ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΘΟΔΩΡΗ ΚΟΝΤΑΡΑ ΣΤΟ ΙΔΡΥΜΑ ΑΙΚ. ΛΑΣΚΑΡΙΔΗ (2006)

ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑ

ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΘΟΔΩΡΗ ΚΟΝΤΑΡΑ ΣΤΟ ΙΔΡΥΜΑ ΑΙΚ. ΛΑΣΚΑΡΙΔΗ (2006)

Το θέμα της σημερινής μας διάλεξης είναι η Καππαδοκία, η απώτατη και πιο μακρινή από τις ελληνικές ιστορικές χώρες της Μικρασίας, που βρίσκεται στο κέντρο της Μικρασιατικής Χερσονήσου. Τα όρια της ποτέ δεν είναι σαφή, αλλάζουν από εποχή σε εποχή, ανάλογα τις ιστορικές περιόδους. Συνήθως ορίζεται η Καππαδοκία από κάποια φυσικά σύνορα. Προς βορράν ο ποταμός Άλυς (Κιζίλ Ιρμάκ) τη χωρίζει από το οροπέδιο της Γαλατίας και από τα όρη του Πόντου. Δυτικά είναι οι στέπες του Ικονίου, η Αλμυρά Έρημος και η Αλμυρά λίμνη ή Τάττα (Τουζ γκιολού), νότια τα βουνά του Ταύρου και ανατολικά τα βουνά του Αντιταύρου και τα μέρη του Άνω Ευφράτη. Αυτή η περιοχή έχει έκταση περίπου όσο η Ρούμελη και η Πελοπόννησος μαζί, γύρω στα 50.000 τ. χλμ. Είναι ένα οροπέδιο, ένα υψίπεδο χίλια μέτρα πάνω από τη θάλασσα, μέσα στο οποίο υψώνονται επιβλητικοί οι τεράστιοι κώνοι των σβησμένων ηφαιστείων της. Γη βασικά ηφαιστειογενής και τραχιά, χαρακτηρίζεται από τους αρχαίους συγγραφείς ως χώρα «ηφαιστειώδης, πυρίληπτος, πυριγενής, αγεώργητος, άδενδρος, άξυλος». Πραγματικά, η Καππαδοκία είναι γέννημα τριών ηφαιστείων, του μεγάλου Αργαίου (3.916 μ.), που υψώνεται πάνω από την Καισάρεια, του Μελεντίζ Νταγ (2.800 μ.) και του μικρού Αργαίου (Χασάν Νταγ, 3.250 μ.), που είναι ένα δίδυμο βουνό στη δυτική Καππαδοκία, κοντά στα μέρη της Καρβάλης και του Άκσαράι. Η χώρα είναι γεννημένη από τη φωτιά και το διαπιστώνει ο επισκέπτης με την πρώτη ματιά. Υπάρχουν πάρα πολλές τρύπες στη γη, ρήγματα, βράχοι και κώνοι χιλιοτρυπημένοι σαν κουρέλια, το έδαφος είναι καμένο, με πετρώματα καρβουνιασμένα, η λάβα και το μάγμα κάνουν παντού αισθητή την παρουσία τους. Ειδικά σε ορισμένα μέρη, όπως στην περιοχή του Προκοπιού και της Νεάπολης (Νέβσεχιρ), παντού κυριαρχούν οι τρύπες και οι κώνοι, το τοπίο προκαλεί δέος και φαίνεται εξωγήινο, αυχμηρό, πολύ μυστηριώδες.

