Οι αγιασμοί



    Ο αγιασμός είναι ένα πανάρχαιο έθιμο εστίας, ένας ειδωλολατρικός τρόπος εξαγνισμού που πέρασε στο Χριστιανισμό κι απόκτησε νέο νόημα. Μαζί με τα φώτα και την άσβεστη πυρά, που χρησιμοποιούνται πολύ κατά τα Δωδεκάμερα, διώχνει τα ενοχλητικά πνεύματα και κάθε μίασμα και κάνει τα πάντα νέα, ευλογημένα κι καθαγιασμένα από το Θεό.

    Στη μικρασιατική Ερυθραία, η πρωτάγιαση, δηλαδή ο πρώτος αγιασμός της νέας χρονιάς, γίνεται στα Μισόφωτα, μέσα σε κλίμα αυστηρότατης νηστείας με ανήλαδα φαγιά. Τότε οι ιερείς ευλογούν τον λεγόμενο  μικρό αγιασμό. Ανήμερα τα Λόφωτα, οι Ερυθραιώτες έπαιρναν το μεγάλο αγιασμό και πρόσε­χαν να μη χυθεί ούτε σταγόνα, γιατί τον θεω­ρούσαν μισή κοινωνιά. Τούτος ο αγιασμός μεταφέρεται από την εκκλησιά στο σπίτι μέσα σε πολυτελείς άμουλες (φιάλες), νεμπότες (κανάτια) και κρουσταλλένιες για ασημένιες αγιασμόκουπες. Τα δοχεία αυτά τα είχαν αποκλειστικά γι’ αυτή τη χρήση και δεν έβαζαν ποτέ κανένα άλλο υγρό.

    Στο Σιβρισάρι, στο Βουρλά με τα χωριά τους (Αψηλή, Κιλιζμάνι, Ντεμερτζιλιά, Γκιούλμπαξες, Γιατζιλάρι κ.ά.) και σε άλλα ερυθραιώτικα χωριά, με το μικρό αγιασμό άγιαζαν όχι μόνο μαγαζά κι αργαστήρια, μα και τ’ αμπέλια, τα ζώα, τσι κουλάδες (αγροικίες), τα ντάμια (αποθήκες) και τα χτήματα, για να ‘χουν οληχρονίς μπερεκέτι και μαξούλια πολλά, ενώ ανήμερα των Φώτων, με το μεγάλο αγιασμό, άγιαζαν τα σπίτια και τον ξόδευαν γρήγορα, γιατί τον έπιναν όσοι δεν είχαν κοινωνήσει, αφού ήταν μισή κοινωνιά.

        Οι ναυτικοί στην περιφέρεια του Τσεσμέ έβαζαν αμουλάκια (φιαλίδια) με το μεάλο αγιασμό στα καράβια τους, να τον έχουν σε περίπτωση τρικυμίας. Τότε τον έριχναν στην αγριεμένη θάλασσα, κι ευτή, ηλέανε, ώχονους (αμέσως) ηκάλμερνε κι ημπονάτσαρε (ησύχαζε και γαλήνευε). 

    Οι Αλατσατιανοί, οι πιο θεοσεβούμενοι απ’ όλους τους Ερυθραιώτες, έπιναν αγιασμό συστηματικά, ν’ αγιάσουν σώμα και ψυχή. Τον φυλούσαν στις παναγιές (‘κονίσματα), δεν ημούχλιαζε ποτές, τον είχαν για φάρμακο και βασικό αγιωτικό για θεραπείες ασθενειών, γητειές, ξόρκια, αμασκάματα (βασκανίες), λουχουνιές (λοχείες) κλπ.

   Στο καραμπουρνιώτικο κεφαλοχώρι Μελί, με το μεάλο αγιασμό άγιαζαν σπίτι, αυλή, στάβλους, στάνες, δέντρα και χωράφια, για να ‘χουν την ευλογία και την προστασία του Θεού. Τον κρατούσαν επίσης όλο το χρόνο στο ‘κονοστάσι ως αντίδοτο κατά της βασκανίας κι ως φάρμακο για κάθε κακό.

    Μετά τον αγιασμό του σύμπαντος κόσμου, ο φόβος των ανθρώπων για το κακό συναπάντημα (που φορείς του είναι οι κάρκοι ή καρκάντζαροι στην Ερυθραία), εξαφανίζεται και τα πάντα, με του Θεού τη Χάρη, εξομαλύνονται, γλυκαίνουν, μερώνουν κι αθρωπεύουνε.