Οι καρκάντζαροι


    Παλιά, τις μέρες του Δωδεκάμερου τις ζούσαν με το φόβο των κακών πνευμάτων που ενσαρκώνονται κυρίως στη μορφή των καλκαντζάρων, οι οποίοι από τους Ερυθραιώτες ονομάζονται επίσης κάρκοι, κωλοβελόνηδοι, νυχοπόδαροι, καταχανάδες, οξαποδίτες, ξωτάρια ή τσιλικροτά. Ήταν πολύ ισχυρή η πίστη στην ύπαρξή τους και άφθονες οι δοξασίες γύρω απ’ αυτά τα δαιμονικά όντα, που τα φαντάζονταν κοντά, μαύρα, βρομερά και κακοβέσουλα (δύστροπα), κακομούτσουνα κι αξελέστατα (ακατάστατα), με άγρια νύχια, ουρά και γατίσια μάτια. Αυτά τα μικρά, κατσιποδιάρικα, αχαμνά και γουρσούζικα πλάσματα της λαϊκής φαντασίας εμφανίζονταν τη νύχτα των Χριστουγέννων και τυραγνούν κάθε βράδυ τους ανθρώπους ως την παραμονή των Φώτων, οπότε ηγενούσανε ανέφαντα (άφαντα) με τσι αγιασμοί.

    Επί δώδεκα νύχτες, ανεσκαρδώνουν (αναρριχώνται) τσι τσιμινιέρες και τσι φλουγάροι (καμινάδες) και μπαίνουν κάρπα κάρπα (λαθραία) στα σπίτια, κατουρούν και μαγαρίζουν όπου βρουν, μολεύγουν στο μομέντο (λεπτό) τα τρόφιμα, προκαλώντας ανεπανόρθωτα ζαράρια (ζημιές) και χαταλίκια (βλάβες). Άμα τως έρκει το ράστι (σύμπτωση), κάθουνται ακόμας και στα λίγκια (ώμους) των αθρώπω και τσι σκεντζεύουνε (τυραννούν)!

    Για την απομάκρυνση του φόβου και την αποτροπή του κακού γενικώς, ο λαός διαθέτει σωρεία εθιμικών συμβολικών πράξεων και συνηθειών. Σύμφωνα με τη λαϊκή πίστη, αγιασμοί, πρασινάδες, σκόρδα και κρομμύδες, φώτα και τζάκια ξορκίζουν το κακό, αναγεννούν συμβολικά, φέρνουν γεροσύνη (υγεία) και χαρά, οδηγούν από το σκότος του χειμώνα στο φως της άνοιξης, στη ζωή.

    Οι Ερυθραιώτες, για ν’ αποφύγουν τα τσιλικροτά και να ‘πομείνει το σπίτι αμουρντάρευτο κι αμούρκιστο (χαρούμενο), έβαζαν πίσω από τις πόρτες ή στις παραστιές (τζάκια) παλιά δίχτυα και μαβιές κλωστές με κόμπους και σταυρώματα, όπου οι οξαποδίτες, καθώς μετρούσαν τους κόμπους, μπερδεύονταν κι έτσιδα τσ’ ήβρισκε η ταχινή (αυγή), οπότε, με του πετεινού το λάλημα, ηγιαγέρνανε (ξαναγύριζαν) στα καταχώνια (κρυψώνες) και στα γιατάκια (κλίνες) ντως, χωρίς να βλάψουν το σπίτι.

    Στα Βουρλά άφηναν έξω από το σπίτι ένα πιάτο με λουκουμάδες του πετιμεζού, για να τσι φάνε οι καρκάντζαροι και να μη μαγαρίσουνε τα άλλα γλυκά του σπιτιού.

