι, για να μη μας λένε πρόσφυγγοι οι Παλιολλαδίτες.

κλεντιασμένος, -η, -ο: κουρελιάρικος, μπαλωμένος, φτωχικός.

Ηύρε μια κλεντιασμένη μπατανία και την ήστρωνε του σκύλου.

Ηπερνούσαμε ζωή κλεντιασμένη.

Κλεντιασμένα ρούχα ηφορούσαμε στην προσφυγιά.

 

19) κοστιρώ, κοστουρώ, κουστουρώ, κοστουρίζω, κουστουρίζω, κοστέρνω, κοστώ (τουρκ. koşturmak, koşmak): καλπάζω, επιδράμω, επελαύνω, τρέχω πολύ γρήγορα, γιουστουρίζω. Εκοστιρίσανε τον κατήφορο.

Κουστούρα, βρε συ, ίσαμε το τσαρσί ν’ αβιζάρεις το μπουμπά σου!

Τα φουρκίσανε τα σκυλιά κ’ ηκοστιρίξανε καταπάνου μας.

Η καρότσα ηκόστερνε κατά ‘κεί μεριά.

Για πού κοστουράς έτσιδας διαστικιά, μωρ’ συ;

κοστίρι, κοστίδι, κοστούρι, κουστούρι (ουσ. και επίρ.): 1. τρέξιμο, τρεχάλα, καλπασμός, γιουστούρι. Μπαραμπαρίζεις στο κοστούρι με το Δημητρό;

Ηπήρανε κοστίδι κ’ ηχαθήκανε.

Τον ήβανε στο κουστούρι και τον ηάρπαξε απ’ το λαιμό.

2. Τροχάδην, ορμητικά, καλπάζοντας, με φόρα, φισέκι, τζιρίτι.

Κοστίρι να πας και νά ‘ρτεις.

κοστίρισμα, κοστίρημα, κοστούρισμα, κουστουρητό, κοστέρημα, το: τρεχάλα, καλπασμός, γιουστούρισμα. Μ’ ένα κουστουρητό ήφταξα στου Ίσαρη.

Αφ’ το πολύ κοστίρισμα ήπεσένε ξερή η αφοράδα ντως.

 

20) ίρτζι, ίρτσι, το (τουρκ. ırz): τιμή, υπόληψη, εντιμότητα, γόητρο, κύρος, νάμι, ναμούσι, ονόρε.

Δεν έχεις ίρτσι, μωρή αξετσίπωτη;

Ήχασε το ίρτζι του σογιού ντως με τσι μπομπές τση κόρης του.

Μην του ‘γγίξετε το ίρτζι, θα να σας χέσει, με το συμπάθιο!

ιρτζιμένος, ιρτζισμένος, -η, -ο: έντιμος, τίμιος, καλός, καθώς πρέπει.

Τσι ξέρομε τόσα χρόνια, είν’ αθρώποι ιρτζιμένοι και νοικοκύρηδοι. 

 

21) μπεζαχτάς, ο (ίσως από το τουρκ. bez tahta: πάγκος υφασμάτων): 1. πάγκος μαγαζιού με τα σύνεργα της δουλειάς και το συρτάρι των εισπράξεων, τεζιάκι. Δίπλα στην πόρτα του μαγαζού ήστεσε τον μπεζαχτά του.

Απάνου στον μπεζαχτά ημέτραε κ’ ήκοβγε τα πανικά.

2. Συνεκδ. ταμείο. Το νου σου στον μπεζαχτά και στα ρέστα!

Ηπήα στον μπεζαχτά να πλερώσω.

3. Μτφ. πλουτισμός, αποταμίευση.

Μόνε για τον μπεζαχτά γνοιάζεσαι.

 

22) μουστερής, μουστερίδισσα και μουστερίνα (τουρκ. müşteri): 1. πελάτης, -ισσα, αγοραστής, -τρια. Στο μαγατζί του πουλά ταζέδικα πράματα και πλακώνουνε αφ’ την πρωινιά οι μουστερήδες.

Ήκανε λωλάδες και γκεβεζελίκια με τσι μουστερίδισσες όποτες ηπερνούσε από το μαχαλά μας.

2. θαμώνας, υποψήφιος, -α. Έχεις και κόρην όμορφη, μα μουστερήδες δε γλέπω! Είναι μουστερής τσ’ εφορίας.

