Ο Άη-Βασίλης (τα κάλαντρα)

Ο Άη-Βασίλης (τα κάλαντρα)

    Στην Ερυθραία τον Άη-Βασίλη τον έψαλλαν τα παιδιά αποσπερίς, δηλαδή το βράδυ της παραμονής. Τα ίδια κάλαντα τραγουδούσαν, όπως είπαμε, τις δυο επόμενες ημέρες και οι μεγάλοι στα βίζιτα. Παντού εκαλάντριζαν χτυπώντας ρυθμικά τα σημαντράκια (τρίγωνα) ή τα τουμπελεκάκια τους και βαστούσαν βενέτικα (χαρτοφάναρα) και καλαθάκια για τ’ απλοχερίσματα. Αυτή τη μέρα όμως κρατούσαν όχι πια τις χαρτένιες εκκλησίτσες των Χριστουγέννων, αλλά αυτοσχέδια παποράκια, χάρτινα ή ντενεκεδένια, αρματωμένα με τα ούλα ντως (στολισμένα με πολύχρωμα φουντάκια, μικρά φαναράκια, παντιερίτσες). Στα Βουρλά, εκτός των καραβιών, κρατούσαν και αριστοτεχνικά τρυπημένες αλαούτες (νεροκολοκύθες) με περίτεχνα σχέδια, που φωτίζονταν εσωτερικώς με κεράκι.

    Η προσμονή των μικρών καλαντράδων ήταν έντονη σε κάθε σπίτι. Όλοι το ‘χαν για καλό να τους λένε τα κάλαντρα έναν γκερεμέ (συνεχώς). Το σημερινό απαράδεκτο κι αντιπαιδαγωγικό «μας τά ‘παν άλλοι» δεν ακουγόταν ποτέ παλιότερα, όσο κουραστική κι αν ήταν η επανάληψη. Τ’ απλοχερίσματα για τα παιδιά περιλάμβαναν, όπως πάντα, καρπούς, γλυκά, λιγούδια (λιχουδιές) και μετελλίκια (κέρματα), καθώς και πληθώρα ευχών, που έβγαιναν μέσα από την καρδιά των λαϊκών ανθρώπων.

    Ο δικός μας Άη-Βασίλης είναι ένας μελαχρινός σαραντάρης Μικρασιάτης, ντυμένος με το τριμμένο μαύρο ράσο του ασκητή, λιπόσαρκος από τη νηστεία, μια τέλεια πνευματική μορφή γεμάτη ύψιστη φιλανθρωπία, που δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με το χοντρομπαλούδικο κοκκινοφορεμένο γεροντάκι της κατανάλωσης και του εμπορίου, τον καρναβαλικό Σάντα Κλάους της Βόρειας Ευρώπης. Ο δικός μας δεν μπαίνει στα σπίτια από τις καμινάδες, σαν το ξωτικό, ούτε τρέχει στους πάγους της Αρκτικής, σαν Λάπωνας με τους ταράνδους του, ούτε δέχεται, σαν πλούσιος Αμερικάνος θείος, τα γράμματα των παιδιών κι αφήνει δώρα σε κάλτσες κι έλατα.