Η Καππαδοκία κατοικείται από τα νεολιθικά χρόνια, αλλά η ιστορία της είναι πολύ σημαντική από την δεύτερη χιλιετία π.Χ. και μετά. Υπήρξε πάντα σταυροδρόμι πολιτισμών και λαών, σταυροδρόμι στρατιωτικό, οικονομικό, πολιτιστικό, πολιτικό και θρησκευτικό ακόμη. Βρίσκεται πάνω στους δρόμους που ενώνουν τον Πόντο και την Αρμενία με τη Συρία, τη Φοινίκη και την Αίγυπτο, που οδηγούν από το Αιγαίο, τη Θράκη και τη Δυτική Μικρασία στη Μέση Ανατολή. Γι’ αυτό το λόγο υπήρξε πάντα το μήλον της έριδος μεταξύ διαφόρων κρατών στην περιοχή. Παρόλα αυτά, πάντοτε ήταν μια χώρα κλεισμένη στον εαυτό της, με μια μυστική κι απόκρυφη εσωτερική ζωή.
Το όνομα της δεν είναι ελληνικό. Κατπαντούκα στις γλώσσες τις μικρασιατικές και της βόρειας Συρίας σημαίνει «η χώρα των αλόγων». Οι κάτοικοί της, σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές, ήταν Περσοσύροι ή Λευκοσύροι, δηλαδή είχαν φυλετική σχέση με τους ανθρώπους της Μέσης Ανατολής. Θεωρητικά θα μπορούσε να πει κανείς ότι η Καππαδοκία είναι το βόρειο μέρος της Συρίας, η αρχή της μεγάλης αυτής χώρας με τη σημαντική προσφορά στον ανθρώπινο πολιτισμό. Οι Ασσύριοι είναι οι πρώτοι που εγκαταστάθηκαν και ίδρυσαν έναν εμπορικό σταθμό στην πόλη Κανές ή Κάνις, λίγο πιο βόρεια της Καισάρειας. Στην περιοχή Κιούλτεπε (που σημαίνει λόφος της στάχτης) ανακαλύφθηκε καμένη αυτή η πολύ σπουδαία εγκατάσταση. Βρέθηκαν όλα τα αρχεία των Ασσυρίων και είναι, κατά τους αρχαιολόγους, μια σημαντικότατη πηγή για το εμπόριο στη Μέση Ανατολή, από το 1800 π.Χ. Στην Καππαδοκία εγκαθίστανται και οι Χετταίοι, οι οποίοι έχτισαν εδώ τρεις σπουδαίες πόλεις: τα Μάζακα (σημερινή Καισάρεια), τα Κόμανα (βρίσκονται μεταξύ Καππαδοκίας και Πόντου) και τα Γάρσαυρα (σημερινό Άκσαράι). Μετά τους Χετταίους, εμφανίζονται οι Βαβυλώνιοι και πάλι οι Ασσύριοι, που κυριαρχούν ως τον 6ο π.Χ. αι., οπότε εμφανίζονται οι Πέρσες. Από εκεί και πέρα, η περιοχή ακολουθεί τη γενική ιστορική πορεία της υπόλοιπης Μικράς Ασίας.

Η Καππαδοκία διασχιζόταν από τη Βασίλειο Οδό που ξεκινούσε από τα Σούσα και κατέληγε στις Σάρδεις, στο Αιγαίο. Είναι μια επαρχία με πολύ μεγάλο στρατηγικό ενδιαφέρον, γιατί διαθέτει περάσματα που οδηγούν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντος. Οι Πέρσες πολύ την φρόντιζαν και την πρόσεχαν, στρατιωτικά κυρίως, γιατί τη θεωρούσαν νευραλγικής σημασίας για την άμυνα και την οικονομία του κράτους τους. Δεν μπορεί κανείς να καταλάβει γιατί ο Δαρείος Γ’ ο Κοδομανός δεν αντιμετώπισε τον Αλέξανδρο λ.χ. στις φοβερές κλεισούρες του Ταύρου, απ’ όπου δεν μπορεί να περάσει άνθρωπος εύκολα (και σήμερα ακόμη είναι πολύ δύσβατο το μέρος αυτό), παρά εγκατέλειψε αμαχητί την Καππαδοκία και πήγε να συγκρουστεί με τους Μακεδόνες στην Ισσό, σε μέρος πεδινό και βαλτώδες, μεταξύ Κιλικίας και Συρίας, όπου έπαθε πανωλεθρία.