μουστεριλίκι, μουστερλίκι, το: πελατεία, αγοραστικό κοινό.

Ήχασε το μουστεριλίκι του με τα γινάτια και τα καμώματα που κάνει.

μουστερέκικος, μουστερέκικια, μουστερέκικο (τουρκ. müşterek): συνεταιρικός, μισιακός, κοινόχρηστος, ματζικός.

Μουστερέκικος ταρλάς, μουστερέκικια μαούνα, μουστερέκικο πηγάδι.

 

23) μουσμούνης, μουσμούνα και μουσμουνού, μουσμούνικο: γκρινιάρης, μουρμούρης, μεμψίμοιρος, μιζμίζης, γουρσούζης, ναλέτης (Ερ.).

 Μου ηκάρντισε τα μυαλά η μουσμούνα!

Πολύ μουσμούνικα ήβγανε τα παιδιά ντως.

μουσμουνεύ(γ)ω: γκρινιάζω, μουρμουρίζω, μεμψιμοιρώ (Ερ.).

Αδειάν ώρα μουσμουνεύει και δεν τήνε θέ’ κανείς πια.

μουσμουνιά, η: γκρίνια, μουρμούρα, μεμψιμοιρία, γρίνα, μιζμιζιά, ναλετιά, κλιαμούρα, γρουζουζιά.

 

24) μπάστακας, ο (τουρκ. baş: κεφαλή): 1. φύλακας, φρουρός. Τον ήβανε μπάστακα στ’ αμπέλι. Ηκουραδιάστηκε ‘δωνά χάμω σαν το μπάστακα και δεν ήλεε να φύει.

2. σε πολλά παιδικά παιχνίδια, μπάστακας ή μπας λέγεται ένα σταθερό σημείο (πέτρα, δέντρο, ντουβάρι κλπ.), από ή προς το οποίο οι παίκτες έριχναν δοκιμαστικές βολές με μπάλα, βώλο, καρύδι κλπ., κυρίως για να δουν ποιος θα παίξει πρώτος. Μπάστακας λέγεται επίσης ο κορυφαίος βώλος, τσαλάκι (αγκάθι) ή καρύδι. Αν τον χτυπούσες με το δικό σου βώλο, τα έπαιρνες όλα. Σε άλλα παιχνίδια (π.χ. κυνηγητό, στακαμάν) μπάστακας λέγεται ο ακίνητος παίκτης. Ρίχτω μια με το τσαλάκι και πηαίνω πρώτος πρώτος στο μπάστακα.

Όγοιος ηχτύπαε το μπάστακα με τη μάνα ήπαιρνε ούλα τ’ αποδέλοιπα αγκάθια.

3. μτφ. ακλόνητος, σταθερός, στάσιμος, αμετακίνητος.

Ήκατσε μπάστακας πάνω αφ’ την κεφαλή μου και με κοίταε καλά καλά σα χουχουμάβλα.

μπαστακώνω, -ομαι: καθηλώνω, -ομαι, ακινητοποιώ, σταθεροποιώ, -ούμαι, στρογγυλοκάθομαι, μπαστουρώνω.

Άμα δεν τόνε μπαστακώσω εγώ στο τραπέζι, δε κάται να διαβάσει.

Μπαστακώσου στην καρέγλα κι απαράτα τα σούρτα φέρτα!

Ημπαστακώθηκε μπροστά μπροστά, για να βλέπει μαθές.

Τον έχει μπαστακωμένο ο κύρης του, να του βουθά στο μαγαζί.

 

25) μπατάρω, μπατέρνω (τουρκ. batırmak): 1. ανατρέπω, αναποδογυρίζω, βουλιάζω, βυθίζω, -ομαι, φουντάρω, ναυαγώ, πικουπώ, μπρουμουτίζω. Ημπάταρε μια κουρίτα όξω αφ’ το λιμιώνα.

Έτσιδας που το φορτώσανε, θε’ να μπατάρει το καράβι.

Η βάρκα ντως είναι μπαταρισμένη στο μόλο.

2. Μεταγγίζω. Την ώρα που ημπάτερνε το λάδι στην άμουλα, του ήφυε ο ντενεκές και τα ‘καμε λίμπα.

μπατάρισμα, το: 1. ανατροπή, βύθιση. Μην παραφορτώνετε το καΐκι και ρεζιγάρετε το μπατάρισμα.