    Είναι ο κορυφαίος πνευματικός αστέρας της Ανατολής, ο μέγας Έλληνας από την Καππαδοκία, που εισακούει τις παρακλήσεις μικρών και μεγάλων και φέρνει την ευτυχία και την αφθονία στον απλό άνθρωπο, τον αληθινά πιστό. «Το της Καισαρείας ιερόν βλάστημα» είναι ο κατ’ εξοχήν φιλάνθρωπος άγιος της Ορθοδοξίας. Γι’ αυτό ο ελληνικός λαός τον λάτρεψε όσο λίγους αγίους, πίστεψε πως ο Άης Βασίλης γυρνά ουλοτρόυρα τη γης, νιώθει τις ανάγκες κάθε ανθρώπου και ευλογεί κάθε σπιτικό. Τον ύμνησε με τρόπο εξόχως ποιητικό, όπως στα ακόλουθα ερυθραιώτικα κάλαντα, όπου αναφέρεται η ενασχόληση του Αγίου με τα γράμματα. Ας μη λησμονούμε ότι ο Μ. Βασίλειος ήταν από τους μεγίστους Πατέρες της Εκκλη­σίας, λάτρης της αρχαίας ελ­ληνικής γραμματείας. Μέσα από ωραίους συμβολισμούς, παραβολές κι αλληγορίες, έρχεται η αναγέννηση. Ο αμόρφωτος άνθρωπος (κούτσουρο, ξύλο απελέκητο, ξερό δεντρί) γίνεται ξαφνικά, με την ευλογία του Αγίου, πηγή ζωής και πνεύματος, μεταμορφώνεται σε βρύση της γνώσης και «περιστερά σοφίας».

- Βασίλη, πούθεν έρκεσαι… και πούθε κατεβαίνεις;

- Από της μάνας μ ’ έρκομαι…και στου κιουρού μου πάω.

- Κάτσε να φας, κάτσε να πιεις…κάτσε να τραγουδήσεις.

- Εγώ γράμματα μάθαινα… τραγούδια δεν ηξέρω.

- Και σαν ηξέρεις γράμματα…‘πέ μας την αρφαβήτα.

Και στο ραβδί τ’ ακούμπησε…κι είπε την αρφαβήτα.

Και το ραβδί ‘τανε ξερό, αμέσως ήτρεξε νερό,

χλωρά βλαστάρια ‘πέτα - ροδοκόκκινη βιολέτα.

Κι απάνω στα βλαστάρια του και στα περικλωνάρια του

πέρδικες κελαηδούσαν...

Δεν ήσαν μόνο πέρδικες… μόν’ και περιστεράκια…

και λούζαν τον αφέντη ντως, το ρήγα, το λεβέντη ντως,

                τον πολυχρονισμένο και στον κόσμο φουμισμένο. (Αλάτσατα)

    Ο Άη-Βασίλης της Ερυθραίας, ως γνήσιο στιχούργημα του λαού, έχει πολλές παραλλαγές, συχνά δυο, τρεις και τέσσερις στον ίδιο τόπο. Οι περισσότερες μοιάζουν μεταξύ τους τόσο στην εξέλιξη του θέματος (στα λόγια), όσο και στη μουσική (στις μελωδίες), αφού η περιο­χή έχει ενιαία λαϊκή πα­ράδοση. Φυσικά, αυτά τα κάλαντρα δεν έχουν κα­μιά σχέση με τα γνωστά μας λό­για και πλαστά αστικά κάλαντα της Πρωτοχρονιάς.

    Τα ερυθραιώτικα αηβασιλιάτικα κάλαντρα προβάλλουν αρχικά τα θρησκευτικά γεγονότα της ερημίας του Χριστού (που, ως γνωστόν, «έκανε 40 μέρες» στην έρημο), αλλά και την αλληγορία με το δέντρο της ζωής:

Κι εκεί που βγήκε ο Χριστός, τριώ χρονώ παιδάκι,

ούλο τον κόσμο γύρισε σαν το καλογεράκι

κι εκεί που περιπάτησε, χρυσή μηλίτσα βγήκε

                         και μέσ’ στα φύλλα τση μηλιάς κοιμάτ’ ο Άη-Βασίλης. (Αγ. Παρασκευή)

Αρκιμηνιά κι αρκιχρονιά κι αρκικαλός ο χρόνος

κι αρκή γεννήθη ο Χριστός, στη γης να περπατήσει

κι εκεί που ηπερπάτησε, χρουσά δέντρα φυτρώσαν,

                    χρουσά ‘ταν τα κλωνάρια ντως, χρουσές και οι κορφές τως. (Τσεσμές)