Η Καππαδοκία στα ελληνιστικά χρόνια ανήκε στους Σελευκίδες, αλλά πολύ σύντομα αναπτύχθηκε το βασίλειο των Αριαραθών, με ντόπιους βασιλείς μιξοβάρβαρους (ονόματι Αριαράθης, Αριαράμνης, Αριοβαρζάνης, Οροφέρνης κ. ά.), που δέχτηκαν την ισχυρότατη επίδραση του ελληνικού πολιτισμού. Αργότερα, για λίγο ελέγχθηκε από τους Μιθριδάτες του Πόντου. Σε αυτά τα χρόνια, των Σελευκιδών, των Αριαραθών και των Μιθριδατών, συντελέστηκε ο εξελληνισμός της Καππαδοκίας, επιφανειακός αρχικά, γιατί εξελληνίστηκαν πλήρως κυρίως η μέση και η ανώτερη τάξη, ενώ οι κατώτερες τάξεις παρέμειναν άξεστες, τα ελληνικά τους ήταν σόλοικα και δεν μετείχαν ουσιαστικά σε αυτό που εννοούμε με τον όρο ελληνικός πολιτισμός. Ο πλήρης και βαθύς εξελληνισμός θα επέλθει στη Ρωμαιοκρατία και στην πρωτοχριστιανική εποχή.

Εκείνη την εποχή συντελέστηκε και ένα άλλο φαινόμενο, ο συγκρητισμός, το ανακάτωμα των θρησκευτικών δοξασιών των Ελλήνων, των Ρωμαίων και των άλλων λαών της Ανατολής με τη ντόπια καππαδοκική θρησκεία, στην οποία κυριαρχούσε η Μα, η θεά της γονιμότητας και της ευφορίας της γης, του έρωτα και του πολέμου, της γέννησης και του θανάτου. Αυτή η Μα, η μητέρα-θεά είχε ακόλουθο τον πανέμορφο Μήνα ή Άττι, όπως τον λένε οι Έλληνες, ο οποίος έχει σχέση με τα ζώα, με την άνοιξη, με την αναγέννηση και το μαρασμό της φύσης. Η ρίζα Μα διασώζεται σε πολλά καππαδοκικά ονόματα ως την εποχή μας. Το ελληνικό χωριό Μάταλα της Νίγδης, ο Άγ. Μάμας κι η Μαμασός (Μαμασούν στα τούρκικα), τα Μάζακα, η Ματιανή, τα Κόμανα περιέχουν αυτή τη ρίζα, που έχει σχέση με την πρωτόγονη γυναικεία θεότητα της Καππαδοκίας και της ευρύτερης Μικράς Ασίας.

Στην Καππαδοκία έρχονται οι Ρωμαίοι το 17ο μ.Χ., στα χρόνια του Οκταβιανού, και η χώρα γίνεται αυτοκρατορική επαρχία, με πάρα πολύ ενδιαφέρον από πλευράς των Ρωμαίων, γιατί είναι στρατηγικότατη και βασική για τον έλεγχο της Αρμενίας, της Συρίας και της Μεσοποταμίας. Οι διοικητές της είναι από τους πιο σπουδαίους στην αυτοκρατορία. Παρόλο που η χώρα είναι, όπως είπαμε, τραχεία και αγεώργητος, αποφέρει πολλά έσοδα στο αυτοκρατορικό ταμείο, γιατί είναι πλουσιότατη σε άλογα και κοπάδια. Οι επίπεδες στεπώδεις εκτάσεις της είναι κατάλληλες για την ιπποτροφία και την κτηνοτροφία. Τα πρόβατα της Καππαδοκίας έχουν εξαιρετικό μαλλί, είναι τα γνωστά καραμάνικα ή καραμανλίδικα πρόβατα, με τις παχύτατες ουρές και το φίνο μαλλί.