2. μετάγγιση. Έλα να μου βουθήσεις στο μπατάρισμα του κρασιού. 


και συνεκδ. τα αχθοφορικά έξοδα. Ητσούχτισε αφ’ το χαμαλίκι. Τως ήδωσα χίλια φράγκα για το χαμαλίκι. 2. μτφ. κάθε βαριά δουλειά, αγγαρεία. Πά’ να κάνω χαμαλίκι στση πεθεράς μου που ασπρίτζει. Χαμαλίκι τον ήφερνε τόσο δρόμο τον κουβά γιομάτο.

 

ΜΗΝΥΜΑ ΕΙΚΟΣΤΟ

 

Συνεχίζουμε την παράθεση ιδιωματικών ερυθραιώτικων και σμυρναίικων λέξεων και εκφράσεων. Ευχαριστώ για άλλη μια φορά την κυρία Στέλλα Χατζηφωτίου – Βογιατζή που πάντα μ’ εφοδιάζει με μπόλικα λογάκια τση Πατρίδας! Περιμένω κι από άλλους… Μη βαριέστε να μου στείλετε ό,τι θυμάστε από την παλιά μας γλώσσα.

    Αν θέλετε, μπορείτε να μας ζητάτε να σας εξηγήσουμε κάποιες ιδιωματικές λέξεις που θυμάστε, αλλά δεν γνωρίζετε την ακριβή σημασία τους. Επίσης μπορείτε να μας αποστείλετε ιδιωματικές σμυρναίικες ή ερυθραιώτικες λέξεις που γνωρίζετε εσείς. Αν δεν τις έχω ήδη καταγράψει, θα προστεθούν κι αυτές στο γλωσσάριο, για να το εμπλουτίσουν.


Θοδωρής Κοντάρας

17 Ιουλίου 2021

 

 

1) μπάστακας, ο (τουρκ. baş: κεφαλή): 1. φύλακας, φρουρός.

Τον ήβανε μπάστακα στ’ αμπέλι.

Ηκουραδιάστηκε ‘δωνά χάμω σαν το μπάστακα και δεν ήλεε να φύει.

2. σε πολλά παιδικά παιχνίδια, μπάστακας ή μπας λέγεται ένα σταθερό σημείο (πέτρα, δέντρο, ντουβάρι κλπ.), από ή προς το οποίο οι παίκτες έριχναν δοκιμαστικές βολές με μπάλα, βώλο, καρύδι κλπ., κυρίως για να δουν ποιος θα παίξει πρώτος. Μπάστακας λέγεται επίσης ο κορυφαίος βώλος, τσαλάκι (αγκάθι) ή καρύδι. Αν τον χτυπούσες με το δικό σου βώλο, τα έπαιρνες όλα. Σε άλλα παιχνίδια (π.χ. κυνηγητό, στακαμάν) μπάστακας λέγεται ο ακίνητος παίκτης.

Ρίχτω μια με το τσαλάκι και πηαίνω πρώτος πρώτος στο μπάστακα.

Όγοιος ηχτύπαε το μπάστακα με τη μάνα ήπαιρνε ούλα τ’ αποδέλοιπα αγκάθια. 3. μτφ. ακλόνητος, σταθερός, στάσιμος, αμετακίνητος. Ήκατσε μπάστακας πάνω αφ’ την κεφαλή μου και με κοίταε καλά καλά σα χουχουμάβλα.

 

μπαστακώνω, -ομαι: καθηλώνω, -ομαι, ακινητοποιώ, σταθεροποιώ, -ούμαι, στρογγυλοκάθομαι, μπαστουρώνω.

Άμα δεν τόνε μπαστακώσω εγώ στο τραπέζι, δε κάται να διαβάσει. Μπαστακώσου στην καρέγλα κι απαράτα τα σούρτα-φέρτα!

Ημπαστακώθηκε μπροστά μπροστά, για να βλέπει μαθές.

Τον έχει μπαστακωμένο ο κύρης του, να του βουθά στο μαγαζί.

 

2) μπαστίζω, μπαστώνω (τουρκ. bastırmak: καταπνίγω, καταβάλλω): συμπιέζω, καταγεμίζω, συσσωρεύω, πλημμυρίζω, ξεχειλίζω, στουμπανίζω, μπαντακιάζω, γκιολιάζω, πατικώνω.

Μπαστίσετε μια μπούρδα με ρούχα και φύετε γλήορα!