    Εκτός από το θρησκευτικό περιεχόμενο, όλα ανεξαιρέτως έχουν ολοφάνερο ευχετικό και επαινετικό χαρακτήρα. Έτσι, στο μεγαλύτερο μέρος του Άη-Βασίλη πολυοφουμίζανε (διαφήμιζαν) τον κιούρη με την κιουρά του και τα παιδιά ντως μ’ έμορφα παίνια (επαίνους) και φουμιές (επευφημίες). Λυρικά, εκφραστικά και παραστατικά, σαν όμορφοι ζωγραφικοί πίνακες, είναι τα μπόλικα παίνια κι οι ωραίες ευχές, για τον αφέντη:

Εσένα πρέπει, αφέντη μου, καρέγλα καρυδένια,

για ν’ ακουμπάς τη μέση σου τη μαργαριταρένια.

Και πάλι ξαναπρέπει σου καρά­βια ν’ αρματώσεις

και τα σκοινιά και τα πανιά ναν τα μαλαματώσεις.

Και πάλι ξαναπρέπει σου – βάλε στραβά το φέσι σου –

φλουριά να κοσκινίζεις και τη φτώχεια να δανείζεις.

Και πάλι ξαναπρέπει σου – γαρίφαλο στο φέσι σου –

δαμασκηνό τραπέζι,

                    όταν αθεί η δαμασκηνιά, ν’ αθεί και το τραπέζι.  (Αλάτσατα)

Και πάλι ξαναπρέπει σου στ’ αλόγου καβαλάρης,

                     γιατί έχεις μπράτσα σίδερα, είσαι και παλικάρι. (Σιβρισάρι)

Και πάλι ξαναπρέπει σου κορώνα στο κεφάλι,

για να σε προσκυνήσουνε όλοι, μικροί μεάλοι.

Εσέ, σου πρέπει ν’ ανεβείς στ’ άλογο να καθίσεις,

                         και στο Λιουρδάνη ποταμό να πα’ να προσκυνήσεις. (Αγ. Παρασκευή)

Για την κερά:

Κιουρά ψηλή, κιουρά γλινή και λιανοκοκαλάτη,

οπού ‘χουνε το κάντρο σου σε γυάλινο παλάτι,

έχεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αστήθι

              και του κοράκου το φτερό το ‘χεις καμαροφρύδι.  (Λυθρί)

Κερά μαρμαροτράχηλη, κολώνα τορνεμένη,

στου βασιλέ την τράπετζα σ’ έ­χουν τζουγραφισμένη.

Όταν σειστείς και λυιστείς και πας στην εκκλησιά σου,

           άσπρα λουλούδια πέφτουσιν αφ’ την περπατησιά σου!  (Μελί)

Κερά μαρμαροτράχηλη και γαϊτανοφρυδούσα

όντας σ’ εγέννα η μάνα σου, όλα τα δέντρα αθούσα

                  και τα πουλάκια αφ’ τσι φωλιές και κείνα κελαηδούσα. (Τσεσμές)

Κερά ψηλή, κερά γλινή, τη σκόλη σα θα στολιστείς

και βάλεις τα καλά σου, για να πας στη λουτουργιά σου,

τρίζει το παπουτσάκι σου, κόκκινο τ’ αχειλάκι σου

                    από την ομορφιά σου κι από την πορπατησιά σου.  (Αλάτσατα)

Για την κόρη:

Έχεις και κόρην όμορφη που δεν έχει ψωρία,

μήτε στην Πόλη βρίσκεται μήτε στη Βενετία.

Γραμματικός τη γύρεψε, γραμματικός τση πρέπει,

μ’ αν είναι και γραμματικός, πολλά γρόσια γυρεύγει.

