Τα χριστόψωμα

   Οι νοικοκυρές σε όλη την Ερυθραία ετοίμαζαν χριστόψωμα με πολλά χάρτζα (υλικά), στολισμένα με ξηρούς καρπούς.

   Το χριστόψωμο είναι η ευλογημένη βασική τροφή της οικογένειας, ένα ειδικά ζυμωμένο ιερό ψωμί, όπως ο άρτος στους αρχαίους Έλληνες. Το τζύμωμα γίνεται τις παραμονές με εξαιρετικά και πλούσια υλικά, ασυνήθιστα τον άλλο καιρό στην παρασκευή των καθημερινών ψωμιών. Ο στολισμός είναι καλλιτεχνικός, ξεχωριστός, υστερεί μόνο από τα γαμήλια ψωμιά σε πλούτο σχεδίων.

    Τα υλικά για το ειδικό αυτό ψωμί διαφέρουν ελαφρώς από τόπο σε τόπο. Στα Βουρλά είναι φτάζυμο, ζυμωμένο εφτά φορές, με μαγιά του ροβιθιού, αλεύρι, λάδι, ζάχαρη, κανέλα και μοσκοκάρυδο. Μόλις βγει απ’ το φούρνο, το μπουσκιουρντίζουν (ψεκάζουν) με ροδόνερο και το κουκκίζουν (πασπαλίζουν) με ζάχαρη άχνη και κανέλα. Στα Αλάτσατα τα χριστόψωμα τα ζύμωναν με γλυκάνισο και μαστίχι και τα κούκκιζαν με μπόλικο σουσάμι, για να ‘ναι μπόλικα και χαϊρλούδικα τα μαξούλια (σοδειές). Οι Σιβρισαριανές έφτιαχναν πολλά χριστόψωμα με πλούσια χάρτζα, μικρά για τα παιδιά και μεγαλύτερα για τ’ απλοχερίσματα συγγενών, γειτόνων και φίλων.

    Σε όλα τα μέρη βάζουν στη μέση του χριστόψωμου ένα μεγάλο ζυμαρένιο σταυρό και πέντε καρύδια ή μύγδαλα ολόκληρα καρφώνονται στις κεραίες του, ως συμβολική προσφορά καρπών. Άλλοι με εκκλησιαστικές σφραΐδες σφραγίζουν ή τα τέταρτα ή το κέντρο του σταυρού. Κεντούν τα χάρτζα (αυτοσχέδια ζυμαρένια πλουμιά) στην υπόλοιπη επιφάνεια με ψαλίδι, πιρούνι, καινούργιο διαλυστήρι (χτένα), ειδικό τσιμπιδάκι, αλλά και με του πριναριού τη δαχτυλήθρα (την κάψα του βελανιδιού). Αλλού (Μελί, Λεθρί) κάρφωναν στο κέντρο του σταυρού ελιάς κλωνάρι.

    Ο κύρης (αφέντης) κάθε σπιτιού ευλογεί το χριστόψωμο, σταυρώνοντάς το τρεις φορές, όπως την αηβασιλιάτικη πίτα, και το κόβει στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι. 

    Στο Μελί των Καράμπουρνων έφτιαχναν τα κολλίκια, ένα είδος κουλουριών σε σχήμα σπείρας (λαβυρίνθου), στολισμένα με καρύδια, μύγδαλα και σουσάμι. Μικρά κολλίκια έδιναν στα παιδιά που συχνά τραγουδούσαν:

Βρέχει, βρέχει και χιονίτζει

κι η μανή μου κοσκινίτζει

και μου κάμει μια κολλίκα

σαν του πάππου τη σαρίκα.

 (Μανή: γιαγιά, σαρίκα: αντρικό κεφαλόδεμα σαν σαρίκι, που δένεται κουλουριαστά στο κεφάλι).

Μια μεάλη κολλίκα λειτρηγιόταν στην εκκλησιά και τη φυλούσαν στα ‘κονίσματα, τρώγοντας μια μπουκιά κάθε πρωί. Γνωστή είναι, εξάλλου, και η φράση «ούτ’ αντίντερο δεν ήβαλα σήμερα στο στόμα μου» που πολλοί Ερυθραιώτες λένε ακόμη.