Σαν ημπαστίσανε τα γκιόλια τ’ Αλατσάτου, ηγεννήθηκένε ο μπουμπάς μου.

Να το μπαστώσεις καλά στο νου σου, δε ‘α πας πούβετις!

Μη τα μπαστώνεις τα ρούχα σα να ‘ναι ρουβέλια, μωρ’ συ!

μπάστισμα, μπάστωμα, το: πληρότητα, συμπίεση, πατίκωμα, στούμπωμα, πλημμύρα, ξεχείλισμα, στουμπάνισμα.

Με τα μπαστίσματα του ποταμού, ήγλεπες τ’ αστάχια κ’ ηγενούσανε δυο μπόγια. Πού να σταθώ στο λεφορείο με τέτοιο μπάστωμα;

Το χώμα ‘δωνά θέλει πρώτα καλό μπάστισμα κι απέ ρίχτετε το τσουμέν-το.

 

3) μπαταξής, μπανταξής, μπατακτσής, μπαταχτσής, μπαταξού (τ. batakçı): κακοπληρωτής, χρεώστης, απατεώνας, κακοβερετζής, μπινταβατζής.

μπαταξιλίκι, μπανταξιλίκι, το: η ιδιότητα του μπαταξή.

μπαταξομάνα, μπανταξομάνα, η: μέγας κακοπληρωτής.

Ήμπλεξε μ’ αυτή την μπανταξομάνα και του ήφαε τσι παράδες.

 

4) μποσαντίζω, μποζαντίζω, μποσικάρω, μποσκάρω, μποσκέρνω, ξεμποσαντίζω, ξεμποσ(ι)κάρω, ξεμποσκέρνω (τουρκ. boşanmak: απελευθερώνομαι): 1. χαλαρώνω, ξεσφίγγω, λασκάρω, μαϊνέρνω, ξεπουρτίζω. Μποσάντισε τα τα σκοινιά, να μη λάχει και κοπούνε απ’ τα βάρητα.

Βάρντα μη μποσκάρει η αλυσίδα!

Ξεμποσάντισα τα λουράκια, γιατί με στενεύανε τα παπούτσα μου.

2. μτφ. εξευμενίζω, καταπραΰνω, μαλακώνω. Ηξάνοιε να μποσικάρει τον κύρη του. Μίλα τσης και του λόου σου, μπας και μποζαντίσει η θυμωσά τσης.

 

μπόσικος, μπόσκος, -ια, -ο (τουρκ. boş): χαλαρός, διάκενος, επισφαλής, υποχωρητικός, ενδοτικός, ευρύχωρος, αμολαρτός.

Έκφραση τραβώ τα μπόσ(ι)κα: ζορίζω, πιέζω.

Το νου σου στο σκοινί, να ‘ναι μπόσικο, μην πνιγεί το ζο.

Την ηύρε μπόσικια τη μάνα του και τήνε κάμει ό,τι θέ’.

Μην το ζορίζεις το παιδί, άφες το και κομμάτι μπόσκο.

Ηβρέθηκα μπόσικος και του τα ‘πα ούλα.

Βρε συ, τράβα τση και κομμάτι τα μπόσκα, να δει τη γλύκα, η υπνοφαού!

 

5) μποξάς, μποχτσάς, ο και μποξάδι, το (τουρκ. bohça): 1. επινώτιο, τετράγωνο ύφασμα διαφόρων ειδών για γυναικείο στολισμό και για το περιτύλιγμα δώρων ή πολύτιμων ειδών.

2. δέμα με ρούχα.

3. αρνίσια μπόλια παραγιομιστή με τζιεράκια, μυρουδικά και ρύζι, ντάρμπι.

4. τσουβάλι ελαιοτριβείου.

μποξαδάκι, μποξάδι, το: εσάρπα, σάλι, πλεκτό κυρίως, για μεγάλες γυναίκες, ποσάκι.

μποξαλίκι, μποχτσαλίκι, το: μπόγος, δέμα φτιαγμένο με μποξά. Τα καλύτερα μποξαλίκια ήταν με μεταξωτό μποξά και περιείχαν δώρα για γάμους κι αρραβώνες.

μποξαλίκια, μποχτσαλίκια, τα: δώρα της νύφης προς τους συγγενείς της. Γενικώς τα γαμήλια δώρα, ριξίδια.