Γυρεύγει αμπέλια ατρύ’ητα, αμπέλια τρυ’ημένα,

γυρεύ’ χωράφια αθέριστα, χωράφια θερισμένα,

γυρεύγει μύλοι δώδεκα και με τις μυλωνάδες,

γυρεύγει και τη θάλασσα μ’ όλα της τα καράβια,

            γυρεύγει και τον κυρ-Βοριά να τα γλυκαρμενίζει. (Λυθρί)

Γυρεύει και τον κυρ-Νοτιά να τα καλοπρεπίζει,

           τα χοχλαδάκια του γιαλού τα θέλει δαχτυλίδια. (Σιβρισάρι)

Για το γιο:

Έχετε γιο και μονογιό, το γιο τον κανακάρη,

λούζεται και διαλύζεται και στο σκολειό του πάει.

Του φώναξε ο δάσκαλος να πά’ ‘α καλοναρκίσει

και του ξεφεύγει το κερί και καύγει το ψαλτήρι

κι ηλέρωσε τα ρούχα ντου τα χρουσοπλουμισμένα,

                             όπου του τα πλουμίσανε οι τρεις βασιλοπούλες. (Αγ. Παρασκευή)

Έχεις και γιο στα γράμματα και γιον εις το ψαλτήρι,

                                να τον αξιώσει ο Θεός να βάλει πετραχήλι! (σε όλη την Ερυθραία)

Για το σπίτι:

Σ’ αυτό το σπίτι που ‘ρταμε με πόρτες ασημένιες,

               του χρόνου σαν ξανάρτομε, να ‘ναι μαλαματένιες.  (Βουρλά)

Σ’ ευτό το σπίτι που ‘ρκαμε, τα ράφια ‘ναι ξυλένια,

                            του χρό­νου σαν ξανάρκομε να ‘ναι μαλαματένια.  (Δυτ. Ερυθραία)

    Στην περιοχή του Τσεσμέ (Αγιά-Παρασκευή, Κάτω Παναγιά, Βατζίκι, Λίτζια κ.ά.) έλεγαν παίνια ακόμη και για τους Έλληνες βασιλείς:

Ζήτω του βασιλέα μας, της Όργας της ωραίας μας,

ζήτω και του διαδόχου, του μεάλου μας αθρώπου!

Να μεαλώσει με χαρά, να μπει μέσ’ στην Αγιά-Σοφιά

               και ‘κεί να ματαλάβει και τσι Τούρκοι να κατσάρει (κυνηγήσει).

    Όλα τα ερυθραιώτικα κάλαντρα κλείνουν με τη γενική απαίτηση των καλαντράδων για φιλοδώρημα (μεζέ, πιοτί ή παράδες):

Έχεις και κόρην όμορφη, να βγει να μας κεράσει,

                  να ντην αξιώσει ο Θεός να ζήσει, να γεράσει!    (Βουρλά)

Ηφάαμε τον πετεινό, δότε μας και την κότα,

                           δότε και το μπαξίσι μας, να πάμε σ’ άλλη πόρτα. (Δυτ. Ερυθραία)

Αρκιμηνιά κι αρκιχρονιά, βγάρ’ το γουρούνι αφ’ τη μπουρνιά

και βάρτε μας να φάμε κι έχομε κι αλλού να πάμε.

Πολλά ‘παμε, πολλά  ‘παμε και δε μας ηκεράσανε

κι ακόμα θε ’ να πούμε και κανένα δε θα πιούμε!

Ανοίξτε το χρυσόμπουγκο και βγάρτε το δεκάτο,

                   δώσετε το μπαξίσι μας, να πάμε παρακάτω. (Αλάτσατα)

ή με τις γενικές ευχές:

Σ’ αυτό το σπίτι που ’ρταμε πέ­τρα να μη ραΐσει

              κι ο νοικοκύ­ρης κι η κερά χρόνους πολλούς να ζήσει!  (σε όλη την Ερυθραία)

Απάνου στο παράθυρο – κόκκινο τριαντάφυλλο –

                   κάθεται μια περιστέρα και του χρόνου τέτοια μέρα! (Σιβρισάρι)

Σ’ αυτό το σπίτι που ‘ρταμε έχει ένα περιστέρι,

                         του χρόνου σαν ξανάρτομε, να τό βρουμε με ταίρι. (Γκιούλμπαξες)

    Σε περιοχές κτηνοτροφικές, όπως τα Καράμπουρνα, συναντάμε έναν ιδιαίτερο τύπο καλά­ντων, δημιούργημα των βοσκών, όπου ο Άης Βασίλης παρουσιάζεται ως κεχαγιάς (μεγαλοκτηνοτρόφος) και σωτήρας των κοπαδιών. Εξάλλου, σε διάφορα ελληνικά μέρη ο Άγιος θεωρείται προστάτης της αγροτικής ζωής και της παραγωγής.