    Επίσης τους κάρκους αποτρέπουν τα πέταλα και τα σκόρδα στις εξώπορτες και κυρίως η φωτιά που άφτει στη στια (εστία) ουλημερνίς κι ουλονυχτίς, απαραιτήτως με πριναρόξυλα και λίτικα κουτούκια (κούτσουρα ελιάς), βαλμένα μάξους (επίτηδες) σταυρωτά. Επειδή το σβησμένο τζάκι πίστευαν ότι το κατούρησαν οι νυχοπόδαροι, η άσβηστη φλόγα, που καύει κι αλαμπουρίζει (λαμπυρίζει) στη στια μέρα νύχτα, έχει αρχαιότατους συμβολισμούς. Εκτός της προστασίας κατά των ξωτικών, ενισχύει την οικογενειακή ασφάλεια και τη θαλπωρή μέσα στο καταχείμωνο, δίνει διαρκώς το φως στο σπίτι (ας μην ξεχνούμε πως τότε είναι οι πιο βαθιές νύχτες του χειμώνα) και συμβολίζει τη λάμψη του Χριστιανισμού.

   Στη διάρκεια του Δωδεκάμερου, Σιβρισαριανοί και Βουρλιώτες, όπως και στα δρίματα τ’ Αγούστου (τις έξι πρώτες μέρες), δεν ήστεναν μπουγάδα, για να μην τρυπήσουν τα ρούχα, κι απέφευγαν το λούσιμο, μη λάχει και ψειριάσει η κεφαλή τους. Αν ήταν ανάγκη να λουστούν, τότε έβαζαν στο νερό ένα καρφί, για να καρφώσουν το κακό. Επίσης όλοι οι Ερυθραιώτες θεωρούσαν καταραμένα, επαρμένα (προσβεβλημένα) αφ’ τα ξωτάρια, άβια (άτυχα) ή ότι θε’ να γενούνε για βουρβουλάκοι (βρυκόλακες) για καρκάντζαροι όσα παιδιά γεννιούνται τη νύχτα των Χριστουγέννων, γιατίς ηπιάστηκε το γκάστρι τους τη νύχτα του Βγαγγελισμού, δηλαδή η σύλληψή τους ήταν αμαρτωλή, επειδή έγινε σε γιορτινή μέρα, που οι γονείς δεν επιτρέπεται να έρθουν σε ερωτική συνεύρεση. Οι άνθρωποι πρόσεχαν πολύ τα παιδιά που γεννιούνταν κατά τις γιορτάδες, δένοντάς τους στο χέρι μια μαβιά κλωστή, να μην τα κουσουρέψουν (βλάψουν) οι κωλοβελόνηδοι και έκρυβαν ρούχα, φαγιά ή εργόχειρα, μην τα κατουρήσουν τα ξωτάρια και τα γουρσουζέψουν.

    Σε παλιότερες εποχές, τότε που ήταν συνήθεις οι επιδημίες, όπως η σκουρδούλα (πανούκλα), η χολέρα, οι ζαχαρένιες ή γλυκές (ευλογιά), η ψειραρρώστια (εξανθηματικός τύφος), ο δευτερίτης (διφθερίτιδα) κ.ά., οι νοικοκεράδες έφτιαχναν την παραμονή των Χριστουγέννων λαλαγγίτες (τηγανίτες) και λουκουμάδες και τις άφηναν στα κατέφλια τω σπιτιώ ή στα τρίστρατα, στα ντουρσέκια και στα καντούνια (γωνίες) των καλντεριμιών, για να καλοπιάσουν και να ξορκίσουν κάθε κακό. Γενική ήταν στους Ερυθραιώτες η λαϊκή πίστη ότι οι ατσιγγάνες και οι κατσιβέλες είναι η προσωποποίηση των ασθενειών αυτών, γι’ αυτό και οι Τουρκογύφτισσες φρόντιζαν να εμφανίζονται τότε κατά κόρον στους ρωμιομαχαλάδες και στα χριστιανικά χωριά και να… εξαφανίζουν τα γλυκά καλοπιάσματα.

  Μετά τ’ Άη-Στεφάνου ως την παραμονή τ’ Άη-Βασιλειού, είχαμε μικροσυγυρίσματα κι άρχιζαν οι μπελαλίδικες ετοιμασίες των άφθονων αηβασιλιάτικων γλυκών και φαγητών. Οι νοικοκιουράδες αξαμώνανε (υπολόγιζαν) να σάξουν πολλά από ‘φτά, νταβάδες κι αλαμαρίνες αλάκερες, και να τα διαμοιράσουν για το καλό.  (συνεχίζεται)