 

αλλά μποξής, ο (τουρκ. bok: σκατό): μαγαρισμένος, μιαρός, μολεμένος. Σκωπτικά ο Αρμένης.

 

6) μπουλαντίζω, -ομαι (τουρκ. bulandırmak: θολώνω): ζαλίζω, -ομαι.

Μτφ. αρωματίζω, -ομαι, γεμίζω με μυρωδιά, νταλώνω.

Το γιασεμί σου ημπουλάντισε τη γειτονιά.

Ίχι, μωρ’ σεις, ποια μαειρεύγει σαρμάδες κ’ ημπουλαντίστηκε ο ντουνιάς;

Για πού το ‘βαλες, μπουλαντισμένος και ‘μορφοντυμένος;

μπουλάντισμα, το: ζαλάδα κυρίως από ευχάριστες μυρωδιές, ντάλωμα.

Ήμπε μέσα και τον ήπιασε το μπουλάντισμα από το σουρά που ‘ψενα.

 

7) μπουνταλάς, μπουνταλού, μπουνταλούδικο και μπουνταλαμάς, ο (τουρκ. budala): ηλίθιος, κουτός, αφελής, βραδύνους, αργόστροφος, βλάκας, αποβλακωμένος, αργοξύπνητος, βούδακας, στραβόβουδο, κουτούκος, αβανάκης, χαϊβάνι.

Του τό ‘πα ‘κατό φορές, μα δε σουντά τίποτις, ο μπουνταλάς!

Βρε μπουνταλαμά, πού τα ‘χεις πάλε τα μυαλά σου;

μπουνταλοσύνη, η: ηλιθιότητα, βραδύνοια, αφέλεια, βλακεία.

Ηταιριάξανε στην μπουνταλοσύνη κι οι δυο ντως.

Αφ’ τη μπουνταλοσύνη τσης δεν ηθυμούντανε πού τό ‘χενε βαλμένο το τσαν-τάκι τσης.

μπουνταλοφέρνω: φέρομαι σαν μπουνταλάς, χαζοφέρνω, αποβλακώνομαι.

Η κόρη του θαρρώ πως μπουνταλοφέρνει κομμάτι.

 

8) μπούρδα, μπουρδιά, μπούρντια, η (βυζ. μπούρδα): τσουβάλι, μεγάλο σακί για εμπορεύματα (ζαχαρόμπουρδα, καρβουνόμπουρδα, αλευρόμπουρδα κλπ.), χαράρι, σακούλα.

μπούρδας, μπούρδα, μπούρδικο: 1. χοντρός, παχύσαρκος, υπέρβαρος, τουλούμπα.

Ήρκε πάλι κείνο το μπούρδικο τση καρσινής κι εζήτειε γλεγουδάκια να φά’.

2. ανόητος, σαχλός, ζεβζέκης.

Μας ηπήρε τα μυαλά ο μπούρδας ο γαμπρός σου!

 

9) μπουρέκι, το (τουρκ. börek): 1. στριφτή πίτα γλυκιά ή αρμυρή, παρασκευασμένη με χορταρικά ή ρύζι ή τυρί ή κολοκύθα (Ερ. – Σμ.).

2. χορτόπιτα, σπανακόπιτα (Αν. Ερ.).

3. γλυκό ρυζομπούρεκο ή κολοκυθομπούρεκο (Αλ.).

μπουρέκι του διάνου, το: προσφιλές χριστουγεννιάτικο έδεσμα της Σμύρνης, που γινόταν με το ζουμί του διάνου, κρεμμύδια, αβγά και τυρί.

μπουρεκόχορτα, τα: αρωματικά χόρτα (καυκαλήθρες, μερόνια, λαλαδιές, κουτσουνάδες, λαπάθες, αφτάκια, αμελόχες, ξινήθρες κλπ),  μυρουδικά. Ήταν ιδανικά για μπουρέκια, πίτες, γκιοζλεμέδες, κιοφτέδες, τσακλαμάδες, φρικασέ κλπ. (Σμ.).

μπουρεξής, ο (τουρκ. börekçi): παρασκευαστής μπουρεκιών, φούρναρης, κουλουράς.

μπουρεξίδικο, το: φούρνος.

μπουρεξίδικος, -ια, -ο: αγορασμένος ή παρασκευασμένος σε φούρνο. Μπουρεξίδικια πίτα, μπουρεξίδικο κατιμεράκι.