Βασίλης βόσκει πρόβατα, Βασίλης βόσκει γίδγκια.

Στο ‘να μαντρί τυροκομά, στ’ άλλο στερφοχωρίτζει,

                στ’ άλλο χύνει τον τσίρο του, να μην πνι’ούν τ’ αρνιά του... (Μελί)

    Σπάνια περίπτωση, ίσως μοναδική στην Ερυθραία, είναι η ακόλουθη παραλλαγή από το ελληνικό χωριό Κάτου Ντεμερτζιλί των Βουρλών. Εδώ ο Άης Βασίλης είναι ζευγάς που οργώνει, κατά παλαιά βυζαντινή παράδοση, η οποία διατηρείται ως σήμερα στα κάλαντα πολλών αγροτικών περιφερειών και νησιών:

Άγιο-Βασίλης κίνησε να πά’ να πρωτοζέψει.

Τ’ αλέτρι ήταν σίδερο, τα βόδια ασημένια

κι η όχερη (λαβή) τ’ αλέτρου του ήταν κυπαρισσένια

και τα σκοινιά του ζευγαριού ήταν μαλαματένια

και το σταράκι που ‘σπερνε σκέτο μαργαριτάρι.

Οι Τούρκοι το θερίζανε κι οι Φράγκοι κουβανούσαν

κι ο βασιλιάς τ’ αλώνιζε μ’ ολόχρουσες φοράδες…

    Στη δεκαετία 1912-1922, πολλοί Ερυθραιώτες, καμένοι απ’ τον πόθο της λευτεριάς κι από τις ω­μότητες των Τούρκων κατά τους δύο διωγμούς, δημιούργησαν, προσαρμόζοντας στις γνωστές τους μελωδίες, στίχους καλάντων με ιστορικό, πολιτικό και εθνι­κό περιεχόμενο, όπως τα ακόλουθα από το Μελί:

Αρκή που βγήκε ο Χριστός, ο Βενιτζέλος ο χρυσός

εις την γης να περπατήσει, την Τουρκία να νικήσει.

Αρκιμηνιά κι αρκιχρονιά - ψηλή μου δεντρολιβανιά -

κι αρκικαλός μας χρόνος - της πατρίδας μας ο πόνος.

Όλος ο κόσμος κι ο ντουνιάς άφτει γιανγκίνι και φωτιά

και ποιος ήταν η αιτία; Η Τουρκιά κι η Γερμανία…

(άφτει γιανγκίνι: ανάβει πυρκαγιά).

Τα Λόφωτα

    Τα Θεοφάνεια είναι για τον Ελληνισμό μια λαμπερή γιορτή, με ελπιδοφόρο κι αισιόδοξο μήνυμα, γεμάτη συμβολισμούς. Είναι μέρα αφιερωμένη στη λατρεία των νερών (που θεωρούνται «αβάφτιστα» και μιαρά ως τις 6 του Γενάρη), μέρα καθαρμών, εξυγίανσης και καθαγιασμού της φύσης.

    Σε πολλά ερυθραιώτικα τοπικά ιδιώματα, η παραμονή ονομάζεται Μισόφωτα και ανήμερα η γιορτή Λόφωτα. Τρεις μέρες (5-7 του Γενάρη) κρατούσε αυτή η γιορτή, κατά το λαϊκό ρητό «τρεις τα Γέννα, τρεις τα Φώτα κι έξι την Ανάσταση», και  παντού την τιμούσαν με ι­διαίτερη θρησκευτική ευλάβεια, αλλά και με εθνική έξαρση, καθώς έκαναν και στην Ανάσταση.