Τον 1ο μεταχριστιανικό αιώνα, εμφανίζονται οι Απόστολοι Πέτρος και Παύλος και ίσως κι άλλοι, όπως ο Θαδδαίος κι ο Βαρθολομαίος, που διδάσκουν τον Χριστιανισμό. Η Καππαδοκία είναι από τις πρώτες χριστιανικές χώρες του κόσμου. Οι κάτοικοί της μπορεί να ήταν άξεστοι και ημιβάρβαροι, αλλά είναι βαθύτατα θρησκευόμενοι και ευσεβέστατοι. Αυτό το βλέπουμε μέχρι σήμερα στους Καππαδόκες, είτε Έλληνες είναι αυτοί, εγκατεστημένοι πια στην Ελλάδα, είτε Τούρκοι. Είναι άνθρωποι με βαθιά πίστη, ευλαβείς κι ευσεβείς πολύ περισσότερο από άλλους. Ο συγκρητισμός θρησκειών συνεχίστηκε και στα χριστιανικά χρόνια. Δηλαδή οι Χριστιανοί παίρνουν πολλά στοιχεία από τις προηγούμενες θρησκείες, συνδυάζοντας στοιχεία προχριστιανικά με αγίους Χριστιανούς, όπως είναι ο Άγιος Μάμας, που παίρνει τη θέση του Μήνα, του Άττιος, και γίνεται προστάτης των ζώων, γιορτάζοντας δύο φορές το χρόνο, άνοιξη και φθινόπωρο, όπως ο αρχαίος θεός. Ο Άη-Γιώργης, πάλι, γνήσιο τέκνο της Καππαδοκίας από το χωριό Ποτάμια, είναι ο δρακοντοκτόνος άγιος. Σκοτώνει σε μια πηγή τον ανθρωποφάγο δράκο, για να αφήσει το νερό να εξυπηρετηθεί ο κόσμος κι απελευθερώνει μια βασιλοπούλα, υποψήφιο θύμα του δράκου. Το «θαύμα» θυμίζει το μύθο του Περσέα και της Ανδρομέδας με τη Μέδουσα. Τέτοια φαινόμενα περνούν και στους Μουσουλμάνους. Όταν πολύ αργότερα ήρθαν οι Μωαμεθανοί Σελτζούκοι, τον καιρό των Κομνηνών, μετά το 1080, ενσωματώνουν στη θρησκεία τους προϋπάρχοντα στοιχεία χριστιανικά. Στο γειτονικό Ικόνιο, κοντά στο μοναστήρι του Αγ. Χαρίτωνος, ιδρύεται το κέντρο των Μεβλεβήδων δερβίσηδων και λίγο πιο βόρεια, στο Χατζιμπεκτάς, οι Μπεκτασήδες χτίζουν τον περίφημο τεκέ τους πάνω στο μοναστήρι του Αγ. Χαραλάμπους, που τον θεωρούν δικό τους ντεντέ (άγιο) και λατρεύουν επίσης τον Άη-Μάμα. Όλοι οι Καππαδόκες πρόσφυγες διηγούνται πως χιλιάδες Τούρκοι της περιοχής τους και της ευρύτερης περιφέρειας κουβαλούσαν τενεκέδες τα λάδια και οκάδες τα κεριά ή άλλα προϊόντα στη χάρη των τοπικών αγίων των ελληνικών χωριών. Στη Μαμασό, οι Τούρκοι δεν άφησαν τους Έλληνες να πάρουν το λείψανο του Αγ. Μάμα, κατά την έξοδό τους το 1924. Μέχρι πρόσφατα το προσκυνούσαν ως ντεντέ, στην ίδια την εκκλησία του, η οποία τον καιρό των Ελλήνων λειτουργούσε την Παρασκευή ως τζαμί και την Κυριακή ως εκκλησία! Τέτοιος φοβερός χώρος είναι η Καππαδοκία, ένα συνονθύλευμα κι ένα κράμα λαών και ιδεολογιών προχριστιανικών, ειδωλολατρικών, ανατολίτικων, ελληνικών, χριστιανικών και μουσουλμανικών.