 

10) τσουρούτι, τσουρούκι, σουρούκι, σουρούτι, το (τουρκ. çürük: σαθρός): υπόλειμμα κατεστραμμένο, απομεινάρι, ατελές, ελλιπές ή κακοφτιαγμένο αντικείμενο (ιδίως ρούχο στενό ή κοντό), ποδιαλεούδι, αποσουρούτι, ρουβέλι, ξίκι, τζάντζαλα.

Με τούτα τα τσουρούκια που μου ‘φερες, τίλος κουρελού να σου φάνω; Τσουρούτι σου την ήραψε τη φούστα η μοδίστρα.

τσουρουτεύω, τσουρουτώ, τσουρουκεύω, σουρουκεύγω, σουρουτεύγω: καταστρέφω από άγνοια ή από τσιγκουνιά, χαλώ, κουσουρεύω.

Δεν ηξέρει από κλάδος και τα σουρουτεύγει τα δέντρα.

Αυτός ο μπαρμπέρης δεν μπαρμπερίζει, μόνου τσουρουτά τσι κεφαλές!

Πήε κ’ ηψούνισε κάτι σουρουκεμένα, θεόστραβα κανάτια για το παναθύρι του νταμακιού.

τσουρουτιά, τσουρουκιά, σουρουκιά, σουρουτιά, η: ανώφελη οικονομία, τσιγκουνιά, φειδώ.

Με τσι τσουρουτιές σου ηχάλασες το πανί και δε φελά για μπλούζα.

τσουρούτικα, τσουρούκικα, σουρούκικα, σουρούτικα (επίρ.): ελαττωματικά, ελλιπώς, ξίκικα.

Άμα κόβγει τσουρούκικα ο αμπατζής, τα βρακιά είναι για τσ’ απόκριες.

τσουρούτικος, τσουρούκικος, σουρούκικος, σουρούτικος, -ια, -ο: ελαττωματικός, ελλιπής, μειονεκτικός, ατελής, κακοφτιαγμένος, στενός, κοντός, μισοχαλασμένος, ξίκικος, στρόπιος.

Τσουρούτικος αραμπάς, τσουρούκικια μαντίλα, τσουρούτικες χέρες, τσουρούτικο τσακί, σουρούκικο σουβάντισμα.

 

11) ταρταλιάζω (ιταλ. tagliare): 1. τεμαχίζω, λιανίζω, κομματιάζω, διαμελίζω, ξεμερντίζω, παρτσαλαντίζω.

Μ’ ένα μπαλταδάκι ηταρτάλιαζε το κριάσι.

2. μτφ. καταστρέφω, διαλύω, ξεμασκαλίζω.

Μου ταρταλιάσανε το σπίτι, τ’ αναλέτικα, με τα καμώματά τως!

τάρταλο, το (ίσως από το ιταλ. taglio: κόψιμο): τεμάχιο, κομμάτι, παρτσάς. Οι εσκιτζήδες ηματζεύανε ρουβέλια και τάρταλα κι ό,τι σαβούρα ήθελες.

Έκφραση ηγένηκα τάρταλο: κατακουράστηκα.

 

12) τάχατες, τάχατις, τάχας, τάχαμ(ου) (επίρ.): τάχα, δήθεν, σούζντε, σάμπως. Ήλεε τάχατις ότι δεν το ‘ξερε.

Άντε βρε πεζεβένγκη, που κάνεις τάχαμου πως δε θες!

Μου ‘πε τάχας πως θε’ να πάνε στην Αθήνα.

Τάχατες ηρεούντασαι να φας αμανίτες ποτές;

Ηκαμωνούντανε τάχαμου την ανήξερη, η σκρόφα!

 

13) τουλούμπα, ντουλούμπα, η (τουρκ. tulumba): 1. αντλία, ειδικά η πυροσβεστική.

2. είδος σιροπιαστού γλυκού.

3. μτφ. παχύσαρκος, χοντρός, μπούρδας.

τουλουμπατζής, τουλούμπατζης, ντουλουμπατζής, ο (τουρκ. tulumbacı):

1. πυροσβέστης, ντρουμπατζής, κουλετζής. 2. παρασκευαστής τουλούμπας.

 

14) ταζέδικος, ταζέτικος, -ια, -ο (τουρκ. taze: φρέσκος): φρέσκος, νωπός, λαχταριστός. Είχενε στο παζάρι κάτι μπαντζάρια ταζέδικα, του λιμπισμάτου! Βάντε τ’ αλογάτου νερό ταζέτικο.