    Μεγάλη, λαμπρή και χαρμόσυνη μέρα, ιδίως σε παραλιακούς τόπους, στα γιαλούσικα τα μέρη, όπως το Εγγλεζονήσι, η Αγιά-Παρασκευή, ο Τσεσμές, η Κάτω Παναγιά, το Λυθρί, το Κερμεάλεσι, οι Σκάλες του Μουρντουβανιού και του Αχιρλιού, το Γενίλιμάνι κ.ά., όπου ο ναυτόκοσμος θεωρούσε κορυφαίο γεγονός της νέας χρονιάς τον αγιασμό των νερών, ένα ορόσημο για τα ταξίδια.

    Εκτός απ’ τους παραθαλάσ­σιους πληθυσμούς, πολλοί κάτοικοι που έ­μεναν στα μεσόγεια, σε μικρή απόσταση από τη θάλασσα, κατέβαι­ναν για να ρίξουν το σταυρό στο γιαλό: οι Βουρλιώτες στη Σκάλα του Βουρλά, οι Αλατσατιανοί στην Αγριλιά ή στα Λίτζια, οι Ρεϊσντεριανοί στο Κερμεάλεσι, οι Κιλιζμανιώτες στο Τσιφλίκι τ’ Άη-Γιωργιού, οι Μελιώτες στους Μαγατζήδες και στο Μαντράκι, οι Καραμπουρνιώτες στο Γρίλιμάνι, στου Γιαννάκη τα Μαγαζιά και σε άλλα λιμανάκια καρσινά (γειτονικά) στα χωριά τους.

    Επειδή στο επίνειο του Σιβρισαριού, το Σιγατζίκι, κατοικούσαν μόνο Τούρκοι, οι Σιβρισαριανοί έφτιαχναν μιαν αυτοσχέδια εξέδρα για να ρίξουν το σταυρό στο νερό μέσα στον Ταξιάρχη, τη μοναδική εκκλησά του χωριού. Έβαζαν ένα μεγάλο τετράγωνο κρεβάτι στη μέση του ναού, με τέσσερα μακριά μπουντάκια (κλαδιά) στις γωνιές, τα ένωναν από πάνω σαν σταυρωτή αψίδα, και κρεμούσαν στο κέντρο ένα βαρακωμένο πορτακάλι (ντυμένο με χρυσόχαρτο). Απάνου από τσι τάβλες του κρεβατιού ήστρωναν ωραία χαλιά κι απέ ήβαζαν την κολυμπήθρα γιομάτη νερό. Αυτού μέσα άγιαζε ο παπάς κι ήριχνε το σταυρό.

