Πολιτιστική Εταιρεία Πανόραμα - Αργυρούπολη

 

Στη διάρκεια του 16ου, 17ου και 18ου αιώνα, η Αργυρούπολη ή Αργυρόπολις / τ. Γκουμούσχανε (Gümüşhane επί λέξει: πόλη του ασημιού) στην ενδοχώρα του Ανατολικού Πόντου και 115 χλμ νότια της Τραπεζούντας, ήταν ένα από τα μεγαλύτερα μεταλλουργικά κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το ασήμι της ήταν πιο καθαρό από οποιοδήποτε άλλο της επικράτειας, ενώ και οι ποσότητες που στέλνονταν κάθε χρόνο στο αυτοκρατορικό Θησαυροφυλάκιο ήταν εντυπωσιακές. Οι Πόντιοι γενικοί αρχιμεταλλουργοί που κατάγονταν κυρίως από τα ορεινά χωριά Φυτίανα και Τσίτη, ασκούσαν σχεδόν τον απόλυτο έλεγχο των μεταλλείων και των εργαστηρίων, είχαν την ολόπλευρη εύνοια του σουλτάνου, είχαν αρκετές φοροαπαλλαγές και ως έναν βαθμό συμμετοχή στην εκμετάλλευση. Είναι τα «ευλογημένα μαντέμια» της Χαλδίας, που θα καταστήσουν την Αργυρούπολη «κέντρο μιας πρώιμης αναγέννησης του ελληνισμού του Πόντου», όπως γράφει η ιστορικός Άννα Μπαλλιάν, η οποία έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με την πόλη του ασημιού κι έχει μελετήσει τα πολύτιμα αντικείμενα, τα λεγόμενα «Ανταλλάξιμα», που ήρθαν από εκεί και κατατέθηκαν στο Μουσείο Μπενάκη. Πολύ μικρότερη από την ελληνική κοινότητα με τις έξι ενορίες και τις 2.250 οικογένειες στα 1750 ήταν η αρμενική κοινότητα των μεταλλωρύχων της Αργυρούπολης (μία ενορία και 200 οικογένειες). Οι γραπτές πηγές αναφέρουν ότι υπήρχαν 36 μεταλλεία στην περιοχή της Αργυρούπολης, που υπαγόταν εκκλησιαστικά στη Μητρόπολη Χαλδίας, και 27 μεταλλεία στον ευρύτερο χώρο, όλα υπό τον έλεγχο των Ποντίων της Αργυρούπολης. Οι δύο μεγαλύτερες μεταλλουργικές αποικίες του Γκουμούσχανέ ήταν δύο παραποτάμιοι οικισμοί στα βαθιά βάθη της Ανατολίας: το Καπάν / Κεμπάν (Keban, π. 370 χλμ από την Αργυρούπολη) και τα Άργανα (Ergan, στον Τίγρη). Από το Κεμπάν απλώθηκαν ένα γύρω στα μεταλλοφόρα κι αφιλόξενα βουνά της περιοχής, ίδρυσαν πλουσιότατες κοινότητες, όπως αυτή του Βανκ (το χωριό ονομάζεται σήμερα Kemaliye), όπου έχτισαν τον Άγιο Γεώργιο, συναντήθηκαν με τους αρμενόφωνους Ελληνοπόντιους που ζούσαν σε μερικά μικρά χωριά κι έφτασαν μέχρι τα κοιτάσματα γύρω από την Άμιδα / Ντιγιάρμπακιρ, τη βασάλτινη πολιτεία που απέχει π. 540 χλμ από την Αργυρούπολη. Τις αποστάσεις τις αναφέρουμε για πάρει κανείς μια κάποια ιδέα αυτής της απίστευτης εξάπλωσης των Ποντίων μεταλλωρύχων. Η Άμιδα / Ντιγιάρμπακιρ, λοιπόν, απέχει από την Τραπεζούντα και τη Μαύρη Θάλασσα π. 620 χλμ και οι δρόμοι ήταν αδιάβατοι ή ανύπαρκτοι εκείνη την εποχή. Για τις μετακινήσεις και τις μεταφορές προϊόντων χρησιμοποιούσαν τον Ευφράτη, που ήταν ακόμα τότε πλωτός σχεδόν μέχρι τις πηγές του. Ένα όμς από τα μεγάλα προβλήματα των απομακρυσμένων μεταλλευτικών κοινοτήτων ήταν η δυσκολία μεταφοράς καυσίμων, τα οποία ήταν απαραίτητα για το έργο τους.
Αυτό το κεφάλαιο της ιστορίας του Πόντου είναι πραγματικά συναρπαστικό. Από κάθε άποψη. Χίλιες κινηματογραφικές ταινίες θα μπορούσαν να γίνουν, αλλά αφού δεν έγιναν, θα περιοριστούμε σε μερικά βαρύτιμα έργα τέχνης του 18ου αι. – ιερά κειμήλια από τον Άγιο Γεώργιο του Βανκ και τη Μητρόπολη της Άμιδας που φυλάσσονται στο Μουσείο Μπενάκη (οι φωτ από μονογραφίες της Άννας Μπαλλιάν). Η ημέρα το επιβάλλει. Μνήμης ένεκεν…