ταζέ-ταζέ (επίρ.): ολόφρεσκος, φρέσκος φρέσκος, της ώρας, σημερνός.

Φάε, Χρουσουλιώ μου, κάνα κατιμεράκι, που ‘ναι ταζέ-ταζέ.

 

15) χάσικο, το: 1. καθαρό σταρένιο αλεύρι. Βάλε μπόλικο χάσικο και κομμάτι καλαμποκένιο αλεύρι κι απέ να ζυμώσεις ωραία καρβελάκια.

2. συνεκδ. άσπρο αγοραστό ψωμί. Ητρώανε μόνε χάσικο στο σπίτι ντως.

χάσικος, -ια, -ο (τουρκ. has): γνήσιος, εκλεκτός, ανόθευτος, καθαρός, αγνός, βέρος, χαλίσικος, άδολος, χελαλίσος. Χάσικος βούτουρας, Σμυρνιός χάσικος, χάσικα σπιτίσα μακαρόνια, κλιθάρι χάσικο.

 

16) τουλούπα, η (αρχ. ελλ. τολύπη): τούφα μαλλιού ή βαμβακιού για επεξεργασία. Ήξανε δέκα τουλούπες μαλλί.

τουλουπάνι, τουλπάνι, τουρπάνι, το (τουρκ. tülbent): 1. αραιοφαμένο πανί (Ερ. – Σμ.). Το κούμαρο, για να το κάμεις γλυκό, πρώτα το βράζεις καλά καλά κι απέ το περνάς αφ’ το τουρπάνι.

2. τσεμπέρι, σταμπωτό γυναικείο μαντήλι (Σμ.).

Η νενέ μου, προτού ζυμώσει, ησυμμάτζευε τα μαλλιά τση μ’ ένα τουλπάνι.

3. γυναικείο κεφαλομάντηλο διαφόρων τύπων (σταμπωτό, μονόχρωμο, πολυτελές, κεντητό κλπ), καλό ή πρόχειρο, καλεμκερί, μαντίλα (Δυτ. Ερ.).

Τα κοριτσάκια τη Λαμπρή ηφορούσανε κόκκινα τουλουπανάκια.

4. μτφ. συμβία, σύζυγος, γυναίκα.

Έκφραση άλλο τουλουπάνι δε βάνω στο προσκεφάλι μου: δεν παντρεύομαι άλλη γυναίκα (Αλ.).

τουλουπανιάζω, τουρπανιάζω: βάζω τυρί σε τουλπάνι, για να στραγγίσει.

 

17) χαμάλης, ο (τουρκ. hamal): αχθοφόρος, μεταφορέας.

χαμαλιάτικα, τα: αχθοφορικά έξοδα, μεταφορικά, κόμιστρα.

Πόσα πλέρωσες χαμαλιάτικα στον ταξιτζή;

Χαμάλικα, τα: οβραίικη γειτονιά της Σμύρνης.

χαμαλίκα, η: ειδικό μαξιλάρι για την πλάτη των χαμάληδων, μιντερένιο σαμάρι με δυο θεγιές, για να περνούν τα χέρια του ανθρώπου.

χαμαλίκι, το (τουρκ. hamalık): 1. αχθοφορία και συνεκδ. τα αχθοφορικά έξοδα. Ητσούχτισε αφ’ το χαμαλίκι. Τως ήδωσα χίλια φράγκα για το χαμαλίκι. 2. μτφ. κάθε βαριά δουλειά, αγγαρεία. Πά’ να κάνω χαμαλίκι στση πεθεράς μου που ασπρίτζει. Χαμαλίκι τον ήφερνε τόσο δρόμο τον κουβά γιομάτο.

 

18) ταχινή, την και ταχύ, ταχινό, το (επίρ.): πολύ πρωί, ξημερώματα, χαράματα, σύνταχα, σύναυγα, με την άρμπα, από χαραής.

Μού ‘ρκε απ’ το ταχύ για καφέ. Εσηκώθη το ταχινό να πά’ στην Αθήνα.

Την ταχινή ρίχτει δροσιά κι αποβραδίς αγιάζι.

Πού πάτε, μωρ’ σεις, το ταχύ ταχύ;

Αφ’ το ταχύ με τυραννείς, βρε αξελέστατε!