     Όλος ο κλήρος πήγαινε στη μεγάλη γιορτή των ναυτικών και των καραβοκυραίων, σε συγκεκριμένο στολισμένο μέρος στο γιαλό, μέσα σε διπλοκάμπανα (εορταστικές κωδωνοκρουσίες), με τα μπαριάκια (λάβαρα) και τα ξεφτέρια τση εκκλησιάς επικεφαλής. Στην Αγιά-Παρασκευή, που ήταν το μεγαλύτερο ναυτοχώρι της Ερυθραίας με 300 πλεούμενα και βάλε, κάθε ενορία από τις τρεις του χωριού έριχνε ξεχωριστά το σταυρό στη θάλασσα του Ταλιανιού. Εκεί μαζεύονταν ένα γύρο καΐκια ολοστόλιστα, γεμάτα κόσμο. Στην Κάτω Παναγιά κι οι δυο ενορίες (η Παναγιά κι ο Άη-Δημήτρης) εν πομπή κατέφθαναν στο λιμάνι, να ρίξουν το σταυρό κοντά τελωνείο και στο μεγάλο καφενέ του Παπαχατζηδάκη. Στο Λυθρί, όλοι κατεβαίναν στο γιαλό από την αψηλά χτισμένη εκκλησιά της Ζωοδόχου Πηγής. Λεθριανοί σαρβαράδες (βρακάδες) και φραγκοφορεμένοι (κουστουμαρισμένοι), κοκόνες (κυρίες) τυποδεμένες (καλοντυμένες) και σισταρισμένες (περιποιημένες) με τα μάλλινα μισοφούστανα και τσι ρομπίτσες (ευρωπαϊκά φουστάνια) τσι φερμένες αφ’ τη Σμύρνη μας, παιδιά με τα μαρνέλικα (ναυτικά) ξεχείλιζαν ώσαμε τα μπούνια κάθε λογής πλεούμενο. Βάρκες, κουρίτες (είδος λέμβου), σακολέβες, περάματα (ψαροπούλες), ακόμη και τα καΐκια που κουβαλούσαν οικοδομικά υλικά από τα περίφημα τουβλοκάμινα κι ασβεσταριά του Μαυρογιάννη, του Κατσιάνου, του Κώτη, του Μαγγανά, όλα ηβουλούσαν αφ’ τον πολύ κόσμο.

    Μόλις ο παπάς έριχνε το σταυρό στο νερό (χωρίς να τον έχει δεμένο με κορδέλα, όπως σήμερα), άξοι κουλουμπητάδες (κολυμβητές) ήπεφταν σαν τα χέλια, σκεδόν αξεβράκωτοι, μέσα στο παωμένο νερό κι ηπαραμπαρίζουντο (συναγωνίζονταν) ποιος θε’ να τόνε πιάσει, να τόνε φέρει στην ασημένια απαλαριά (δίσκο) του παπά. Ο τυχερός θα είχε τη θεία ευλογία και χάρη για κείνη τη χρονιά, γιατί ο σταυρός χαρίζει γεροσύνη (υγεία) και προστασία. Κι απέ, κείνο το σταυρό τα παλικάρια τον εγυρίτζαν σε όλα τα σπίτια μέσα στην απαλαριά που ήτονε στολισμένη με βάγια, αβιουρέτες (ναρκίσσους) και λογιώ λογιώ πούλουδα. Ο κόσμος απλοχερίτζαν (έδιναν χρήματα) κι ετρατέρνανε (κερνούσαν) τον ικανό βουτηχτή και τους φίλους του. Εκείνοι τις παράδες κάθε νταϊφάς (ομάδα) τις έδινε στις εκκλησιές για το καλό και τη γεια του.  

    Μετά τη λειτουργία και τον αγιασμό των υδάτων, σε πόλεις και χωριά της Ερυθραίας, οι παπάδες, συνοδευόμενοι συνήθως από ένα παιδάκι που βαστούσε το μπαρκάτσι (μεταλλικό δοχείο με τον αγιασμό) ηπερ­νούσανε πόρτα πόρτα ούλοι τσι χριστιανικοί μαχαλάδες κι α­γιάζανε τα σπίτια με το σταυρό και μια τσούμπα (φούντα) δεντρολιβανιά. Οι νοικοκυραίοι τσι ρίχνανε οχταράκια και μετελλίκια (τούρκικα νομί­σματα, ασημένια και χάλκινα, μικρής αξίας), μα και μετζίτια (ασημένια εικοσάρια) οι πιο πλούσοι.

    Στην πόλη των Βουρλών, οι παπάδες κάθε ενορίας, με την αγιαστούρα, το μπακράτσι του αγιασμού και το παιδί-βοηθό, ηγύριζαν από τα Μισόφωτα κι ηφωτίζανε στην αράδα ούλα τα σπίτια του Βουρλά. Επειδή όμως αυτά ήταν αμέτρητα (εννιά μεγάλοι χριστιανικοί μαχαλάδες με 27-30.000 Έλληνες!), συνέχιζαν το άγιασμα και την επομένη, στα Λόφωτα.