Μελιώτικο ρητό: ταχινό εις τη δουλειά σου και νωρίς εις τον οντά σου.

ταχινός, -ή, -ό: πρωινός. Δεν ήπινε ταχινό καφέ.

Η ταχινή δουλειά βγοδώνει πια καλά. Ώρα για το ταχινό ψωμί.

ταχινεύ(γ)ει: ανατέλλει ο ήλιος (Δυτ. Ερ.).

‘Εν είχενε ακόμα ταχινέψει κι ευτός ηπήρε τις δρόμοι.

 

19) χεϊμπές, χεμπές, χιμπές, χιιμπές, ο και χεμπεδάκι, χιμπεδάκι, το (τουρκ. heybe): 1. μάλλινο δισάκι για τα υποζύγια, είδος διπλού ντουρβά.

Ύφαινε κάτι χεϊμπέδες κολοράτοι, να τσι θαμάζεις!

Ήριξε το μωρό μέσ’ στο χιμπεδάκι τσης.

2. μτφ. η καμπούρα. Απ’ τα γερατειά ήκαμε χεμπέ σαν τση ντεβέδας.

 

20) τα(ν)γκαλάκι, νταγκαλάκι, το (τουρκ. dangalak: απερίσκεπτος, ανισόρροπος): 1. Τούρκος αντάρτης, συμμορίτης, τσέτης.

Τα νταγκαλάκια ησφάξανε τον κόσμο στην Πατρίδα.

2. μτφ. ανυπότακτος, ψευτοπαλικαράς, κάθαρμα.

Κάτσε καλά, βρε τανγκαλάκι, για’ θα σε τσαμαδιάσω!

τά(ν)γκαλος, ντάγκαλος, ο: μεγάλος μαύρος σκαραβαίος, μπάμπουρας, μαυρομαμούνα (Ερ.).

 

21) ταμπάκης, νταμπάκης, ο (τουρκ. tabak): βυρσοδέψης.

ταμπάκικο, νταμπάκικο, το: 1. βυρσοδεψείο (Ερ. – Σμ.).

2. είδος καθημερινού αντρικού σώβρακου (Βουρλά).

ταμπάκος, νταμπάκος, ο: καπνός για τσιγάρο ή ναργιλέ.

 

22) χαμούρι, το (τουρκ. hamur):1. ζύμη. 2. λάσπη για χτίσιμο, τσαμούρι.

3. πολτός ελιάς για σύνθλιψη στο λιοτρίβι.

χαμουρκιάρης, ο (τουρκ. hamurkâr): ο ζυμωτής σε φούρνο, τεχνίτης αρτοποιείου (Σμ.).

χαμουρσούζια, τα: τα άζυμα των Εβραίων.  

 

23) ντελβές, ντερβές, ο (τουρκ. telve): 1. ίζημα, κυρίως το κατακάθι του καφέ, καταπάτι. 2. μτφ. ασήμαντος, τιποτένιος, ανάξιος άνθρωπος, μέκι. Ηκουνούστιζε ούλο μ’ εκείνονα τον ντελβέ κι ηπήρε τα χούγια του.

 

24) ντεμπέλης, -α, -ικο (τουρκ. tembel): τεμπέλης, -α, -ικο (Σμ. – Αν. Ερ.). Ήκανε γιο ντεμπέλη. Σήκω, μωρή ντεμπέλα, κι έχομε τόσες δουλειές!

Πολύ ντεμπέλικο το παραγιουδάκι σας.

ντεμπελχανάς, τεμπελχανάς, ο και ντεμπελχανού, τεμπελχανού, η: άεργος, νωθρότατος, οκνηρότατος, αρχιτεμπέλης, αχμάκης (Σμ. – Ερ.).

 

25) νόβιτα, νοβιτά, νόβα, η (ιταλ. novità, nuova): νέο, είδηση, χαμπάρι, μουστουλούκια, μουζντές (Σμ.).

Τι νόβιτες μας ήφερες απ’ την Αθήνα; Για νόβα το ‘χεις και μας το λες;

Αυτή δα ήξερε ούλες τσι νόβιτες του ντουνιά.

Ένα χρόνο είχαμε να πάρομε νοβιτά του.

νοβιτά, η (ιταλ. novità): καινοτομία (Σμ.).

Αυτός ήφερε μια νοβιτά στσι φάμπρικες τση Σμύρνης.